Κάποτε οι ακρίτες ήταν οι φύλακες των συνόρων της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στην Αμερική, ιδίως το 19ο αιώνα, τα σύνορα (frontier) ταυτίστηκαν με την επέκταση προς τα δυτικά και οι άνθρωποι των συνόρων ήταν οι τολμηροί, οι πρωτοπόροι, οι πρωτομάστορες μιας νέας αυτοκρατορίας.
Η επικαιρότητα ενός μυθιστορήματος του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ
Σήμερα οι άνθρωποι των συνόρων είναι αυτοί που περιμένουν: το δουλεμπορικό σκάφος ή το φονικό φορτηγό-ψυγείο, το τρένο. Που ξεροσταλιάζουν κοιτάζοντας την απέναντι ακτή. Που τους ραντίζουν με χημικά, που τους ποτίζουν δακρυγόνα, που αντικρίζουν κάννες πολυβόλων. Που μπροστά τους ορθώνονται φράχτες με αγκαθωτό συρματόπλεγμα και ύπουλα ποτάμια. Και όλα αυτά στο ευρωπαϊκό έδαφος. Που η μια χώρα τούς κάνει μπαλάκι και τους στέλνει στη γειτονική της. Που μπαινοβγαίνουν ή τους μπαινοβγάζουν από χώρα σε χώρα.
«Τα σύνορα είναι ο τόπος μας», λέει ένας Γερμανός πολιτικός εξόριστος στο μυθιστόρημα του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ «Οι εξόριστοι». Το ίδιο θα μπορούσαν να πουν σήμερα εκατομμύρια άνθρωποι που περνούν θαλάσσια και χερσαία σύνορα, έχοντας εγκαταλείψει την πατρίδα τους, το σπίτι τους που έγινε το «στόμα του καρχαρία».
Το μυθιστόρημα αυτό, που εκδόθηκε το 1939, περιγράφει τις περιπέτειες των ανθρώπων χωρίς πατρίδα και διαβατήριο, που απελάθηκαν από τη χιτλερική Γερμανία αλλά βρίσκονται καθηλωμένοι σε γειτονικές χώρες (στην Τσεχοσλοβακία, στην Αυστρία πριν το Άνσλους, στην Ελβετία), ζώντας σε κατάσταση παρανομίας ή ημιπαρανομίας και λαχταρώντας να φτάσουν στο Παρίσι και από κει, αν είναι τυχεροί και αν έχουν χρήματα, στην Αμερική ή το Μεξικό. Είναι Εβραίοι αλλά και διαμαρτυρόμενοι που είχαν την ατυχία να έχουν μητέρα ή γιαγιά Εβραία. Κάποιοι απ’ αυτούς πέρασαν από στρατόπεδο συγκέντρωσης, κάποιοι όχι. Όμως όλοι έχουν πει αντίο στην παλιά τους ζωή, στα αγαπημένα τους πρόσωπα. Τώρα είναι οι άνθρωποι-σκιές, οι άνθρωποι-φαντάσματα, αυτοί που δεν υπάρχουν, οι πλεονάζοντες.
Η ζωή ή μάλλον η επιβίωση του πρόσφυγα απαιτεί νέες δεξιότητες: ένα από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνει ο κεντρικός χαρακτήρας, ο εικοσάχρονος Κερν, είναι πώς να δίνει γροθιές – στην κυριολεξία, όχι μεταφορικά. Οι παλιοί μεταδίδουν την πείρα τους στους καινούργιους. Καθώς κανείς τους δεν έχει άδεια εργασίας και οι περισσότεροι επιζούν χάρη στο μικροεμπόριο, ένα πρώτο μάθημα είναι ότι δεν πρέπει να κρατούν το εμπόρευμά τους σε τσάντα, βαλίτσα ή κουτί: πρέπει να το κρύβουν στις τσέπες του παλτού τους ώστε να μην προδίδονται. Και το παλτό πρέπει να είναι «εμφανίσιμο», να κρύβει το κουρελιασμένο κουστούμι. Τα προς πώληση προϊόντα πρέπει να έχουν μικρό όγκο μολύβια, κορδόνια παπουτσιών, παραμάνες, σαπούνια, κολόνιες, τσατσάρες, κουμπιά. Και να τα πουλούν πόρτα-πόρτα σε φτωχούς, όπως έκανε και ο ανάπηρος βετεράνος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου στο θρυλικό Αλεξάντερπλατς του Ντέμπλιν.
Οι εξόριστοι ξέρουν καλά τις φυλακές της «φιλικής» Ελβετίας (στη Ζυρίχη, τη Βασιλεία, το Λοκάρνο) και, όταν πιάνει το βαρύ κρύο, κάποιοι επιδιώκουν να τους συλλάβουν (π.χ., πετάνε πέτρες σε μια βιτρίνα) ώστε να εξασφαλίσουν στέγη και τροφή για λίγες μέρες. Όμως τρέμουν μήπως πέσουν πάνω σε κάποιον «ανθρωπιστή δικαστή» που θα τους αφήσει ελεύθερους.
Έχουν γίνει ξεφτέρια στη διάβαση των συνόρων. Και όταν φτάνουν, π.χ., στην Ελβετία, αποφεύγουν να παρουσιαστούν στο πρώτο αστυνομικό τμήμα όπως ορίζει ο νόμος, γιατί τότε θα τους ξαναγύριζαν πίσω στην Αυστρία όπου την επόμενη κιόλας μέρα θα τους ξανάστελναν από εκεί όπου έχονταν. «Έτσι τελικά θα αργοπέθαινα από πείνα πηγαίνοντας από τον ένα συνοριακό σταθμό στον άλλον ή θα περνούσα τη ζωή μου με αδιάκοπο πήγαιν’ έλα από το ένα συνοριακό φυλάκιο στο άλλο», λέει κάποιος απ’ αυτούς.
Μαθαίνουν να ταξιδεύουν με νυχτερινά τρένα, να διαβαίνουν ποτάμια-σύνορα, να κοιμούνται σε θημωνιές όταν βρίσκονται στην ύπαιθρο, να ξεφεύγουν από το βλέμμα του χαφιέ, του φασίστα. Μαθαίνουν ποια καφενεία, ποιες πανσιόν, ποια εστιατόρια είναι πιο ασφαλή από τα άλλα. Βασικός νόμος του ξεσπιτωμένου είναι «να παίρνεις τα πράγματα όπως έρχονται», να ζεις από μέρα σε μέρα, από κρατητήριο σε κρατητήριο, με 15ήμερες ή 6ήμερες άδειες παραμονής που τις ακολουθεί η υποχρεωτική απέλαση. Κάποιοι τους συμβουλεύουν ότι για να αφυπνίσουν τη φιλανθρωπική διάθεση του άλλου και να του αποσπάσουν λίγα χρήματα, πρέπει να μάθουν να λένε ψέματα, να έχουν στο ρεπερτόριό τους τουλάχιστον τρεις διαφορετικές ιστορίες: μια δακρύβρχτη, μια αιματοβαμμένη, μια ρεαλιστική. Όμως το βάθος της ιστορίας πρέπει να είναι πάντα το ίδιο: «η ανάγκη, το κυνηγητό, η πείνα». Βλέπετε, «η φιλανθρωπία είναι μια γαλακτερή αγελάδα και αφήνει εύκολα να την αρμέξουμε. Δίνει όμως λιγοστό γάλα».
Οι εξόριστοι του βιβλίου ανήκουν στην αφρόκρεμα των ευρωπαϊκών λαών. Κεντροευρωπαίοι από σχετικά ευκατάστατες οικογένειες. Εξωτερικά δεν διαφέρουν από τους Τσέχους, τους Ελβετούς, τους Αυστριακούς ανάμεσα στους οποίους κινούνται. Δεν τους προδίδει το σκούρο δέρμα τους ή η γλώσσα τους. Όμως η μοίρα τους δεν είναι πολύ διαφορετική από εκείνη των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων που έρχονται από τις εμπόλεμες ζώνες της Μέσης Ανατολής και που το μόνο τους έγκλημα είναι ότι υπάρχουν, ότι γεννήθηκαν σε λάθος τόπο και σε λάθος εποχή.
Είναι περιττό να μιλήσουμε για την επικαιρότητα αυτού του βιβλίου, σήμερα που οι φυγάδες ανέρχονται σε εκατομμύρια και που το ανθρώπινο ποτάμι ολοένα φουσκώνει. Το εντυπωσιακό δεν είναι μόνο η διαχρονική αξία του βιβλίου ή οι ιστορικές αναλογίες αλλά και το γεγονός ότι οι Εξόριστοι είναι ένα από τα λιγότερο γνωστά έργα του Γερμανού συγγραφέα κι ας έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δωρικός σε μετάφραση Καλλιόπης Σφαέλλου). Ο Ρεμάρκ είναι κυρίως γνωστός από το μυθιστόρημά του Ουδέν νεότερο από το Δυτικό Μέτωπο, το πιο εμβληματικό βιβλίο για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το οποίο πούλησε 2,5 εκατ. αντίτυπα μέσα στους πρώτους 18 μήνες από την έκδοσή του και ήταν από τα πρώτα που ρίχτηκαν στην πυρά επί Χίτλερ. Ωστόσο, οι Εξόριστοι δεν μιλούν μόνο για την εποχή του Γ΄ Ράιχ, αλλά και για το «έλλειμμα καλοσύνης» σε μια εποχή βαθιάς κρίσης, λίγο πριν ηχήσουν τα τύμπανα του πολέμου.
Ο Ρεμάρκ δεν έζησε από πρώτο χέρι τις κακουχίες των προσφύγων που περιγράφονται στις σελίδες των Εξορίστων. Ωστόσο, διωγμένος ο ίδιος από τη Γερμανία και ζώντας στην Ελβετία προτού καταφύγει στην Αμερική, είχε την ευκαιρία να ακούσει από πρώτο χέρι πολλές αφηγήσεις κυνηγημένων συμπατριωτών του και να τις ενσωματώσει στο μυθιστόρημά του. Ο Ρεμάρκ, αν και δεν ήταν Εβραίος αλλά καθολικός, ένιωσε ο ίδιος την ανάσα του ναζιστικού θηρίου στο σβέρκο του, του ίδιου θηρίου που το 1943 θα κατασπάραζε τη μικρότερη αδελφή του καταδικάζοντάς τη σε θάνατο και εκτελώντας τη δι’ αποκεφαλισμού.
Δύο ιστορίες αγάπης ξετυλίγονται στους Εξόριστους, πλεγμένες με άλλες μικρές και μεγάλες ιστορίες φιλίας, αλληλεγγύης αλλά και εξαχρείωσης. Δεν είναι ρεπορτάζ, αλλά η περιγραφή της ζωής των προσφύγων έχει την ακρίβεια, το ρεαλισμό του ρεπορτάζ. Ασφαλώς και απευθύνεται στο συναίσθημα, μια που δύσκολα μπορεί κανείς να το διαβάσει και να μείνει ασυγκίνητος, να μη νιώσει μίσος και απέχθεια για το φασισμό -τον παλιό και τον σύγχρονο.
«Εδώ νιώθω ασφαλής», λέει σε έναν ρεπόρτερ ένας νεαρός Σύρος. Ασφαλής επειδή γλίτωσε από την κόλαση του πολέμου κι ας ξέρει ότι στην προσφυγιά τον περιμένει η κόλαση της ειρήνης. Ο μυθιστορηματικός συνομήλικός του, ο Κερν, βρίσκεται στην Πράγα, σε μια μεγάλη αίθουσα αναμονής της Επιτροπής Βοήθειας Προσφύγων και όπου πάνω από τους μισούς είναι Εβραίοι. Μετά την παράκληση ενός εξάχρονου κοριτσιού, ένας χλωμός άντρας αρχίζει να παίζει βιολί. Ο Κερν κοιτάζει γύρω του και βλέπει «γυρτούς λαιμούς και σηκωμένα πρόσωπα, κηλίδες φωτεινές μέσα στο μισοσκόταδο. Βλέπει τη λύπη της απελπισίας και το γλυκό ακτινοβόλημα που ξεχύθηκε για λίγα λεπτά με τη μελωδία του βιολιού». Και συλλογίζεται:
«Δε θέλω να βουλιάξω… Δε θέλω ν’ αφήσω να χαθώ. Γιατί η ζωή είναι άγρια μα και γλυκιά. Δεν την εγνώρισα ακόμα. Είναι μια μελωδία, μια επίκληση, μια κραυγή που σχίζει δάση μακρινά, ορίζοντες άγνωστους μέσα από άγνωστες νύχτες. Δε θέλω να χαθώ».
Ακολουθεί η συμβουλή ενός βετεράνου πρόσφυγα, που ζει εδώ και καιρό στο Παρίσι, προς ένα ζευγάρι νεαρών νεοφερμένων:
«Χρειάζεται να βρείτε κάποια απασχόληση το χειμώνα για να σκοτώνετε τον καιρό. Τα μεγάλα προβλήματα των εξορίστων είναι η πείνα, η στέγη κι ο χρόνος που δεν ξέρουν πώς να χρησιμοποιήσουν, αφού δεν τους δίνουν το δικαίωμα να δουλέψουν. Η πείνα κι η φροντίδα για στέγη είναι δυο θανάσιμοι εχθροί και πρέπει να παλέψουν μαζί τους. Ο όγκος όμως του αχρησιμοποίητου ελεύθερου χρόνου αποτελεί ύπουλο αντίπαλο που ζυγώνει λαθραία και καταπίνει την ενεργητικότητά τους. Αυτή η αναμονή τούς κουράζει κι ο σκοτεινός φόβος για την επαύριο τους παραλύει. Οι δύο πρώτοι εχθροί τούς χτυπούν κατά μέτωπο κι είναι αναγκασμένοι να παλέψουν ή να χαθούν. Ο άδειος χρόνος όμως φτάνει αθόρυβα, τους χτυπά πισώπλατα κα τους διαλύει. Είστε νέοι. Μη σέρνεστε στα καφενεία. Μη θρηνολογείτε. Μην υποκύψετε στην κούραση. Όταν το ηθικό σας λυγίζει, πηγαίνετε στο Λούβρο -είναι η μεγάλη παριζιάνικη αίθουσα αναμονής. [Σημείωση: εννοεί τη μέρα που ισχύει η ελεύθερη είσοδος στο μουσείο.] Θερμαίνεται καλά το χειμώνα. Κάλλιο να νιώθεις αποθάρρυνση βλέποντας έναν Ντελακρουά, έναν Ρέμπραντ ή έναν Βαν Γκογκ παρά να κάθεσαι μπροστά σ’ ένα ποτήρι πιοτό ή να κατατρώγεσαι με μάταιους θρήνους ή άσκοπο θυμό…»
Είναι μια συμβουλή που δύσκολα θα τη δίναμε στους πρόσφυγες που στοιβάζονται στην πλατεία Βικτωρίας ή στην Κω, χωρίς τον κίνδυνο να μας καρπαζώσουν. Ένα πατικωμένο χαρτόκουτο, που στο πουλάνε δύο ευρώ ή μια επίσκεψη σε κανονική τουαλέτα μετράει πιο πολύ από τις Κόρες της Ακρόπολης ή τα έργα του Θεόφιλου στο μουσείο Τεριάντ της Μυτιλήνης.
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ / http://kommon.gr