Ποιος αποφασίζει; Ο κυρίαρχος.
Και ποιος είναι ο κυρίαρχος; Αυτός που αποφασίζει.
Πότε αποφασίζει ο κυρίαρχος; Όταν υπάρχει κατάσταση ανάγκης.
Πότε υπάρχει μία κατάσταση ανάγκης; Όταν αποφασίσει ο κυρίαρχος.
Καρλ Σμιτ
δεν υπάρχει κράτος, ακόμα και το πιο δημοκρατικό,
που να μην έχει στο Σύνταγμά του κάποια χαραμάδα ή επιφύλαξη
που να παρέχει στην αστική τάξη το μέσο να ρίχνει
το στρατό ενάντια στους εργάτες, να κηρύχνει το στρατιωτικό νόμο κτλ.,
«εις περίπτωσιν διασαλεύσεως της τάξεως», δηλαδή στην παραμικρή
απόπειρα της εκμεταλλευόμενης τάξης ν’ αποτινάξει τη σκλαβιά της
και να προσπαθήσει να εξασφαλίσει μιαν ανθρώπινη ζωή’.
Λένιν
Στις 18 Φλεβάρη 2016 ο Γ. Μουζάλας έφερε στο προσκήνιο το «καθεστώς έκτακτης ανάγκης» προσομοιωμένο μεν στις ανάγκες άμεσης αντιμετώπισης της «προσφυγικής κρίσης» με όρους «πολιτικής προστασίας» ανοίγοντας, ωστόσο, τους ασκούς του Αιόλου γύρω από μια «κατάσταση πολιορκίας» που μπορεί και να νομιμοποιήσει μια ωμή κρατική επιθετικότητα «γαλλικού τύπου» στα ημέτερα. Εξάλλου ο ίδιος σε συνέντευξή του στην τηλεόραση του STAR στις 7 Σεπτεμβρίου 2015 είχε δεχτεί πως ανάμεσα στους πρόσφυγες και μετανάστες από την Ελλάδα περνάνε και τζιχαντιστές… Φυσικά, δεν είναι διόλου τυχαίο ότι παράλληλα με τον Γ. Μουζάλα και την ρητορεία περί καθεστώτος έκτακτης ανάγκης εμφανίστηκε στις 15 Φλεβάρη 2016 σε τηλεοπτική συνέντευξη ο αντιπρόεδρος της κυβερνοαριστεράς Γ. Δραγασάκης δηλώνοντας: «Πρέπει να είμαστε έτοιμοι για όλα! Πρέπει να προετοιμαστούμε ως κοινωνία να αντέξουμε ακόμα και αν… παρθούν αποφάσεις οι οποίες δεν είναι αυτές που πρέπει να είναι…» Το τί ακριβώς εννοεί ο αντιπρόεδρος μένει να το διερευνήσουμε αφού ο ίδιος φρόντισε να μην γίνει πιο συγκεκριμένος…
Ας μην ξεχνάμε καταρχήν ότι ο Α. Τσίπρας όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία διαμήνυσε προς πάσα κατεύθυνση ότι «το κράτος έχει συνέχεια». Επίσης, δήλωσε ότι θα υπάρξει αλλαγή στο ύφος της εξουσίας αφήνοντας πολλά ερωτηματικά ως προς την ουσία της διακυβέρνησής του και, παρεπόμενα, για τη μορφή της κρατικής εξουσίας. Πρόκειται για πολλά ερωτηματικά που απαντήθηκαν και απαντιούνται με τον χειρότερο τις περισσότερες φορές τρόπο από δεξιόστροφες μανούβρες και μπόλικο φτηνό αριστερό λαϊκισμό. Ας εστιάσουμε στο γεγονός ότι η κυρίαρχη αριστερή ερμηνεία για την προ της «πρώτης φοράς αριστερά» κρατική λογική συμπυκνώνεται σε άρθρο του Ν. Μαγδούτη στην «Αυγή» της 13 Νοεμβρίου 2011:» Η άποψή μου είναι ότι μόνο αν προσεγγίσουμε το ζήτημα με όρους νομικού θετικισμού, καθώς το Κοινοβούλιο συνεχίζει να λειτουργεί, μπορούμε να πούμε ότι δεν έχουμε στοιχεία κράτους έκτακτης ανάγκης. Υπάρχει κατάσταση εξαίρεσης, καθώς οι πολιτικά κυρίαρχοι, ενώ τηρούν την τυπική νομιμότητα της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, έχουν καταργήσει στην πράξη όλο το συνταγματοποιημένο κοινωνικό συμβόλαιο –τον συμβιβασμό, ουσιαστικά, μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας– στο όνομα του χρέους. Η κατάργηση, ενδυόμενη την περιβολή του πατριωτικού καθήκοντος, παρουσιάζεται πλέον απερίφραστα σαν «υπαρξιακό ζήτημα», που δεν επιδέχεται τη δημοκρατική έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Εν ολίγοις, είναι η γλώσσα της κατάστασης έκτακτης ανάγκης.»
Στο διαρκώς ισχύον ελληνικό Σύνταγμα προβλέπεται ο θεσμός της κήρυξης της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας στο άρθρο 48. «Η διάταξη αυτή αποσκοπεί στην προστασία του κράτους από εξωτερικούς και εσωτερικούς κινδύνους, που το απειλούν. Η προστασία αυτή επιτυγχάνεται με την αναστολή ορισμένων ατομικών δικαιωμάτων και με την εφαρμογή ενός αυστηρού διαδικαστικού πλαισίου.» Είναι ιστορικό δεδομένο ότι η επίκληση της κατάστασης πολιορκίας δεν εξαντλείται μόνο σε κάποια περιοριστικά αναφερόμενα γεγονότα, που κοινός τους παρονομαστής θα ήταν ένα πολεμικό γεγονός. Αντίθετα, οι έκτακτες περιστάσεις έχουν διεσταλμένη έννοια και αφορούν πλέον την «τρομοκρατία», τα ακραία φυσικά φαινόμενα λόγω των οικολογικών καταστροφών, τα ζητήματα υγείας και πανδημιών, καθώς και τις κρίσεις στην οικονομία των κρατών.
Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, τα αριστερά think tank προσπαθώντας να κατανοήσουν την κυρίαρχη πολιτική συγκρότηση του σύγχρονου καθεστώτος έκτακτης ανάγκης εμφάνισαν τον όρο «κοινοβουλευτικό κράτος έκτακτης ανάγκης» ως μεταβατική/ενδιάμεση μορφή ανάμεσα στο κλασσικό κ.ε.α. και την αστική δημοκρατία (Δημήτρης Μπελαντής, 2012). «Τα ζητήματα που τίθενται από αυτό το μεταβατικό καθεστώς:
– ζήτημα κοινωνικής ισορροπίας και κοινωνικού συμβολαίου: πριν από αυτό ο αστικός κοινοβουλευτισμός δεν ήταν μαζικά δημοκρατικός.
– λειτουργία των κοινωνικών συμβιβασμών στο συνταγματικό και κοινοβουλευτικό επίπεδο.
– ζήτημα ορίων της κρατικής καταστολής.
– ζήτημα της πλήρους στεγανότητας του αστικού κράτους προς τα λαϊκά συμφέροντα.
– ζήτημα πλήρους διάλυσης της προνοιακής αλλά και της όποιας οικονομικής παρεμβατικής δομής του αστικού κράτους.
– ζήτημα ανατροπής της ισορροπίας κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών.
– ζήτημα πλήρους αλλαγής της αστικής νομιμότητας ώστε να λειτουργεί διαρκώς στα όρια.
– ζήτημα σημαντικής όσμωσης με το φασιστικό ρεύμα»
Μπορεί να κρίνει κανείς ποιά από αυτά τα ζητήματα μένουν ανοιχτά και ποιά έχουν «χωνευτεί» από την «αλλαγή στο ύφος» της αριστερής κρατικής εξουσίας. Για την ακρίβεια, αυτά που όριζαν τον χαρακτήρα του κράτους έκτακτης ανάγκης, είτε αποδεχτούμε την μεταβατική του φυσιογνωμία είτε την παγιωμένη του μορφή σε μια πολιτική πλέον κανονικότητα, έχουν μείνει ανέπαφα.
Εκείνο που διακυβεύεται δεν είναι κι εδώ η ουσία, η οποία επιβεβαιώνει διαρκώς την κυβερνοαριστερή δήλωση ότι το κράτος έχει συνέχεια. Εκείνο που αλλάζει εντοπίζεται στην γλώσσα του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, όπως έχει διατυπωθεί στην εφημερίδα της κυβερνοαριστεράς εδώ και 5 χρόνια. Η μάχη δίνεται στο ύφος της εξουσίας. Έτσι, για παράδειγμα, αίροντας το καθεστώς της πολιτικής επιστράτευσης μπορεί να απελευθερώνονται προϋποτιθέμενες ταξικές δυναμικές που, από την άλλη, έχουν ήδη χάσει το νόημά τους τόσο από την γενικευμένη «φερέλπιδα» μοιρολατρία όσο και από την ωμή και αδιάλλακτη αστική εργασιακή πολιτική.
Στις μέρες μας υπάρχουν δύο κυρίαρχα μέτωπα όπου οργανώνεται η εφαρμογή ενός καθεστώτος έκτακτης ανάγκης με τον παλιό γνωστό κλασσικό τρόπο χωρίς όμως να χρησιμοποιείται η γλώσσα του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Το ένα μέτωπο είναι αυτό που αφορά στην προσφυγική κρίση και το άλλο στην υπόθεση εφαρμογής του μνημονίου. Ο Γ. Δραγασάκης δήλωσε ότι «πρέπει να είμαστε έτοιμοι για όλα«. Η επίκληση του «καθεστώτος πολιορκίας» από την κυβερνοαριστερά έχει σαφή προσανατολισμό. Ο Mathieu Rigouste γάλλος πρεκάριος, «ενεργός στους κοινωνικούς αγώνες και στο ευρύτερο επαναστατικό κίνημα» και συγγραφέας ήδη από το 2009 του βιβλίου: “Εσωτερικός εχθρός, η αποικιακή και στρατιωτική γενεαλογία του δόγματος ασφάλειας στην σύγχρονη Γαλλία” περιγράφει αυτά που θα «πρέπει να γίνουν χωρίς να μας αρέσουν»…: «Έχοντας ήδη αναπτύξει στρατιωτικές δυνάμεις στο σύνολο της μητροπολιτικής επικράτειας ύστερα από τις επιθέσεις του Ιανουαρίου 2015, αφού κήρυξε την κατάσταση έκτακτης ανάγκης για όλη την επικράτεια, η γαλλική κυβέρνηση ξεκίνησε να πειραματίζεται με μία νέα μορφή στρατιωτικοποίησης της καπιταλιστικής κοινωνίας. Επένδυσε σε 5.000 νέους αστυνομικούς και χωροφύλακες, αύξησε τον αριθμό όσων είναι σε επιφυλακή και έτοιμοι να κινητοποιηθούν από 27.000 σε 40.000 και ενέκρινε τον προϋπολογισμό για την ανάπτυξη και τη μόνιμη πλέον στρατοπέδευση 10.000 στρατιωτικών που παίρνουν μέρος στην επιχείρηση Sentinelle [ΣτΜ: φρουρός].»
Μπορεί ο Γ. Μουζάλας όταν αναφέρεται σε άμεση κήρυξη του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης να το χρησιμοποιεί ως επιχείρημα για να επισπευσθούν οι προσλήψεις στα hot spot και να ξεπεραστούν τα γραφειοκρατικά κωλύματα, ο Γ. Δραγασάκης, ωστόσο, είναι εμφανές ότι έχει άλλες «προσλήψεις» στο νου του: γαλλικού τύπου. Έτσι κι αλλιώς, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η στρατιωτικοποιημένη αντιμετώπιση της «προσφυγικής κρίσης» είναι ήδη δρομολογημένη και είναι ζήτημα χρόνου να περάσει στο ευρύ κοινωνικό πεδίο με πολύ προφανή προσχήματα νομιμοποίησης.
Όσον αφορά το μέτωπο της οικονομίας η Μ. Μαρκαντωνάτου στο κείμενό της «Το κράτος της δημοσιονομικής κρίσης και οι ρητορικές της έκτακτης ανάγκης» το 2012 στο περιοδικό «Θέσεις» έχει περιγράψει με σαφήνεια ότι: «στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης, το εξής συνονθύλευμα ρητορικών καθίσταται στον πολιτικό λόγο κυρίαρχο: η ερμηνεία της κρίσης ανάγεται στο μεταδομιστικό σχήμα παραγωγική οικονομία διάφορη της χρηματοπιστωτικής το κράτος είναι αδύναμο απέναντι στη νέα χρηματοπιστωτική οικονομία. Η προτεινόμενη θεραπεία(-σοκ) της κρίσης ανάγεται σε πιο κλασσικά σχήματα, στην εθνική θυσία και την απόσπαση πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης για την ανεμπόδιστη εφαρμογή των μέτρων το κράτος οφείλει να πειθαρχήσει την κοινωνία στους κανόνες του ανταγωνισμού στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομίας. Το υποβόσκον όραμα για το αναπτυξιακό μοντέλο χαρακτηρίζεται από μια κεϋνσιανή νοσταλγία σε συνδυασμό με ένα μείγμα νεοφιλελεύθερων μέτρων (από τη δημοσιονομική πειθαρχία με τους όρους των δανειστών, τις ιδιωτικοποιήσεις, τις επενδύσεις ξένων και μη με εξασφαλισμένες τις ευέλικτες συνθήκες εργασίας, τη διασφάλιση της ευρωστίας των τραπεζών, μέχρι την «πράσινη ανάπτυξη» και την κοινωνική οικονομία) το κράτος οφείλει να παρέμβει για να προασπίσει τη νέου τύπου ανάπτυξη«.
Όπως φαίνεται η ελληνική αριστερά έχει υπάρξει εξαιρετικά σαφής στην απόπειρά της να προσδιορίσει τα χαρακτηριστικά μιας κυρίαρχης εξουσίας όταν την έχει απέναντί της. Η ίδια απόπειρα όμως έρχεται τώρα να κρίνει τον εαυτό της όντας στον εξουσιαστικό θώκο.
Διαβάζουμε στις 21 Απρίλη του 2016 ότι ο ελιγμός της κυβέρνησης για να μπορέσει να περάσει από την βουλή το 4ο Μνημόνιο έχει και επίσημα όνομα: Ονομάζεται Μηχανισμός Δέσμευσης και μοιάζει με ένα νέο Δημοσιονομικό Συμβούλιο με τη δυνατότητα να αποφασίζει οριζόντια μέτρα που δεν χρειάζεται να περάσουν από τη Βουλή σε περίπτωση που δεν επιτυγχάνονται οι στόχοι του Μνημονίου. «Το συζητάμε» ανέφερε ο Υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος. Σε ερώτηση του ThePressProject: «Mπορείτε να αναλύσετε αυτό που είπατε ότι δεν μπορούν να νομοθετηθούν μέτρα έκτακτης ανάγκης;» ο υπουργός απάντησε: «Δεν συμβαίνει αυτό μόνο στην ελληνική νομοθεσία. Μίλησα και με τον κ. Σαπέν νωρίτερα και είπε ότι ισχύει και στη Γαλλία. Δεν μπορείς να νομοθετήσεις για κάτι το οποίο μπορεί να συμβεί, υποθετικά, στο μέλλον. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι είμαστε σε συζητήσεις με τους Ευρωπαίους εταίρους για να βρεθεί ο μηχανισμός δέσμευσης ώστε να βελτιωθεί η αξιοπιστία για τους Ευρωπαίους πιστωτές και τους διεθνείς επενδυτές και τους Έλληνες πολίτες. Βεβαίως υπάρχουν πολλές ιδέες για το πώς μπορεί να γίνει αυτό».
Θαυμάσια παιχνίδια με την γλώσσα. Η ουσία, ωστόσο, μένει ως έχει: ο μηχανισμός δέσμευσης μοιάζει με ένα νέο Δημοσιονομικό Συμβούλιο με τη δυνατότητα να αποφασίζει οριζόντια μέτρα που δεν χρειάζεται να περάσουν από τη Βουλή σε περίπτωση που δεν επιτυγχάνονται οι στόχοι του Μνημονίου. Ποιά είναι διαφορά από τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου λοιπόν που χαρακτήριζαν το «νεοφιλελεύθερο» καθεστώς έκτακτης ανάγκης;
Δεν μπορούμε παρά να μνημονεύσουμε για μια ακόμη φορά τον Τζ. Αγκαμπέν: «η διαρκής κρίση είναι ακόμη μια μορφή του ίδιου πράγματος. Δεν υπάρχουν ποτέ «ομαλές» καταστάσεις δεν είναι ότι υπάρχουν καταστάσεις εύτακτες στις οποίες ίσως κάποτε προκύψει μια οικονομική κρίση την οποία θα προσπαθήσουμε να αποφύγουμε. Η κρίση έχει γίνει τόσο εσωτερική στο μηχανισμό, ώστε είναι πάντα εδώ. Ακριβώς το ίδιο όπως και στην ασφάλεια. Το συμβάν, ο κίνδυνος, υπάρχει πάντα, είναι μέρος της μηχανής. Με βάση το κυβερνητικό παράδειγμα που ρυθμίζει σήμερα τις χώρες, τις κοινωνίες μας, πρέπει να πάψουμε να βλέπουμε την εξαίρεση, το συμβάν, τις ταραχές, την κρίση ως έκτακτες περιστάσεις• αντίθετα, αποτελούν τον εσώτερο πυρήνα, τον εσωτερικό μηχανισμό της μηχανής…Οι πόλοι παραμένουν δύο. Δεν πρέπει να πιστέψουμε, μπροστά στην κατάσταση εξαίρεσης για την οποία μιλήσαμε, ότι μπορούμε να γυρίσουμε πίσω, από την πλευρά του δικαίου, να πούμε δηλαδή «εντάξει, εδώ υπήρξε αυτή η ανωμαλία, αλλά τώρα θα αποκαταστήσουμε το νόμο, τον κανόνα, και θα λύσουμε τα προβλήματα». Αυτό νομίζω δεν είναι δυνατό. Ξεχνάμε ότι η μηχανή είναι διπλή και η μια πλευρά δεν υπάρχει χωρίς την άλλη. Δεν πιστεύω λοιπόν ότι μπορούμε να επιστρέψουμε από την κατάσταση εξαίρεσης στο κράτος δικαίου. Διότι το κράτος δικαίου ήδη προέβλεπε την εξαίρεση ως έσχατο πυρήνα. Αν δούμε τι συνέβη στην Γερμανία την δεκαετία του 30, όλα αυτά κατέστησαν δυνατά επειδή το δημοκρατικό σύνταγμα της Βαϊμάρης περιείχε ένα άρθρο, το άρθρο 48, που προέβλεπε ότι ο πρόεδρος του Ράιχ μπορούσε να αναστείλει ορισμένα άρθρα του συντάγματος σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Βλέπουμε καθαρά εδώ ότι ο μηχανισμός υπήρχε. Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε πίσω. Πρέπει να προσπαθήσουμε να δράσουμε στους δύο πόλους, να απενεργοποιήσουμε την μηχανή, και όχι να «παίξουμε» με τον ένα πόλο εναντίον του άλλου».
Εν κατακλείδι, λοιπόν σημασία έχει η αποδόμηση των κυρίαρχων νοημάτων, η απέκδυση του πραγματικού από την χυδαία σοσιαλδημοκρατική ρητορεία , η καταστροφή της «μηχανής» …