Ετυμολογία: απατεώνας < αρχαία ελληνική ἀπατεών < ἀπατάω (: εξαπατώ, απατώ) απατεώνας (αρσενικό) – το πρόσωπο που ξεγελάει κι εξαπατά συστηματικά τους άλλους με το να εκμεταλλεύεται την εμπιστοσύνη, την καλή διάθεση που δείχνουν ή την αφέλειά τους. – συνώνυμα: αθετώ | παραβαίνω |παραβιάζω | προδίδω
Διαβάστε περισσότεραΟ ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται …
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ – Γενάρης 2015 … «Τούτος ο λαός, αφέντη μου, δεν ξέρει πολλά λόγια, | σωπαίνει, ακούει, κι όσα του λες τα δένει κομπολόγια. Και κάποιο βράδυ – πες σαν χτες – υψώνει το κεφάλι | κι αστράφτουνε τα μάτια του κι αστράφτει ο νους του πάλι. Κι όπως περνάν κι …
Διαβάστε περισσότερα