Πριν από εσένα ήσουν εσύ;| Έξω στο δρόμο δεν περνάει κανένας./| Το φως του δωματίου πέφτει κάθετα | τονίζοντας τα ζυγωματικά, σβήνοντας το σαγόνι | μέσα στην ίδιαν απορία: «υπήρξαμε;». Έτσι | πέταξα το ποτήρι απ΄το παράθυρο.| Έτσι άκουσα τουλάχιστον κάτω στο πεζοδρόμιο τον κρότο: «υπάρχουμε». – ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ
Ο ποιητής αφήνει την εσωτερικότητά του να ξεχειλίσει με το αίνιγμα για τους μυημένους, τα πρόσωπα στο χρόνο, τα λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ, την αναμονή, τη φθορά, το άφθαρτο της αγάπης, όσα αντέχουν κρυμμένα, τα προσωπεία, τις αναχωρήσεις, τις αναμονές, τον έρωτα, τη ζωή που προχωράει την ανηφόρα, το φως που καίει και το σκοτάδι που γεμίζει φως απ’ το όνειρο να βλέπει η ψυχή για να πορεύεται στη θλίψη κι ακόμα περισσότερο να μένει ζωντανή και να παλεύει. Να μη δειλιάσει ποτέ και να μην ξεπουλήσει τίποτα.
Ο Γιάννης Ρίτσος είχε την ψυχή της αδούλωτης “Ρωμιοσύνης” του. Μαχητική, βαθιά, πληγωμένη και μαζί αδούλωτη και αντρειωμένη.
Ο Γιάννης Ρίτσος επέλεξε να εκδοθούν μετά το θάνατό του. Προτίμησε τη σιωπή όσο ζούσε. Τα θεώρησε απόκρυφα. Ήθελε όμως να τα βρούμε…
Η σιωπηλή αθωότητα της άγνοιας. Πόσες | διαδοχικές αναιρέσεις , σφαλερές διαισθήσεις.| Κοιτούσες το βουνό, το ποτάμι, το σύννεφο.| Τα ωραία κορίτσια χάθηκαν στον κήπο | πίσω από πανύψηλα χρυσάνθεμα. | Η νύχτα | διαστέλλονταν πάνω απ΄την πόλη. | Κι εσύ | απόμεινες ασάλευτος μέσα στο διχασμό σου, | έχοντας μόνο άλλοθι το άστρο. – ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΤΙΚΟ
Φτηνό το φως, φτηνά μαγαζιά, φθηνότερα λόγια. | Άλλοι έφυγαν, άλλοι κοιμούνται, άλλοι πεθάνανε. | Κι αυτοί κι εκείνοι το ίδιο γερνάνε.| Εσύ αρνήθηκες τον γενικό κανόνα. | Άφησες πλαγιασμένο στο κρεβάτι σου το ομοίωμά σου | μην καταλάβουν πως εσύ πλανιέσαι | στο μέγα δάσος, άοπλος κυνηγός, | φορώντας τις λευκές σου μπότες. – Ο ΩΡΑΙΟΣ ΔΡΑΠΕΤΗΣ
Η σόμπα σκούριασε. | Τα μπουριά ξεφλουδάνε. | Οι τοίχοι ραγίζουν. | Στο κάδρο | ένα δέντρο ολομόναχο | πράσινο ακόμη. | Πούλησες και το ρολογάκι | του χεριού σου. | Νοθέψανε και τον καφέ. | Ένα τσιγάρο ξεχασμένο | καπνίζει στο σταχτοδοχείο. Λοιπόν, | τόσο μεγάλο κενό, | τόση στέρηση, | η ελευθερία; –ΑΠΟΓΥΜΝΩΣΗ
«Η ποιητική συλλογή Υπερώον γράφτηκε στην Αθήνα, απ’ την 1 του Μάρτη ως τις 21 του ίδιου μήνα. Η Β’ γραφή των ποιημάτων έγινε πάλι στην Αθήνα, απ’ τις 6-29 του Απρίλη και στον Κάλαμο απ’ τις 30 του Απρίλη ως την 1 του Μάη 1985» Γιάννης Ρίτσος
Στο σημείωμα της έκδοσης που υπογράφει η κόρη του Έρη Ρίτσου διαβάζουμε: «Η συλλογή Υπερώον, γραμμένη στα μέσα της δεκαετίας του 1980, αποτελείται από ποιήματα αυτοβιογραφικά, που ταυτόχρονα αντανακλούν το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν. Εποχή κρίσης ηθικής τα χρόνια εκείνα, δεν μπορεί παρά να έχει συνάφεια με την κρίση την οικονομική που βιώνουμε ως συνέπεια και του ηθικού εκείνου ελλείμματος που, ανάμεσα σε άλλα, προετοίμασε το έδαφος για το σήμερα. Τα ποιήματα αυτά είναι, νομίζω, με τον τρόπο τους επίκαιρα, και για τούτο θεώρησα πως θα άξιζε να αποδοθούν στο κοινό σε μια αυτόνομη έκδοση».
«Μετά την παράσταση | έμεινε κρυφά στο υπερώον | στα σκοτεινά. | Η αυλαία ολάνοιχτη. | Εργάτες της σκηνής, | φροντιστές, ηλεκτρολόγοι | ξεστήνουνε τα σκηνικά, | μετέφεραν στο υπόγειο | ένα μεγάλο γυάλινο φεγγάρι, | σβήσαν τα φώτα, | έφυγαν, | κλείδωσαν τίς πόρτες. | Σειρά σου τώρα, | χωρίς φώτα, | χωρίς σκηνικά και θεατές, | να παίξεις εαυτόν». – ΤΟ ΥΠΕΡΩΟΝ
«ΥΠΕΡΩΟΝ» – Εκδόσεις Κέδρος – 2013