Πολλοί απεχθάνονται τις συνήθειες που διαρκούν (θέσεις στο Δημόσιο, στο εργοστάσιο, συναναστροφή με τους ίδιους και τους ίδιους ανθρώπους, μόνιμη κατοικία κ.ά.). Μερικοί, στο βάθος της ψυχής τους, νιώθουν ευγνωμοσύνη για όλη την αθλιότητα και την αρρώστια που τους δέρνει, για ό,τι είναι ατελές μέσα τους (Νίτσε π.χ.). Γιατί όμως;
Συμβαίνει το ίδιο με τις βραχύχρονες συνήθειες (τροφή, σκέψεις, στοχασμοί, αρχιτεκτονική, ποίηση, μουσική, θεωρίες, ημερήσιοι τρόποι διαβίωσης); Αυτές φαίνονται λιγότερο εγκλωβιστικές διότι, άμα δεν γουστάρεις τη μία, παίρνεις το καπελάκι σου και χαιρετάς.
Υπάρχουν όμως και συνήθειες τις οποίες μας επιβάλλουν άλλοι (το κράτος λ.χ. ή η τηλεόραση) χωρίς να εκφράζουμε κάποια δυσαρέσκεια ή αποδοκιμασία (δίχως αιδών και περίσκεψιν…). Οχι μόνο δεν δυσανασχετούμε αλλά, αντιθέτως, τις υπερασπιζόμαστε με λύσσα, διότι, πια, έχουν γίνει η ταυτότητά μας, έχουν καθορίσει την προσωπικότητα -και πώς να αρνηθείς τις επιλογές σου;
Ψευδείς συνειδήσεις, τι να κάνουμε; Μ’ αυτές πορευόμαστε και είτε διαπληκτιζόμαστε είτε αγαπιόμαστε (διότι κάπου στο βάθος καιροφυλακτεί η αυτοπεριφρόνηση, ο οίκτος προς το έλλειμμά μας). Ετσι κι αλλιώς δίψα γι’ αυτογνωσία δεν υπάρχει, υδαρείς και νερόβραστοι, όπως μετεξελισσόμεθα μέρα τη μέρα.
Χωρίς παραμύθια και αφηγήσεις, οράματα και ελπίδες, εύκολα βουλιάζουμε στον βούρκο του φαινόμενου κόσμου -ουδείς πια γνωρίζει τον πραγματικό· τρέχα γύρευε.
Δεν είναι μόνο σημερινά τούτα τα ζητήματα. Δόκος επί πάσι τέτυκται αποφαινόταν ο Ξενοφάνης, δηλαδή τα πάντα περιβάλλονται από δοξασίες, ο δε Εμπεδοκλής, από την ίδια σχολή (ελεατική), ρωτούσε χαιρέκακα: το δ’ όλον <τις αρ’> εύχεται ευρείν; Ποιος θα καυχηθεί πως βρήκε το Ολον;
Παλιό φαινόμενο ο σκεπτικισμός, αρραβωνισμένο θα ‘λεγε κανείς με τον ξυνό (κοινό) λόγο του ανθρώπου.
Γνωστή η ματαιότης. Ποια ήσαν τα τελευταία λόγια του τρομερού Αύγουστου, του σιωπηλού Ρωμαίου αυτοκράτορα; «Χειροκροτήστε, φίλοι, η κωμωδία τελείωσε». Αναγνώρισε ότι μια ζωή ήταν ηθοποιός, είχε φορέσει τη μάσκα του «σωτήρα» ενώ ήξερε ότι όλο αυτό ήταν μια αυταπάτη.
Προφανώς είχε άπνοια στην ψυχή του, γι’ αυτό ίσως δεν κατάφερε να καταλάβει ότι υπάρχουν και χαρούμενοι άνεμοι, ευ-τυχισμένα ταξίδια, έστω μες στην εικονικότητα. Μύλος.
Η τεμπελιά είναι το ίδιο αναζωογονητική όσο και η εργασία, έλα όμως που χάθηκε κάθε, όχι δικαίωμα αλλά, απλή πρόσβαση σ’ αυτήν.
Οποιος δεν εργάζεται σήμερα, κινδυνεύει να πεθάνει, να σκοτωθεί ή να σκοτώσει, να οδηγηθεί σε ψυχιατρεία -και ξέρουμε πια καλά σήμερα την αγαστή, επιδιωκόμενη ίσως, συνεργασία κράτους – ιατρικής, από τον μεσαίωνα ακόμη, με αποκορύφωμα, όμως, τη ναζιστική θηριωδία (φριχτά πειράματα σε ζωντανές ψυχές).
Συνηθίσαμε όλα αυτά και η συνήθεια κατάντησε μακρόχρονη, κάτι σαν δεύτερη φύση [έξις (δ)ε(υ)τέρα φύσις…]. Ωσότου απαλλαγούμε θα… μετασταθούμε. Συμβαίνει, μάλλον, το ίδιο με την κάθε γενιά. Μικρές και μεγάλες συνήθειες παντού γύρω μας και μέσα μας, κάτι σαν ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, τη χάραξη του οποίου επιτυγχάνουμε μόνοι μας.
Αλλο και τούτο. Ηδη συνηθίσαμε τα μνημόνια και τη νοοτροπία που αυτά εγκαθίδρυσαν στους εγκεφάλους μας και ήδη θεωρούμε φυσιολογική (γιατί αναπότρεπτη) τη ζωούλα μας. Οχι όλοι βέβαια, αλλά το κράτος είναι εξουσία και η εξουσία έχει διαποτίσει τους πάντες, ακόμη κι αυτούς που εξεγείρονται.
Το Καλοκαίρι εφέτος μπήκε νωρίς νωρίς για τα καλά· άσχημο αυτό.