Πωλ Λαφάργκ* –
«Να τεμπελιάζουμε στο καθετί, εκτός από τον έρωτα και το πιοτό, εκτός από τηv τεμπελιά». – Λέσσινγκ
Ένας Έλληνας ποιητής της εποχής του Κικέρωνα ο Αντίπατρος, υμνούσε ως εξής την ανακάλυψη του νερόμυλου (για το άλεσμα των σιτηρών): θα χειραφετούσε τις σκλάβες γυναίκες και θα επανέφερε τη χρυσή εποχή: «Απαλλάξτε το χέρι που δίνει κίνηση στο μύλο, μυλωνούδες, και κοιμηθείτε ειρηνικά! Αφήστε τον πετεινό να σας ειδοποιεί ότι ξημέρωσε! Η Δηώ επέβαλε στις νύμφες ν ‘ αναλάβουν τα καθήκοντα των σκλάβων, και να τες που πηδάνε εύθυμα πάνω στον τροχό, και να που ο άξονας αρχίζει να περιστρέφεται μαζί με τις ακτίνες του, κάνοντας να γυρίζει η βαριά κυλιόμενη πέτρα. Ας ζήσουμε όπως ζούσαν οι πρόγονοί μας κι ας απολαύσουμε τα δώρα που η θεά προσφέρει, ράθυμοι και άεργοι»
Αλίμονο! Ο ελεύθερος χρόνος που ο ειδωλολάτρης ποιητής ανήγγειλε δεν ήρθε. Το τυφλό, διεστραμμένο και ανθρωποκτόνο πάθος της δουλειάς μεταβάλλει τη μηχανή από μέσο που απελευθερώνει σε εργαλείο που υποδουλώνει τους ελεύθερους ανθρώπους: η παραγωγικότητά της τους οδηγεί στη φτώχεια.
Μια καλή εργάτρια δεν γνέθει με το αδράχτι περισσότερο από πέντε θηλιές το λεπτό, τη στιγμή που ορισμένες περιστροφικές πλεκτομηχανές κάνουν τριάντα χιλιάδες θηλιές στον ίδιο χρόνο.
Κάθε λεπτό δουλειάς στη μηχανή αντιστοιχεί, λοιπόν, σε εκατό ώρες δουλειάς της εργάτριας· ή, ακόμα, κάθε λεπτό δουλειάς στη μηχανή παραχωρεί στην εργάτρια δέκα μέρες ξεκούρασης. Ό,τι ισχύει για την πλεκτοβιομηχανία ισχύει, πάνω – κάτω, και για όλες τις βιομηχανίες που έχουν ανανεωθεί από τη σύγχρονη μηχανολογία.
Αλλά τι βλέπουμε; Στο μέτρο που η μηχανή τελειοποιείται και αχρηστεύει την ανθρώπινη δουλειά με ολοένα μεγαλύτερη ταχύτητα και ακρίβεια, ο εργάτης, αντί να επεκτείνει αναλογικά το χρόνο της ξεκούρασής του, διπλασιάζει το ζήλο του, σαν να ήθελε να ανταγωνιστεί με τη μηχανή. Ω, παράλογε και δολοφονικέ ανταγωνισμέ!
Η θεοποίηση της εργασίας είναι το μέγιστο καπιταλιστικό δόγμα γιατί εξασφαλίζει υπέρογκα κέρδη και η επικαιρότητα του περιβόητου «δικαιώματος στην εργασία» είναι ο θρίαμβος της καπιταλιστικής προπαγάνδας, που μετατρέπει τον εξαναγκασμό όχι απλώς σε επιλογή, αλλά σε «δικαίωμα». Η υπερεργασία είναι βέβαιο ότι οδηγεί σε υπερπαραγωγή και η υπερπαραγωγή σε κρίση, δηλαδή σε πτώση μισθών και απολύσεις. Η ιστορία του καπιταλισμού το έχει αποδείξει επανειλημμένα κι ακόμα συνεχίζουμε να ζητάμε εργασία, αντί να απαιτούμε την μείωσή της. Η αγορά του δυτικού κόσμου έχει φρακάρει από απούλητα αγαθά και αυτό που διακυβεύεται είναι η σκληρότερη και φθηνότερη εργασία για την παραγωγή κι άλλων.
Μεταφρασμένο από αρκετούς εκδοτικούς οίκους στην Ελλάδα κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία. Πρόκειται ίσως για ένα από τα βασικότερα πολιτικά συγγράμματα που διαπραγματεύονται την ουσία του «ελεύθερου χρόνου» ως καθοριστικού ζητήματος ανάπτυξης της ανθρώπινης προσωπικότητας και καθοριστικά ανατρεπτικού στοιχείου για την ανάπτυξη του καπιταλιστικού μοντέλου διακυβέρνησης. Οι αγώνες για τη μείωση των ωρών της εργασίας δεν ευτύχησαν να έχουν αποτελέσματα ανάλογα της ανάπτυξης της μηχανικής που αντικατέστησε τη χειρωνακτική εργασία. Καθόλου τυχαίο, εξαιρετικά προβλέψιμο. «Η εργασία απελευθερώνει» έγραφε η επιγραφή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της ναζιστικής Γερμανίας.
- Ο Πωλ Λαφάργκ (1842-1911) υπήρξε από τις εξέχουσες μορφές του ευρωπαϊκού, και ειδικότερα του γαλλικού, εργατικού κινήματος. Η ενεργός συμμετοχή του άρχισε από πολύ νωρίς, όταν σπούδαζε ιατρική στο Παρίσι: προσχώρηση στην καθοδηγούμενη από τον Προυντόν Δημοκρατική Νεολαία, συνεργασία με αριστερές εφημερίδες. Το 1866-’67 είναι ήδη γραμματέας και τακτικός ανταποκριτής του Καρλ Μαρξ, και το 1868 νυμφεύεται τη δευτερότοκη κόρη του Λώρα. Μετά τη συντριβή της Κομμούνας το 1871, ο Λαφάργκ καταφεύγει στο εξωτερικό και συνεχίζει τη δράση του από εκεί. Επιστρέφει στη Γαλλία όταν εκδίδεται αμνηστία έπειτα από δέκα χρόνια, και το 1885 εκλέγεται βουλευτής στη Λίλη.
Ο Πωλ και η Λώρα Λαφάργκ έδωσαν οι ίδιοι τέρμα στη ζωή τους τη νύχτα της 26ης προς 27η Νοεμβρίου 1911, όντας ακόμα «υγιείς στο σώμα και στο πνεύμα».