Για μια ακόμη φορά είμαστε υποχρεωμένοι να ζήσουμε την χριστιανική κατοχή. Το βαρετό παραμύθι «των παθών του Κυρίου» – ενός κυρίου τον οποίο χρεωνόμαστε από καταβολής μας να υπηρετήσουμε ως δούλοι- ανακυκλώνεται. Και θα ανακυκλώνεται σε μήκος μιας ζωής ανεξάρτητα από το γεωγραφικό μήκος που θα βρισκόμαστε κάθε φορά γιατί το παραμύθιασμα είναι γενικευμένο. Από την γενικευμένη κοινωνική υποκρισία που θέλει να λειτουργεί ως συνειδησιακή συνοχή έως και την θρησκευτική ανυποκρισία που βλέπει αυθεντικότητα στον παρακρουστικό χαρακτήρα των ανέμπνευστων «θείων» παραβολών, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να ελαφρύνει την απαντοχή ακόμη και της πιο απλής τυπικής λογικής. Από το «έλα μωρέ» των ηθών και εθίμων που έχουν χαβαλέ όταν τηρούνται εξ’ απαλών μικροαστικών ονύχων μέχρι το «σεμνόν και ταπεινόν» των πιστών που κοινωνούν τη Θεία Χάρη ως προνομιούχοι έναντι της δικής μας… άκριτης αποδοχής του απάνθρωπου ατομισμού και του κυνικού Διαφωτισμού, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να αντέξει αυτή την οριακή κατάσταση.
Θα δούμε και πάλι χιλιάδες κόσμου να πυκνώνουν τις γραμμές των επιταφίων ως την μόνη τους επαφή με τον «δρόμο»: με συλλογικό τρόπο και κοινό -στην συντριπτική πλειονότητα- στόχο: από την σωτηρία της ψυχής μέχρι τα εχέγγυα της τρέχουσας οικογενειακής ηθικής. Θα ακούσουμε και πάλι τις ασκήσεις σκυλοψυχεδέλειας στη διαπασών να συνοδεύουν τις πέτσες από τα δύστυχα αρνάκια μαζί με τις αγριοφωνάρες που θα πλειοδοτούν σε χαρά και ευεξία: περνάμε ωραίαααα κι αυτό βγαίνει προς τον κόσμο.
Θα πει κανείς ότι ένα γλεντάκι δεν θα ήτανε και άσχημο μέρες που είναι. Μπορείς και να το κάνεις χωρίς να συμμερίζεσαι τις κοινωνικές αφορμές. Μόνο που εδώ δεν πρόκειται για αφορμές αλλά για αιτίες. Και όσο απομακρυνόμαστε από την ανυποψίαστη αύρα της εφηβοπαιδικής μας ασυλίας τόσο πιο πολύ συνειδητοποιούμε τη ζημιά που ανακυκλώνεται χρόνο με το χρόνο όχι μόνο σε βάρος του δικού μας υπαρξιακού στοιχήματος αλλά και σε βάρος αυτού που λέμε αγώνα για την κατάκτηση της κοινωνικής συνείδησης της ελευθερίας. Και τότε καταλαβαίνεις ότι δεν είσαι εσύ αυτός που χωνεύει το «αρνάκι» και το «κοκορέτσι» επ’ αφορμή του γενικευμένου παραμυθιάσματος αλλά ότι είσαι εσύ που χωνεύεσαι από το παραμύθι.
Βλάσφημοι και καταραμένοι, είμαστε σε μια sui generis εξορία τίγκα στα κυρελέησον, τις καμπάνες, τις κροτίδες, τη ζωή κρεμάμενη επί ξύλου, τη ζωή εν τάφω και, εντέλει, τη νεκρική ακαμψία εν ζωή. Να έχουμε μόνο υπόψη μας ότι αυτό το: «ό,τι δεν μας σκοτώνει μας κάνει πιο δυνατούς», ισχύει και για τους εχθρούς μας: είτε είναι οι θεοί, είτε οι διάολοι, είτε ο καπιταλισμός ο ίδιος.
Ό,τι δεν τους σκοτώνει τους κάνει πιο δυνατούς.