Περιουσία αμύθητη. Πόθεν έσχες άδηλον. Εκτίμηση κατά προσέγγιση. Το άβατον σε όλο του το μεγαλείο. 10.000 Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (μητροπόλεις, ναοί, μονές, προσκυνήματα, ιδρύματα, κληροδοτήματα και άλλα). Ουδέποτε έχει εκτιμηθεί η περιουσία της από το κράτος, αλλά και ούτε από την ίδια, όπως, άλλωστε, φέρεται να δηλώνει. Κράτος μέσα στο κράτος ή κράτος εν κράττει;
Πρόχειροι υπολογισμοί, φέρουν την περιουσία του ΝΠΔΔ της Εκκλησίας της Ελλάδος να ανέρχεται σε τουλάχιστον δεκαπέντε δισεκατομμύρια (15.000.000.000) ευρώ. Στο ποσό αυτό προστίθεται και η ανυπολόγιστη περιουσία των περίπου δυόμισι χιλιάδων (2.500) μοναστηριών που δεν έχει εκτιμηθεί. Εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα γης, εκατοντάδες οικοδομικά τετράγωνα, μετοχές, αμοιβαία κεφάλαια και καταθέσεις αξίας εκατομμυρίων ευρώ αποτελούν την την εκκλησιαστική περιουσία. Ωστόσο, το «ιερό» θησαυροφυλάκιο είναι τόσο βαθύ που αρκεί μία και μόνο αναφορά. Πέντε μονές που προσέφυγαν στα ευρωπαϊκά δικαστήρια εναντίον του νόμου Τρίτση αποτιμούσαν τα περιουσιακά τους στοιχεία στο αστρονομικό ποσό των 8 τρισ. δρχ. (!!!). Και μάλιστα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τους επιδίκασε το ποσό των 3 τρισ. δρχ. Αναρωτιέται λοιπόν κανείς αν μόνο πέντε μονές έχουν στην κατοχή τους τέτοια περιουσία, ποια μπορεί να είναι η συνολική περιουσία της εκκλησίας…
Σύμφωνα με εκτιμήσεις αλλά και στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, η συνολική έκταση της εκκλησιαστικής περιουσίας φτάνει τα 1.300.000 στρέμματα. Απ΄ αυτά 732.000 είναι βοσκότοποι, 367.000 δασικές εκτάσεις και 189.000 γεωργικές. Και περίπου 400.000 στρέμματα χαρακτηρίζονται ως «διακατεχόμενα» αφού γι΄ αυτές τις εκτάσεις δεν υπάρχουν τίτλοι ιδιοκτησίας. Έχει, επίσης, σημειωθεί ότι η Εκκλησία της Ελλάδος διαθέτει παράλληλα και ολόκληρα νησιά και βραχονησίδες (!) σε νησιωτικά συμπλέγματα, όπως π.χ στις Σποράδες και στις Κυκλάδες. Η Εκκλησία της Ελλάδος φέρεται μεταξύ άλλων να διαθέτει περίπου οκτακόσια (800) κτήρια με γραφεία, καταστήματα, εμπορικά κέντρα, ξενοδοχεία, ακόμα και μισθωμένα βενζινάδικα.
«Ευλογημένα» έσοδα, μέχρι και 10 εκατ. ευρώ (3,4 δισ. δρχ.) ετησίως, εισπράττουν, κάθε χρόνο, φορείς της Εκκλησίας της Ελλάδος (μητροπόλεις, ναοί, ιδρύματα κ.ά.) από τα τυχερά παιχνίδια του ΟΠΑΠ (στοίχημα, λόττο, τζόκερ, ΠΡΟ-ΠΟ κ.λπ.) και από το Κρατικό Λαχείο.
Με άλλα λόγια, ο κρατικός τζόγος -άσχετα με το τι υποστηρίζουν οι ιεράρχες στα κηρύγματα τους περί τυχερών παιγνίων και άλλων ανθρωπίνων παθών- αποτελεί ακόμη μία «θεάρεστη» πηγή εσόδων για τα παγκάρια και για τα ταμεία της εκκλησία.Σε φορείς της εκκλησίας καταλήγει όμως και το 25% των καθαρών κερδών του Κρατικού Λαχείου, ποσό που αναλογεί σε 1,75 εκατ. ευρώ ετησίως.
Οι εκκλησιαστικές επενδύσεις περιλαμβάνουν φυσικά και την κατοχή μετοχών τραπεζών… Πρόκειται για μετοχές κυρίως της Εθνικής Τράπεζας, της Τράπεζας Πειραιώς και της Τράπεζας της Ελλάδος. Συγκεκριμένα, το 2007 η Εκκλησιαστική Κεντρική Οικονομική Υπηρεσία (ΕΚΥΟ) από τα δικά της κεφάλαια είχε 5.947.492 μετοχές της Εθνικής Τράπεζας. Το 2008 με την πτώση του Χρηματιστηρίου αύξησε τα κεφάλαιά της, αγόρασε 1.600.000 μετοχές και έφθασε το μερίδιό της στα 7.785.405 μετοχές. Ακόμη, στην Τράπεζα Πειραιώς διαθέτει 391.155 χιλιάδες μετοχές. Και 13.086 της Τράπεζας της Ελλάδος.
Πόθεν έσχες
Ένα ακόμη ερώτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί με σαφήνεια είναι πόθεν αποδεικνύεται ότι όλα αυτά ανήκουν πράγματι στην Εκκλησία, όταν οι ημερομηνίες κτήσης τους προηγούνται της ιδρύσεως του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Επειδή η Εκκλησία υπήρχε όταν το κράτος δεν υπήρχε ακόμη, η χώρα θεωρητικά ανήκε στην Εκκλησία. Ως εκ τούτου οι «Άγιοι Πατέρες» θεωρούν ότι από το 1830 ως σήμερα η Εκκλησία απώλεσε με εκβιασμούς, καταπατήσεις, παραχωρήσεις κτλ. το 96% της περιουσίας της!
Η Εκκλησία άρχιζε να κτίζει την τεράστια περιουσία της από την γέννηση του Βυζαντίου, κυρίως χάρις στην αριστοκρατική τάξη, που της δώριζε εκτάσεις. Αρχαιότερες ή νεότερες μονές γνώρισαν την απλόχερη γαλαντομία των βυζαντινών αυτοκρατόρων, ενώ άλλες πέτυχαν την έκδοση πατριαρχικών σιγιλίων και σουλτανικών φιρμανίων, επί των Οθωμανών, που τους παραχωρούσαν γη και ύδωρ. Σήμερα ορισμένες επαναφέρουν από το χρονοντούλαπο της ιστορίας ξεχασμένα βεράτια ή διατάγματα και διεκδικούν κολοσσιαίες εκτάσεις.
Ο πλατωνικός φιλόσοφος Πορφύριος (γεννημένος το 232 μ.Χ.) στο έργο του «Κατά Χριστιανών» αναφέρει περιπτώσεις πλουσίων γυναικών που εξαπατήθηκαν από τους χριστιανούς κατηχητές και τους παρέδωσαν τις περιουσίες τους. Γράφει:
… « Μα μόλις χθες –κι όχι στο μακρινό παρελθόν- γι’ άλλη μία φορά, αυτά ακριβώς απάγγειλαν σε κάποιες ευκατάστατες γυναίκες: “Πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε στους πτωχούς και θα κερδίσεις το θησαυρό του ουρανού”. Και τις έπεισαν να μοιράσουν όλη τους την περιουσία στους φτωχούς. Κι οι γυναίκες έπεσαν σε τέτοια φτώχεια που το ‘ριξαν στη ζητιανιά, και από ελεύθερες που ήταν, κατάντησαν να ζητάνε πίσω τα χαμένα με τρόπο αισχρό και όψη ελεεινή, ώσπου τέλος αναγκάστηκαν να βγουν στη γύρα και να χτυπούν τις πόρτες των πλουσίων. Η έσχατη ατίμωση και το χειρότερο πάθημα: Στο όνομα της ευσέβειας, να ξεπέσεις και να χάσεις το βίος σου και μετά, επειδή σε σφίγγει η ανάγκη, να λαχταράς τα ξένα αγαθά ».
Οι ρασοφόροι του 4ου αιώνα μ.Χ. στα πλαίσια και της επιβολής τού Χριστιανισμού, στρέφονταν με αρπακτική διάθεση στις περιουσίες των αλλόθρησκων και κυρίως κατά των Ελλήνων ελευθέρων αγροτών-μικροκαλλιεργητών, χρησιμοποιώντας ακόμη και δόλιους τρόπους. Σύμφωνα με τον ρήτορα Λιβάνιο, επικαλούμενοι τους νόμους του χριστιανού Ρωμαίου αυτοκράτορα Θεοδοσίου που απαγόρευαν στους Έλληνες να τελούν θυσίες στους πατροπαράδοτους θεούς τους, με ποινή κατάσχεσης της κινητής και ακίνητης περιουσίας των παραβατών, οι ρασοφόροι σκαρφίζονταν το εξής: Καιροφυλακτούσαν και αν εντόπιζαν τίποτα χωρικούς να γιορτάζουν στην ύπαιθρο, ή δημόσια, και να ψήνουν κρέας στη σούβλα ή στα κάρβουνα, ευθύς αμέσως τους κατηγορούσαν ότι είχαν τελέσει παράνομη θυσία στους ελληνικούς θεούς. Αυτεπαγγέλτως ενεργοποιούνταν ο νόμος περί κατάσχεσης περιουσίας και οι καταδότες, οι ρασοφόροι δηλαδή, γίνονταν οι νέοι ιδιοκτήτες της γης, μετατρέποντας τους δυστυχείς χωρικούς ή σε δουλοπάροικους ή τους εξόριζαν μακριά από τη γενέθλια γη τους.
Ο Λιβάνιος τα καταγγέλλει αυτά στην επιστολή του με τίτλο «Υπέρ των ιερών» με αποδέκτη τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο, στην οποία ικετεύει τον βασιλιά να αποδώσει δικαιοσύνη και να περιορίσει τις ασυδοσίες των χριστιανών εις βάρος των Ελλήνων. Στο ακόλουθο απόσπασμα, αναφέρει στον Θεοδόσιο ότι οι ρασοφόροι έκλεβαν τις εκτάσεις των Ελλήνων γεωργών, και ότι οι τελευταίοι ετοιμάζονταν να αντισταθούν για να προστατέψουν τη γη τους:
… « Γιατί μας καταδιώκουν αυτοί οι άνθρωποι; Με ποιο δικαίωμα κάνουν επιδρομές; Πως απλώνουν οργισμένοι το χέρι πάνω σε ξένα κτήματα; Πως μπορούν να καταστρέφουν και ν’ αρπάζουν, και σ’ όλα αυτά να προσθέτουμε την ύβρη με το να καμαρώνουν γι’ αυτές τους τις πράξεις; Βασιλιά, αν εσύ επαινείς και διατάζεις τέτοιες πράξεις, εμείς θα τις ανεχτούμε, όχι χωρίς λύπη, αλλά θα δείξουμε πως ξέρουμε να υπακούμε. Αν όμως οι άνθρωποι αυτοί, χωρίς δική σου άδεια, στραφούν ενάντια σε ό,τι έχει γλιτώσει μέχρι τώρα ή σε ό,τι βιαστικά αποκαταστάθηκε, να ξέρεις πως οι κτηματίες θα υπερασπιστούν και τους εαυτούς τους και τον νόμο. […] Και δεν τους φτάνει αυτό, αλλά σφετερίζονται και ξένα κτήματα, λέγοντας ότι η γη του τάδε γεωργού είναι περιουσία του ναού, και πολλοί έχουν χάσει έτσι πατρικές περιουσίες, επειδή προβάλλονται ψεύτικοι τίτλοι. Από τα δεινά των άλλων καλοπερνούν αυτοί, που ισχυρίζονται ότι κάνοντας νηστείες λατρεύουν το θεό τους. Κι αν κάποιοι από τα θύματά τους πάνε στην πόλη και βρουν τον «ποιμένα» και κλαίγοντας του διηγηθούν τα όσα έπαθαν, ο «ποιμένας» αυτός επαινεί τους κακοποιούς και ξαποστέλνει τους παθόντες λέγοντάς τους πως είναι κερδισμένοι από πάνω, που δεν έπαθαν και χειρότερα ».
Με αυτές, λοιπόν, τις δόλιες μεθόδους η εκκλησιαστική περιουσία αυξήθηκε πολύ κατά τα χρόνια του Θεοδοσίου, ενώ πολλοί Έλληνες χωρικοί, υπό την απειλή να χάσουν τα κτήματά τους και να πεθάνουν από βέβαιη πείνα, αναγκάστηκαν να προσχωρήσουν στον Χριστιανισμό.
Σε αυτή την ιστορία υπάρχουν και σκοτεινές πλευρές. Σε αντίθεση με την κυρίαρχη άποψη, αρκετοί βυζαντινοί αυτοκράτορες ουδόλως σεβάστηκαν την περιουσία των μονών. Αντίθετα, χρησιμοποίησαν την Εκκλησία και τον μοναχισμό κατά το δοκούν, άλλοτε υφαρπάζοντας τις περιουσίες τους, όταν το δημόσιο ταμείο ήταν μείον, και άλλοτε ευνοώντας συγκεκριμένες μονές, προκειμένου να εξασφαλίσουν υποστήριξη και επιρροή. Στο Βυζάντιο το πολιτικό συμφέρον ήταν υπέρ πάντων και αξίζει να σημειωθεί ότι, στις όποιες παραχωρήσεις, η υψηλή κυριότητα παρέμενε στα αυτοκρατορικά χέρια.
Μια εικόνα για την, με κάθε τρόπο, οικονομική γιγάντωση της Εκκλησίας, παίρνουμε από ένα κριτικό κείμενο του Νικηφόρου Β΄ Φωκά (963-969), σχετικώς με την έγγεια ιδιοκτησία της εκκλησίας:
« Σε ποιόν τάχα από τους πατέρες της εκκλησίας υπακούν ή από πού βρήκαν αφορμή για να φτάσουν σε τέτοια για αυτούς περιττά πράγματα και μάταιες επιθυμίες, ώστε να κατέχουν άπειρα πλέθρα γης, όμορφα οικοδομήματα, αγέλες ίππων και βοδιών και καμήλων, αναρίθμητα άλλα ζώα, λογιάζοντας πάντοτε πώς να αποκτήσουν κι άλλα, και στρέφοντας την ψυχή τους γύρω από τέτοια ζητήματα, έτσι ώστε ο μοναχικός τους βίος να μη διαφέρει διόλου από τον κοσμικό, τον γεμάτο από τις υλικές φροντίδες, ενώ αντίθετα τα θεία λόγια καταφέρονται εναντίον των τάσεων αυτών και παροτρύνουν να απαλλαγούμε από τέτοιες φροντίδες ».
Και καταλήγει:
« Εντολή Χριστού δεν είναι να αποκτούμε υλικά αγαθά αλλά αντίθετα, να τα αποδιωχνούμε. Κι αν είναι δικός του λόγος, το “πουλάτε τα υπάρχοντά σας και δίνετε στους φτωχούς”, είναι φανερό ότι η κτήση τόσων αγαθών δεν ανταποκρίνεται σε τρόπο ζωής γεμάτο αρετή, αλλά προσιδιάζει σ’ έναν υλιστικό τρόπο ζωής, που, αλίμονο, ξεμάκρυνε από τα πνευματικά. »
Συνέπεια των πεποιθήσεών του αυτών, είναι ότι απαγορεύει την ίδρυση νέων μοναστηριών καθώς και την παραχώρηση γης σε μονές, ευαγείς οίκους και επισκοπές ή μητροπόλεις.
Αργότερα, ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος (976-1025), απαγόρευσε στους μητροπολίτες να καταπατούν την αγροτική γη, να ιδιοποιούνται τα μικρά μοναστήρια των χωριών και τα εισοδήματά τους και τα πανηγύρια τα έθεσε υπό κρατικό έλεγχο, ώστε να εισπράττει τα χρήματα το Κράτος και όχι η Εκκλησία.
Ένα μεγάλο μέρος όμως αυτής της περιουσίας, ίσως το μέγιστο, προέρχεται από δωρεές που έγιναν προς την Εκκλησία κατά την Τουρκοκρατία, για να μην πάρουν τα κτήματα οι κατακτητές. Οι Τούρκοι δε σέβονταν την περιουσία των Ελλήνων αλλά σέβονταν την περιουσία της Εκκλησίας. Έτσι η Εκκλησία εμφανίζεται ως θεματοφύλακας περιουσιών που της δόθηκαν από κατατρεγμένους Έλληνες για να τις φυλάξει και να τις διασώσει. Έτσι πολλοί κατάφεραν να προστατέψουν τις περιουσίες τους, αν και αιώνες αργότερα εκ των πραγμάτων οι μονές τις καρπώθηκαν. Ένα σκοτεινό σημείο παραμένει η αξιοπιστία των χρυσόβουλων που επικαλούνται πολλές μονές στα δικαστήρια. Αυτό που πολλοί ιστορικοί και αρχειονόμοι αναφέρουν είναι ότι, λόγω της τακτικότατης ενασχόλησης των καλόγερων με την αντιγραφή βιβλίων, πολλοί φρόντισαν να παραχαράξουν αντίγραφα αυτοκρατορικών αποφάσεων. Ένας άλλος παράγοντας που διογκώνει τη μοναστηριακή περιουσία είναι ο κανόνας που θέλει τους μοναχούς να είναι ακτήμονες, κάτι που σημαίνει ότι χαρίζουν την περιουσία τους στη μονή όπου ζουν, ενώ δεν πρέπει να λησμονούμε τις εκατοντάδες δωρεές ανά την επικράτεια.
Mε την αποχώρηση των Τούρκων από τα ελληνικά εδάφη, η Εκκλησία βρέθηκε να κατέχει μεγάλες εκτάσεις γης. Ήταν -και είναι- ο μεγαλύτερος γαιοκτήμονας, που με φεουδαρχικό τρόπο εκμεταλλευόταν τους φτωχούς αγροτικούς πληθυσμούς. Κάτω από το πρίσμα αυτό, το κράτος αναγκάστηκε με τις διάφορες αγροτικές μεταρρυθμίσεις να προχωρήσει στην απαλλοτρίωση και εκκλησιαστικών γαιών. Για τις εκκλησιαστικές εκτάσεις που παραχωρήθηκαν κατά καιρούς δόθηκε σαν αντάλλαγμα στην εκκλησία, χρηματική ή άλλου είδους αποζημίωση.
Βεβαίως, πέραν αυτών, μέρος της περιουσίας της Εκκλησίας, οφείλεται και στο επιχειρηματικό δαιμόνιο που ανθεί στους κόλπους της. Έτσι εκτός της οικονομικής εκμετάλλευσης, των περιουσιακών της στοιχείων (ενοίκια, αγοραπωλησίες, επενδύσεις κτλ.), σε πολλές περιπτώσεις γίνεται μια άνευ προηγουμένου μετατροπή της ίδιας της πίστης του ποιμνίου σε εμπορεύσιμο προϊόν.
Σύντομο URL: http://wp.me/pyR3u-3uF