«Όταν η αλήθεια αντικαθίσταται από την σιωπή, η σιωπή είναι ψέμα», έγραφε ο Yevgeny Yevtushenko (Γεβγένι Γεφτουσένκο) – , ο μεγάλος Ρώσος ποιητής και σκηνοθέτης που επέλεξε να μην σιωπήσει και να πληρώσει το τίμημα της διαφορετικότητας και της διαφορετικής άποψης στην πατρίδα του τα χρόνια που έζησε εκεί. Η σιωπή όταν αντικαθιστά – ή έτσι πιστεύει ότι κάνει – την αλήθεια, αφήνει ζωτικό χώρο στο ψέμα, καλλιεργεί την ηττοπάθεια, υποθάλπει τη δειλία, μοιράζεται αναμφισβήτητα την ευθύνη του ψεύδους και της παραπλάνησης. Το «Babi Yar» είναι η σημαντικότερη αποκάλυψη της άρνησης του Γεφτουσένκο να σιωπήσει.
Με ευπρέπεια
Με ευπρέπεια. Το κυριότερο, να δέχεσαι
με ευπρέπεια όποιους καιρούς και να ‘ρθουν,
όταν λιμνάζουν οι εποχές
ή συνταράζονται μέχρι το βάθος.
Με ευπρέπεια, το κυριότερο, με ευπρέπεια
έτσι ώστε ‘κείνοι που μοιράζουνε τις χάρες
να μη σε οδηγήσουνε στο στάβλο
και σου βουλώσουν με άχυρα το στόμα.
Ο φόβος των καιρών φέρνει την πτώση.
Σε δειλία μη ξοδεύεις την ψυχή σου
παρά για το χαμό προετοιμάσου
του κάθε τι που τρέμεις μη το χάσεις.
Αν γύρω σου η καταστροφή ακραία
τόσο ακραία που δεν μπορούσες να προβλέψεις
θυμήσου εκείνο που μουρμούρισες μια μέρα:
«Κι αυτό ακόμα πρέπει να τ’ αντέξω».
Το 1961 έγραψε το ποίημά του «Babi Yar» που αναφέρεται στη μεγάλη σφαγή (και) των εβραίων του Κιέβου το 1941, ερχόμενος σε αντίθεση με την πολιτική της χώρας του που είχε επιλέξει να αποσιωπήσει το συμβάν ως συνέβη για το μέρος εκείνο του εβραϊκού πληθυσμού που κατέσφαξαν οι Ναζί.
Το ποίημα «Babi Yar» κυκλοφόρησε στον παράνομο τύπο (samizdat), και αργότερα ενέπνευσε τον συνθέτη Ντμίτρι Σοστακόβιτς στη σύνθεση της 13ης Συμφωνίας του. Στη Σοβιετική Ένωση του ποίημα αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε το 1984.
Μπάμπι Γιαρ
(Μετάφραση Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης)
Στο Μπάμπι Γιαρ μνημεία δεν υπάρχουν.
Απότομη πλαγιά, σαν μια ταφόπλακα χοντροκομμένη.
Φοβάμαι.
Είμαι τόσων ετών,
όσο και ο εβραϊκός λαός.
Τώρα νομίζω πως –
Ιουδαίος είμαι.
Να, περιφέρομαι στην αρχαία Αίγυπτο.
Να, σταυρωμένος στο σταυρό, αργοπεθαίνω,
και μέχρι σήμερα έχω τα σημάδια των καρφιών.
Τώρα νομίζω πως –
Ο Ντρέιφους είμαι.
Ο μικροαστισμός είναι για ’με
ο καταδότης και ο δικαστής μου.
Βρίσκομαι πίσω από τα κάγκελα.
Έπεσα στην παγίδα.
Κυνηγημένος,
χλευασμένος
συκοφαντημένος.
Και κυριούλες με φραμπαλάδες Βρυξελλών,
τσιρίζοντας, με χτυπούν με τα ομπρελίνα τους στο πρόσωπο.
Τώρα νομίζω πως –
ένα αγοράκι στο Μπελοστόκ είμαι.
Το αίμα χύνεται, απλώνεται στο χώμα.
Φωνάζουν οι ταγοί του πιώματος του καπηλειού
βρωμοκοπούν βότκα και κρεμμύδι κομμένο στα δυο.
Είμαι αδύναμος, μ’ έχουν κλωτσήσει με την μπότα.
Άδικα τους φονιάδες παρακαλώ.
Λένε γελώντας δυνατά:
“Βάρα τους οβριούς, σώσε τη Ρωσία!” –
[…]
Τώρα νομίζω πως –
η Άννα Φρανκ είμαι,
διάφανη,
σαν του Απρίλη το κλαράκι.
Αγαπώ.
Τις φράσεις δεν χρειάζομαι.
Εκείνο που θέλω
είναι να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον.
Πόσα λίγα μπορεί να δει κανείς,
μυρίζοντας!
Μας απαγορεύουν τα φύλλα,
μας απαγορεύουν τον ουρανό.
Μπορείς όμως πάρα πολλά να κάνεις –
είναι τόσο τρυφερό
να αγκαλιάζεις τον άλλον σε ένα σκοτεινό δωμάτιο.
Έρχονται ’δώ;
Μη φοβάσαι – είν’ η βοή
της άνοιξης –
αυτή μας πλησιάζει.
Έλα κοντά μου.
Τα χείλη δώσ’ μου γρήγορα.
Σπάνουν την πόρτα;
Όχι – είναι το λιώσιμο των πάγων …
το θρόισμα των αγριόχορτων πάνω στο Μπάμπι Γιαρ.
Τα δέντρα κοιτάζουν σκυθρωπά,
σαν δικαστές.
Όλα σιωπηλά εδώ κραυγάζουν,
και, βγάζοντας το γούνινο καπέλο,
νιώθω
πως αργά γκριζάρουν τα μαλλιά μου.
Και είμαι εγώ,
σαν πνιχτή, δίχως ήχο, κραυγή,
πάνω από τους χιλιάδες θαμμένους.
Εγώ είμαι –
καθένας από τους εκτελεσμένους γέροντες.
Εγώ είμαι –
καθένα από τα εκτελεσμένα παιδιά.
Τίποτα μέσα μου
δεν πρόκειται να το ξεχάσει αυτό!
Και ας ηχεί η “Διεθνής”,
όταν για πάντα θα θαφτεί
ο τελευταίος πάνω στη γη αντισημίτης.
Στο αίμα μου δεν υπάρχει ούτε μια στάλα αίμα εβραϊκό.
Με μίσος άγριο εμένα με μισούν
οι αντισημίτες όλοι,
αφού εβραίο με θεωρούν,
γι’ αυτό και είμαι
Ρώσος αληθινός
____________________
Yevgeny Yevtushenko ( http://poetry.ee.auth.gr/dimakis/article/mpampi-giar)
«Η ποίηση είναι σαν ένα πουλί, αγνοεί όλα τα σύνορα», έγραψε, ο Γεφτουσένκο. Επηρεασμένος από την ποίηση του Μαγιακόφσκι γράφει σε ένα από τα ποιήματα που του αφιέρωσε: Τι είναι αυτό που πάτησε τη σκανδάλη του Μαγιακόφσκι αν δεν είναι η άρνηση να του προσφερθεί η τρυφερότητα τη δεδομένη στιγμή;
Κρέμασα το ποίημά μου
Κρέμασα το ποίημά μου
σ’ ένα ψηλό κλαδί.
Κοίτα το
που χτυπιέται με τον άνεμο.
Ξεκρέμασέ το,
μου είπες,
σταμάτα το μαρτύριό του.
Ξαφνιασμένοι οι διαβάτες
το βλέπουν τόση ώρα!
Το δέντρο χαιρετά,
κινώντας το ποίημά του.
Δεν υπάρχει τίποτα για απάντηση.
Πρέπει να φύγουμε.
-Θα το απαρνηθείς;
Μάλλον.
Μα μη φοβάσαι, αύριο ένα άλλο θα ‘χει την ίδια τύχη.
Θα’ πρεπε να ξοδεύομαι σε τέτοια παιχνίδια;
Ένα ποίημα δεν βαραίνει πολύ το κλαδί ενός δέντρου.
Θα γράψω για σένανε όσα θελήσεις,
τόσους στίχους
όσα και δέντρα υπάρχουν.
Κι ύστερα τι θ’ απογίνει μ’ εμάς τους δυο;
Ίσως όλα αυτά να τα ξεχάσουμε πολύ γρήγορα;
Όχι!
Λίγο να μας πιάσει η κούραση στο δρόμο
και θα μπορέσουμε να ξαναδούμε
το μέρος
που ολόλαμπρο
το δέντρο
χαιρετά,
κινώντας το ποίημά του.
Τότε θα ξανά ‘ρθει το χαμόγελό μας.
-Πάμε!
«Σε δειλία μη ξοδεύεις την ψυχή σου»