Το κράτος είναι το πιο θλιβερό, το πιο κουραστικό και κυρίως το πιο βαρετό από όλα τα τέρατα. Ξεδοντιάρικο και παραπονιάρικο, σιχαμένο κι αξιοθρήνητο. Λογικό είναι να κάνει ό,τι κάνουν όλα τα πλάσματα του είδους του: φοράει στολές και μασκαρεύεται, αλλά κυρίως τραβάει την προσοχή μακριά απ’ αυτό το άθλιο σαρκίο του. Προσποιείται ότι μας θέτει εμπόδια, για να ξεχαστούμε, ότι μπορεί να παρακολουθεί κάθε μας κίνηση, ότι μπορεί να ελέγξει τα πάντα, όντας φοβερό και τρομερό.
Κι όμως όλοι αυτοί οι υπάλληλοι και λειτουργοί του, τα γερασμένα του κύτταρα, τα άθλια αναμνηστικά του από παλιούς πολέμους, είναι το προπέτασμα καπνού. Βαλσαμωμένη δύναμη το συγκρατεί. Ένα σκιάχτρο, για να τρομάζει τα πουλιά της ελευθερίας είναι οι κυβερνήτες του, που φυλάει σάπιους καρπούς. Δεν αξίζει εμπιστοσύνης και σημασίας. Το κράτος είναι όπου λείπει η ζωή.
Κι από φθόνο, από ζήλια, από στερητικά σύνδρομα αγάπης, προσπαθεί να εκδικηθεί κάθε τι ζωντανό, κάθε τι δημιουργικό, που γεννιέται και πεθαίνει πριν σαπίσει, που αλλάζει μορφές και παίζει ακόμη με την κίνηση και τον χρόνο. Ό,τι του λείπει το κάνει νόμο, ό,τι προσπαθεί να κλέψει, το χαραμίζει ανταλλάσσοντάς το με χρήμα. Κι όμως, σαν βαρετός σύντροφος, προσπαθεί να αποσπάσει την προσοχή και για αιώνες το κατορθώνει μια χαρά. Τα μοναχικά ζευγάρια μάτια το φοβούνται, τρέμουν από αδυναμία, ενώ δεν κοιτούν παρά μονάχα ένα είδωλο.
Κι όμως, ό,τι χάνεται δεν μπορεί να ξανάρθει πίσω. Ό,τι αποσπάται δεν μπορεί να ξανακολληθεί. Πόσα σώματα, πόσες ψυχές, πόσα πνεύματα αιώνια δε θυσιάστηκαν, για να δείξουν στα μοναχικά ζευγάρια μάτια ότι δεν αξίζει να το υπολογίζεις, δεν είναι αυτό που στο τέλος θα αποτιμήσει τη ζωή σου. Κι είναι αργά όταν έρθει ο θάνατος, να θυμηθείς όσα δεν έζησες, ότι τελικά άλλα ζητούσες, άλλα ήσουν. Και το μυαλό που καθαρίζει μπροστά στο θάνατο σου λέει ότι δεν ήταν όλα αυτά που ήξερες μια νεανική επιπολαιότητα. Ήταν η ζωή κι η δίψα σου να είσαι ελεύθερος.