‘Γι’ αυτό και το βασικό πρόβλημα της πολι τικής φιλοσοφίας παραμένει πάντα εκείνο που κατάφερε να θέσει ο Σπινόζα (και ο Ράιχ ανακάλυψε εκ νέου): «Γιατί οι άνθρωποι αγωνίζονται για τη σκλαβιά τους, σαν να επρόκειτο για τη σωτηρία τους;» Πώς φτάνει κανείς στο σημείο να φωνάζει: ακόμη περισσότερους φόρους! λιγότερο ψωμί! Όπως λέει ο Ράιχ, το εκπληκτικό δεν είναι ότι κάποιοι κλέβουν, ότι κάποιοι άλλοι κάνουν απεργία, αλλά μάλλον ότι οι πεινασμένοι δεν κλέβουν πάντα και ότι τα θύματα της εκμετάλλευσης δεν κάνουν πάντα απεργία:γιατί άραγε οι άνθρωποι ανέχονται εδώ και αιώνες την εκμετάλλευση, την ταπείνωση, τη σκλαβιά, μέχρις σημείου να τις θέλουν όχι μόνο για τους άλλους, αλλά και για τον εαυτό τους; Ο Ράιχ δεν είναι πουθενά τόσο μεγάλος στοχαστής όσο εκεί που αρνείται να εξηγήσει τον φασισμό λέγοντας ότι οι μάζες τον δέχονται λόγω εσφαλμένης κρίσης ή αυταπάτης, και επιζητά να τον εξηγήσει βάσει επιθυμίας, υπό όρους επιθυμίας: όχι, οι μάζες δεν πλανήθηκαν, επιθύμησαν τον φασισμό σε μια δεδομένη στιγμή, σε δεδομένες περιστάσεις, ενώ τούτο ακριβώς χρήζει εξηγή- σεως, η διαστροφή της αγελαίας επιθυμίας. Ωστόσο, ο Ράιχ αδυνατεί να δώσει μια επαρκή απάντηση, διότι, με τη σειρά του, αποκαθιστά ό,τι είχε ξηλώσει διακρίνοντας την ορθολογικότητα όπως υπάρχει ή θα έπρεπε να υπάρχει εντός της διαδικασίας της κοινωνικής παραγωγής από το ανορθολογικό μέσα στην επιθυμία, που μόνο αυτό εμπίπτει στην ψυχαναλυτική δικαιοδοσία. Αναγνωρίζει, λοιπόν, ο Ράιχ στην ψυχανάλυση μόνο την ικανότητα να εξηγεί το «αρνητικό», το «υποκειμενικό», και τις «αναστολές» εντός του κοινωνικού πεδίου. Επιστρέφει, έτσι, αναπόφευκτα σε έναν δυϊσμό μεταξύ του πραγματικού, ορθολογικά παραχθέντος, αντικειμένου και της ανορθολογικής φαντασιωτικής παραγωγής. Δεν κάνει την προσπάθεια να ανακαλύψει το κοινό μέτρο ή τον κοινό χώρο του κοινωνικού πεδίου και της επιθυμίας. [σ. 41 – Αποσπάσματα από το Αντι-Οιδίπους, Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια, εκδ. Πλέθρον. – ]
σ. 124
Δεν πρόκειται για ζήτημα ιδεολογίας. Υπάρχει μια ασυνείδητη λιβιδινική επένδυση του κοινωνικού πεδίου, η οποία συνυπάρχει αλλά δεν συμπίπτει αναγκαστικά με τις προσυνειδητές επενδύσεις, ή με ό,τι οι προσυνειδητές επενδύσεις «θα έπρεπε να είναι». Γι’ αυτό, όταν τα υποκείμενα, άτομα ή ομάδες, στρέφονται ξεκάθαρα κατά των ταξικών συμφερόντων τους, όταν προσχωρούν στα ταξικά συμφέροντα και ιδεώδη που η δική τους αντικειμενική κατάσταση θα έπρεπε να τους οδηγήσει να τα καταπολεμήσουν, δεν αρκεί να πούμε: εξαπατήθηκαν, οι μάζες εξαπατήθηκαν. Δεν είναι πρόβλημα ιδεολογικό, παραγνώρισης και ψευδαίσθησης, είναι πρόβλημα επιθυμίας, και η επιθυμία αποτελεί μέρος της υποδομής. Οι προσυνειδητές επενδύσεις γίνονται, ή θα έπρεπε να γίνονται, σύμφωνα με τα συμφέροντα των συγκρουόμενων τάξεων. Αλλά οι ασυνείδητες επενδύσεις γίνονται σύμφωνα με τοποθετήσεις της επιθυμίας και με χρήσεις της σύνθεσης πολύ διαφορετικές από τα συμφέροντα του επιθυμούντος, ατομικού ή συλλογικού, υποκειμένου. Μπορούν να εξασφαλίσουν τη γενική υποτέλεια σε μια κυρίαρχη τάξη, προκαλώντας τομές και διαχωρισμούς σε ένα κοινωνικό πεδίο, καθόσον αυτό έχει ακριβώς επενδυθεί από την επιθυμία, και όχι πλέον από τα συμφέροντα. Μια μορφή κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής, με τους οικονομικούς και χρηματοπιστωτικούς μηχανισμούς της, τους πολιτικούς σχηματισμούς της κ.λπ. μπορεί να είναι επιθυμητή καθαυτήν, ακέραιη ή μέρος της, ανεξάρτητα από το συμφέρον του επιθυμούντος υποκειμένου. Δεν είναι μεταφορά, ούτε καν πατρική μεταφορά, όταν ακούμε να λέγεται ότι ο Χίτλερ προκαλούσε στους φασίστες στύση. Και ούτε μιλάμε μεταφορικά όταν λέμε πως μια τραπεζική ή χρηματιστηριακή πράξη, ένα χρεώγραφο, ένα τοκομερίδιο, μια πίστωση προκαλεί στύση σε ανθρώπους που δεν είναι μόνο τραπεζίτες. Και το χρήμα που μπουμπουκιάζει, το χρήμα που γεννά χρήμα; Υπάρχουν οικονομικο-κοινωνικά «συμπλέγματα» που είναι και πραγματικά συμπλέγματα του ασυνειδήτου και μεταδίδουν μια ηδονή από το ανώτερο στο κατώτερο τμήμα της ιεραρχίας τους (το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα). Και η ιδεολογία, ο Οιδίπους, ο φαλλός δεν έχουν καμιά θέση εδώ διότι εξαρτώνται από τα εν λόγω συμπλέγματα, αντί να είναι η συστατική τους αρχή. Διότι πρόκειται για ροές, για αποθέματα, για διακοπές και για διακυμάνσεις ροής- η επιθυμία βρίσκεται παντού όπου κάτι ρέει και κυλά, παρασύροντας υποκείμενα υποκινούμενα από συμφέρον, αλλά και μεθυσμένα ή αποκοιμισμένα υποκείμενα, προς θανάσιμες εκβολές.
***
Σκοπός, λοιπόν, της σχιζοανάλυσης: να αναλύσει την ειδική φύση των λιβιδινικών επενδύσεων του οικονομικού και του πολιτικού πεδίου και να δείξει, έτσι, με ποιον τρόπο είναι δυνατόν η επιθυμία να επιθυμεί την ίδια την καταστολή της εντός του επιθυμούντος υποκειμένου (εξ ου ο ρόλος της ενόρμησης θανάτου στη διασύνδεση επιθυμίας και κοινωνικού). Όλα αυτά δεν συμβαίνουν στο επίπεδο της ιδεολογίας αλλά πολύ χαμηλότερα: μια ασυνείδητη επένδυση φασιστικού ή αντιδραστικού τύπου μπορεί κάλλιστα να συνυπάρχει με μια συνειδητή επαναστατική επένδυση. Αντίστροφα, ενδέχεται (σπάνια) μια επαναστατική επένδυση στο επίπεδο της επιθυμίας να συνυπάρχει με μιαν αντιδραστική επένδυση σύμφωνη με ένα συνειδητό συμφέρον.
***
Η επαναστατική ασυνείδητη επένδυση είναι τέτοια ώστε η επιθυμία, και πάλι με τον δικό της τρόπο, συναντά το συμφέρον των κυριαρχούμενων, υπό εκμετάλλευση τάξεων και προκαλεί ροές ικανές να διαρρήξουν όλους τους διαχωρισμούς και ταυτόχρονα τις οιδιπόδειες εφαρμογές τους, ικανές να προκαλέσουν παραίσθηση της ιστορίας, παραλήρημα των φυλών και να πυρπολήσουν τις ηπείρους.
σ. 137
Ο πραγματικός κίνδυνος είναι αλλού: η επιθυμία είναι απωθημένη επειδή κάθε θέση επιθυμίας, όσο μικρή κι αν είναι, μπορεί να θέσει εν αμφιβάλω την καθεστηκυία τάξη μιας κοινωνίας. Όχι ότι η επιθυμία είναι α-κοινωνική, κάθε άλλο. Είναι όμως ανατρεπτική- αδύνατον να στηθεί μια οποιαδήποτε επιθυμητική μηχανή χωρίς να μπορεί να τινάξει στον αέρα ολόκληρους κοινωνικούς τομείς. Ό,τι κι αν σκέφτονται σχετικά κάποιοι επαναστάτες, η επιθυμία είναι στην ουσία της επαναστατική – η επιθυμία, όχι η γιορτή! -, ενώ καμιά κοινωνία δεν μπορεί να ανεχθεί μια γνήσια στάση επιθυμίας χωρίς να κινδυνεύσουν οι δομές της εκμετάλλευσης, της υποτέλειας και της ιεραρχίας που τη διακρίνουν. Αν μια κοινωνία έχει συγχωνευτεί με τις δομές αυτές (αστεία υπόθεση), τότε, ναι, η επιθυμία την απειλεί σοβαρά. Είναι, λοιπόν, ζωτική ανάγκη για μια κοινωνία να καταστέλλει την επιθυμία, να βρει μάλιστα κάτι καλύτερο από την καταστολή, ώστε η καταπίεση, η ιεραρχία, η εκμετάλλευση, η υποτέλεια να γίνονται οι ίδιες επιθυμητές. Είναι βαρετό να πρέπει να λες πράγματα τόσο στοιχειώδη: η επιθυμία δεν απειλεί μια κοινωνία επειδή κάποιος επιθυμεί να κοιμηθεί με τη μητέρα του, αλλά επειδή είναι επαναστατική. Κι αυτό σημαίνει όχι ότι η επιθυμία διαφέρει από τη σεξουαλικότητα, αλλά ότι η σεξουαλικότητα και ο έρωτας δεν ζουν μέσα στην κρεβατοκάμαρα του Οιδίποδα, ονειρεύονται μάλλον μια ευρύχωρη κατάσταση και προκαλούν παράξενες ροές, που δεν αποθηκεύονται σε μια καθεστηκυία τάξη. Η επιθυμία δεν «θέλει» την επανάσταση, είναι από μόνη της, και τρόπον τινά άθελά της, επαναστατική, καθώς θέλει αυτό που θέλει. Από την αρχή της παρούσας μελέτης υποστηρίζουμε ότι η κοινωνική παραγωγή και η επιθυμητική παραγωγή είναι ένα και το αυτό, αλλά ότι, ταυτόχρονα, διαφέρουν στον τρόπο λειτουργίας τους, τόσο που ένα κοινωνικό σύστημα παραγωγής ασκεί μια ουσιαστική καταστολή επί της επιθυμητικής παραγωγής, και τόσο που η επιθυμητική παραγωγή (μια «αληθινή» επιθυμία) έχει, δυνητικά, κάτι που μπορεί να ανατινάξει το κοινωνικό σύστημα.
***
σ. 139
Η δύναμη του Ράιχ είναι ότι έδειξε πως η απώθηση εξαρτάται από την καταστολή. Κάτι που δεν προϋποθέτει κάποια σύγχυση μεταξύ των δύο εννοιών, εφόσον η καταστολή χρειάζεται ακριβώς την απώθηση για να διαπλάσει υπάκουα υποκείμενα και να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή του κοινωνικού μορφώματος, ακόμη και εντός των κατασταλτικών δομών του. Αλλά όχι μόνο δεν πρέπει να εννοήσουμε την κοινωνική καταστολή βάσει μιας οικογενειακής απώθησης συναφούς με τον πολιτισμό, αλλά θα πρέπει να εννοήσουμε τούτη την τελευταία δυνάμει μιας καταστολής εγγενούς σε μια ορισμένη μορφή κοινωνικής παραγωγής. Η καταστολή στρέφεται προς την επιθυμία, και όχι μόνο προς τις ανάγκες ή τα συμφέροντα, μόνο διαμέσου της σεξουαλικής απώθησης.
Ήταν ο πρώτος που προσπάθησε να θέσει σε ταυτόχρονη κίνηση την αναλυτική μηχανή και την επαναστατική μηχανή.