257/2015 Μονομελές Πρωτοδικείο της Κώ
Του Θανάση Αλαμπάση, δικηγόρου
Επί αόριστης και μη εκκαθαρισμένης απαίτησης, εφόσον αποδεικνύεται ότι η προσβαλλόμενη Διαταγή Πληρωμής εκδόθηκε επί τη βάσει άκυρων όρων της επίμαχης συμβάσεως, ενόψει της υποχρέωσης της καθής η ανακοπή για τον επανακαθορισμό της οφειλής της, δέον όπως η πληττόμενη Διαταγή πληρωμής να ακυρώνεται στο σύνολό της και όχι κατά το άκυρο μόνο μέρος της [ΑΚ 181]. Κατά τα ανωτέρω, η δικαιοπραξία κατά το υπόλοιπο αυτοτελές μέρος δεν είναι ισχυρή, διότι συνάγεται ότι τα μέρη δε θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος αλλά ιδίως η καθ’ης – απέβλεπε σ’ αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο.
Με την κρινομένη αίτηση ο αιτών ζήτησε να διαταχθεί άνευ όρων ή, για τους αναφερόμενους στην αίτηση αναστολής λόγους , αναστολή της πληττόμενης με την ανακοπή διαταγής πληρωμής, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ ής οφειλόμενο σε ελβετικά Φράγκα ποσό για κεφάλαιο, πλέον τόκων και εξόδων, για την απαίτηση της καθ ης από σύμβαση στατιστικού δανείου σε ελβετικά Φράγκα.
Ο αιτών με τους λόγους της ανακοπής του αμφισβήτησε το ύψος της απαίτησης που υποχρεούται να καταβάλει στην καθ’ ης, ισχυριζόμενος –μεταξύ των άλλων ισχυρισμών που προβάλλονται για τις παράνομες απαιτήσεις των τραπεζών από συμβάσεις δανείων σε ελβετικά Φράγκα– , ότι: α) η καθ’ ης με βάση τους όρους της σύμβασης παρανόμως υπολογίζει τόκους με βάση έτος 360 ημερών αντί 365 ημερών, γεγονός που τους προσαυξάνει πέραν των νομίμων τόκων κατά ποσό που ο αιτών προσδιορίζει με την ανακοπή του επ’ ακριβώς και β) ότι οι όροι της συμβάσεως που επιτρέπουν τον ανατοκισμό, όχι μόνον των καθυστερούμενων τόκων αλλά και των φόρων, επιβαρύνσεων, εισφορών ή άλλων προμηθειών, μεταξύ των οποίων και η εισφορά του Ν. 128/1975, είναι άκυροι ως καταχρηστικοί.
Περαιτέρω, δεδομένης της φύσεως των Γενικών Όρων Συναλλαγών, οι οποίοι είναι πάντοτε προδιατυπωμένοι, πόσο μάλλον αυτών που προδιατυπώνουν οι τράπεζες, καθίσταται σαφές ότι οι τράπεζες αποσκοπούν στη σύναψη της σύμβασης ως ενιαίο σύνολο, μη επιδεχόμενης επ’ αυτής καμίας διαπραγμάτευσης και συνεπώς συνάγεται με βεβαιότητα ότι η καθ’ ης δε θα είχε επιχειρήσει τη σύναψη της σύμβασης χωρίς το άκυρο μέρος. Τούτων δοθέντων , βάσει (και) του άρθρου 181 ΑΚ, ζητήθηκε να ακυρωθεί η πληττόμενη διαταγή πληρωμής στο σύνολό της (“ακυρότητα μέρους επιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, εάν συνάγεται ότι δε θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος”).
Πιθανολογήθηκαν από το Δικαστήριο τα εξής:
– Ο υπολογισμός του τόκου με βάση το έτος 360 ημερών προσκρούει, στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/ 1994. Με το να υπολογίζεσαι το επιτόκιο σε 360 ημέρες ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το πραγματικό γνήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ. Όταν η τράπεζα διασπά εντελώς τεχνητά και κατ’ αποκλεισμό των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (έτος| στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργεί μια πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή – δανειολήπτη, ο οποίος πλέον (όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση το έτος 360 ημέρες) για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με κατά 1,3889% περισσότερους τόκους. Το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα και κατ επιταγή της Κοινοτικής Οδηγίας 98/7/ΕΚ, που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΎΑ 21-178/13.2.2001 (ΦΕΚ Β” 255/8.3.2001) στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον κατ αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου.
– Η παροχή πιστώσεων επιβαρύνεται κατά κανόνα, με την λεγομένη ειδική εισφορά του Νόμου 128/1975, που αποτελεί ουσιαστικά οικονομικό βάρος – φόρο, με υποκείμενο τα πιστωτικά ιδρύματα και αντικείμενο τις πάσης φύσεως απαιτήσεις τους από την παροχή πιστώσεων και τρόπο υπολογισμού τον ίδιο με εκείνο των τόκων. Ο φόρος αυτός, καταβαλλόμενος από τις Τράπεζες στην Τράπεζα της Ελλάδος και φερόμενος σε πίστωση ειδικού λογαριασμού, εισπράττεται από το Δημόσιο, αποτελώντας έσοδο του κρατικού προϋπολογισμού. Σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο και την πάγια στη θεωρία και νομολογία θέση, η επιβάρυνση των τραπεζικών εργασιών με την εισφορά του Νόμου 128/1975 και η μετακύλιση αυτής στον τελικό αποδέκτη είναι σύννομη, αρκεί να αναφέρεται η αιτία απαλλαγής της Τράπεζας από την υποχρέωσή της προς καταβολή της εισφοράς του Νόμου 128/1975, αφού, το καθοριζόμενο στο Νόμο 128/1975 μοναδικό, σαφές υποκείμενο απόδοσης της εισφοράς του Νόμου 128/75 στην Τράπεζα της Ελλάδος, είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Ωστόσο, αν και είναι δυνατή διά συμβάσεως η ανάληψη εκ μέρους τρίτου προσώπου της υποχρέωσης καταβολής της εισφοράς του Νόμου 128/1975, δεν πρόκειται για αναδοχή χρέους, διότι απαιτείται σύμβαση μεταξύ του δανειστή (Τράπεζα της Ελλάδος) και του τρίτου (δανειολήπτη), αλλά – κατ’ άρθρο 478 του Αστικού Κώδικα – μόνο για απλή υπόσχεση ελευθερώσεως. Έτσι, στην περίπτωση συμβατικής μετακύλισης της εισφοράς του Νόμου 128/75, η συμφωνία ελευθερώσεως είναι άκυρη αν δεν προβλέπεται από τη σύμβαση αιτία επιδόσεως ως προς τη συγκεκριμένη παροχή. Εξ άλλου η συμφωνία ελευθερώσεως της Τράπεζας από τη σχετική υποχρέωση της προς απόδοση της εισφοράς του Νόμος 128/1975 είναι αιτιώδης και απαιτεί αναφορά στη σχετική σύμβαση της αιτίας απαλλαγής της Τράπεζας, αλλιώς, η συμφωνία μετακύλισης της εισφοράς στον πιστολήπτη πελάτη της Τράπεζας είναι άκυρη. Η σύμβαση αυτή όμως είναι αιτιώδης, σε αντίθεση με τη σωρευτική ή τη στερητική αναδοχή χρέους, σε κάθε δε περίπτωση υπόκειται σε έλεγχο μέσω των γενικών ρητρών του Αστικού Κώδικα, ιδίως των άρθρων 174 και 281. Έτσι, στην περίπτωση της εισφοράς του Νόμου 128/1975, η συμφωνία ελευθερώσεως είναι άκυρη αν δεν προβλέπεται από τη σύμβαση αιτία επιδόσεως ως προς τη συγκεκριμένη παροχή. Μετακυλώντας η τράπεζα στον καταναλωτή, δίχως τους ανωτέρω όρους, την εισφορά του Νόμου 128/1975, μη νόμιμα επιβαρύνθηκαν οι λογαριασμοί που τηρήθηκαν για τη λειτουργία της δανειακής σύμβασης.
– H απαίτηση της καθής είναι μη εκκαθαρισμένη, περαιτέρω είναι και αόριστη, η δε προσβαλλόμενη Διαταγή Πληρωμής εκδόθηκε επί τη βάσει άκυρων όρων της επίμαχης συμβάσεως και άρα ενόψει της υποχρέωσης της καθ’ης η ανακοπή για τον επανακαθορισμό της οφειλής της, δέον όπως η πληττόμενη Διαταγή πληρωμής να ακυρωθεί στο σύνολο της και όχι κατά το άκυρο μόνο μέρος της. Περαιτέρω κατά το άρθρο 181 ΑΚ, η ακυρότητα κάποιου όρου της σύμβασης συνεπάγεται ακυρότητα του αντίστοιχου μέρους αυτής και όχι ολόκληρης, εκτός αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (181 Α.Κ.). Κατά τα ανωτέρω, η δικαιοπραξία κατά το υπόλοιπο αυτοτελές μέρος είναι ισχυρή, εκτός αν συνάγεται ότι τα μέρη δε θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος αλλά απέβλεπαν σ’ αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο (Βαθρακοκοίλης αρθ. 181 σελ. 773). Στην προκείμενη περίπτωση πρόκειται για αναζήτηση κατά το χρόνο της κατάρτισης των συμβάσεων της υποθετικής βούλησης των μερών, δηλαδή της βούλησης που θα είχαν αυτά αν γνώριζαν την ακυρότητα του άκυρου μέρους και όχι για ερμηνεία της βούλησης τους αφού αυτή είναι δεδομένη ότι κατευθυνόταν στη σύναψη της όλης δικαιοπραξίας (Βαθρακοκοίλης αρθ. 181 σελ 773). Προϋποτίθεται συνεπώς άγνοια των μερών, κατά το χρόνο σύναψης της δικαιοπραξίας, της ακυρότητας του μέρους γιατί αν τη γνώριζαν, η γνώση τους υποδηλώνει βούληση για τη ισχύ του άκυρου μέρους και συνεπώς η δικαιοπραξία κατά το υπόλοιπο μέρος είναι ισχυρή, χωρίς την επίκληση του άνω κανόνα. Από τα ανωτέρω καταδείχτηκε η ακυρότητα του αναφερόμενου όρου της επίμαχης συμβάσεως. Τούτα κρίθηκαν με την 1219/2001 ΑΠ και κατέστησαν στην καθ ης γνωστά, ήδη από τις 22 Ιουνίου 2001 (ημερομηνία δημοσίευσης της ΑΠ 1219/2001).
Όσον αφορά δε τον αιτούντα, την ακυρότητα του ως άνω όρου της επίμαχης συμβάσεως , αγνοούσε μέχρι και το χρόνο της επίδοσης της διαταγής πληρωμής. Το γεγονός της ανυπαίτιας άγνοιας των άκυρων όρων (περί επιτοκίου ανώτερου του νομίμου και προσαύξησης του επιτοκίου με το ποσοστό της εισφοράς του ν. 128/75 και χρέωσης προμηθειών) είναι για τον κοινό μέσο άνθρωπο αυτονόητο, αφού για τον απλό πολίτη είναι αδιανόητο να παρακολουθεί στενά τη νομολογία, και είναι επίσης αδιανόητο είναι να κατανοήσει τους δυσνόητους νομικούς και οικονομικούς όρους της επίμαχης σύμβασης (όπως γιατί ο υπολογισμός του τόκου με βάση το έτος 360 ημερών προσκρούει αρχή της διαφάνειας, τι είναι η εισφορά του ν. 128/1975 και ποιες οι προϋποθέσεις της σύννομης μετακύλισης της στον καταναλωτή, τι είναι τραπεζικό επιτόκιο και τι εξωτραπεζικό επιτόκιο, τι σημαίνει ανατοκισμός των τόκων της εισφοράς του ν. 128/1975, ποια η έκταση των εφαρμοστέων διατάξεων του νόμου, κλπ). Συνεπώς, η «γνώση» του πολίτη επ’ αυτών των δυσνόητων οικονομικών και νομικών εννοιών, δεν μπορεί παρά να γίνει δεκτό, ότι επέρχεται κατά το χρόνο που λόγω της ανώμαλης εξέλιξης της σύμβασης θα απευθυνθεί σε δικηγόρο. Επομένως, συνάγεται σαφώς ότι, η σύναψη της σύμβασης δεν θα είχε επιχειρηθεί (Ιδίως από την Τράπεζα) χωρίς το άκυρο μέρος Δεδομένης δε της φύσεως των ΓΟΣ οι οποίοι είναι πάντοτε προδιατυπωμένοι, πόσο μάλλον αυτών που προδιατυπώνουν οι Τράπεζες, καθίσταται σαφές, ότι οι Τράπεζες αποσκοπούν στη σύναψη της σύμβασης ως ενιαίο σύνολο, μη επιδεχόμενων επ’ αυτού καμία διαπραγμάτευση και συνεπώς συνάγεται με βεβαιότητα ότι η καθής δεν θα είχε επιχειρήσει τη σύναψη της επίμαχης συμβάσεως χωρίς το άκυρο μέρος της.
Κατά τα ανωτέρω, η δικαιοπραξία κατά το υπόλοιπο αυτοτελές μέρος δεν είναι ισχυρή, διότι συνάγεται ότι τα μέρη δε θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος αλλά ιδίως η καθ’ης – απέβλεπε σ’ αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Η διακρίβωση της κατά το χρόνο της σύναψης της δικαιοπραξίας «υποτιθέμενης» βούλησης των μερών (και Ιδίως της καθ’ ης), συνάγεται με βεβαιότητα από τα περιστατικά όπως αυτά καταδεικνύονται από την επί σειρά ετών συμπεριφορά των Τραπεζών ήτοι, τη διαχρονική πλέον πρακτική της μονομερούς και άνευ διαπραγμάτευσης επιβολής -άκυρων ως επί το πλείστον-ΓΟΣ χωρίς τους οποίους οι Τράπεζες αρνούνται να συμβληθούν με τους δανειολήπτες Περαιτέρω, η «υποτιθέμενη» βούληση της καθ’ ης συνάγεται και από το σκοπό που επιδιώκει που δεν είναι άλλος από το εμπορικό κέρδος. Στην προκείμενη μάλιστα περίπτωση, δεν απαιτείται καν να αναζητηθεί η κατά το χρόνο της κατάρτισης υποθετική βούληση των μερών, δηλαδή η βούληση που θα είχε ο αιτών αν γνώριζε την ακυρότητα του μέρους της σύμβασης, γιατί απλά η βούληση δεν είναι υποθετική, αλλά βεβαία. Αυτή (βούληση) προκύπτει από τη διαχρονική πρακτική των συνθηκών υπό τις οποίες οι τράπεζες συμβάλλονται με τους καταναλωτές. Κατά συνέπεια ολόκληρη η ένδικη σύμβαση επί της οποίας ερείδεται η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, είναι άκυρη, αφού είναι βέβαιο ότι η καθής δεν θα προχωρούσε στην σύναψη της χωρίς τους ΓΟΣ που κρίθηκαν κατά τα ανωτέρω άκυροι.
Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης εδώ