Πέμπτη , 21 Νοεμβρίου 2024

Simon Bolivar, το Ντελίριό μου στο Chimborazo -1822 (για το επαναστατικό παραλήρημα)

bolivar
O θρυλικός απελευθερωτής Simon Bolivar καταγράφει το 1822 το ντελίριό του στο Chimborazo, ένα ηφαίστειο με ύψος 6.268 που βρίσκεται στις Άνδεις κοντά στον Ισημερινό. Σε αυτό το μυθικό σκηνικό, ατενίζοντας τη πλάση με έπαρση μεγαλείου από έναν τόπο που δεν έφτασε ποτέ κανένας άνθρωπος, ο Bolivar συναντά το Χρόνο, τον πατέρα των αιώνων και κυρίαρχο του σύμπαντος που αψηφά το Θάνατο. Ο κοσμογονικός Χρόνος απευθύνεται στον Bolivar και του θυμίζει την ανθρώπινη ασημαντότητά του, πως δεν αποτελεί παρά μία θνητή λεπτομέρεια του σύμπαντος, έναν κόκκο αστρικής σκόνης. Ο Bolivar, με τρόμο, με δέος, και τελικά λυτρωμένος, καλείται να γυρίσει πίσω στους ανθρώπους, πεφωτισμένος πια από την επαφή του με το Αιώνιο, και να μοιραστεί την επαναστατική Αλήθεια του.

Στο παραλήρημα αυτό κρύβεται μια μεγάλη αλήθεια, που αφορά κάθε επαναστατικό υποκείμενο. Το γεγονός ότι η αλήθεια αυτή διατυπώνεται από έναν μεγάλο επαναστάτη της εποχής του, μας επιτρέπει με πιο πειστικό τρόπο να υποστηρίξουμε μία κρυφή συγγένεια του παραληρήματος και της επανάστασης.
Σύμφωνα με τον Δημήτρι Βεργέτη και τις προφορικές διαλέξεις που παρέδωσε για τις κλασικές και τις σύγχρονες ψυχώσεις*, η μελέτη των Απομνημονευμάτων του ψυχωτικού δικαστή Schreber από τον Freud και τον Lacan, οδηγεί στην παρακάτω διάκριση 4 φάσεων του παραληρήματος. Η θεωρητικοποίηση αυτή έχει, σύμφωνα πάντα με τον Έλληνα ψυχαναλυτή, ευρετική και διαγνωστική αξία που υπερβαίνει τη συγκεκριμένη περίπτωση:
1. Διάκλειση και επώαση παραληρήματος. Εκμηδενισμός-διάκλειση (σ.σ απόρριψη) του Ονόματος του Πατρός, που στηρίζει το συμβολικό Νόμο. Κάμπτεται η λειτουργία των διαδικασιών νοηματοδότησης. Κυριαρχεί η διάσταση του αινίγματος, αινιγματικά φαινόμενα, αμηχανία, το άγχος, διάφορες «εκλυτικές μικροεστίες». Έρχεται η συνάντηση με την απόλαυση που δεν είναι εγγράψιμη στη σημαίνουσα αλυσίδα και στην αλγοριθμική τοπική του σημαίνοντος, ένα ερώτημα που δεν μπορεί να διατυπωθεί με σημαίνοντα, ασαφής ερωτηματοθεσία, «ξενοπαθή φαινόμενα», μου συμβαίνουν αλλά δεν είναι δικά μου
2. Παρανοειδής τροπή. Οργάνωση παραληρήματος. Η φιγούρα της ετερότητας του μεγάλου Άλλου είναι σκιώδης, ασαφής, διαμορφώνονται προπλάσματα της φιγούρας του υπό επεξεργασία. Η φάση αυτή είναι μήτρα ασταθών συμπτωμάτων, καθώς γίνεται η προσπάθεια επαναδιαπραγμάτευσης με την ανοίκεια αυτόκλητη απόλαυση που ήρθε «από το πουθενά». Κυριαρχεί μια (κατά-)διωκτική αίσθηση, μια διωκτική νοηματοδότηση. Συγκροτείται η παρανοϊκή βάση. Εικασίες για το ποιός είναι ο Άλλος. Επιχείρηση απόδοσης διωκτικής νοηματοδότησης, που παραμένει μετέωρη
3. Συστηματοποίηση παραληρήματος. Αμιγώς παρανοϊκή (όχι παρανοειδής) φάση. Αποκρυστάλλωση της ταυτότητας ενός διωκτικού Άλλου (μανία καταδίωξης), και ταυτοποίηση της απόλαυσης στον τόπο του Άλλου. Ο Άλλος ταυτοποιείται με εξατομικευμένο κάθε φορά τρόπο. Η Παραληρηματική μεταφορά περιγράφεται ως ένα σημαίνον πλέγμα στο οποίο το υποκείμενο θα ακουμπήσει το θραύσμα του Πραγματικού που το διεμβόλισε. Ο Βεργέτης μιλά για παραληρήματα κεντροθετημένα σε αξιώματα που έχουν λογική συνεκτικότητα. Το αξίωμα προικίζει την παραληρηματική διεργασία με συνοχή και σημαίνουσες συνδέσεις. Ο Άλλος (μεγάλος Άλλος, όχι στο τυπικό συμβολικό αλλά στο συμβολικό ιδίωμα του παρανοϊκού στο Πραγματικό του σώματος), επιθυμεί να απολαύσει ο άλλος (μικρός άλλος, διπλότυπο του Εγώ).  Κυριαρχεί η βούληση για απόλαυση του Άλλου. Ο Άλλος θέλει τον παρανοϊκό να γίνει όργανο-αντικείμενο στο σενάριό του για να απολαύσει.
4.Έκβαση. «Παραφρένεια», μετάλλαξη της υποκειμενικής στάσης από την παράνοια στην ”παραφρένεια”, συμφιλίωση με το σύμπαν, οριστικός διακανονισμός ανάμεσα στον ψυχωτικό και τον Άλλο του. Μεγαλομανιακή μορφή, μείωση μανίας καταδίωξης και άρση διωκτικού χαρακτήρα, συμφιλίωση με το μεγάλο Άλλου, το υποκείμενο τίθεται στην υπηρεσία του μεγάλου Άλλου, προσφέρει το σώμα του. Στην περίπτωση του Schreber, ο δικαστής τίθεται στην υπηρεσία του Θεού-Άλλου με όραμα την αναγέννηση της ανθρωπότητας-στο σωτηριολογικό παραλήρημα του Schreber κυριαρχεί το μελλοντικό μοτίβο μιας λύτρωσης.
Την έκλυση του παραληρήματος λοιπόν ακολουθεί η εκτύλιξη της ψύχωσης, μια μορφογενετική διαδικασία παραληρήματος. Με βάση τα απομνημονεύματα του Schreber, σημειώνει ο Βεργέτης, διακρίνονται αυτές οι  τέσσερις φάσεις της παρανοϊκής ψυχωτικής διεργασίας, «όχι στάδια, αλλά φάσεις, δομικές μήτρες συμπτωματολογίας», προσθέτει.  Η έκλυση του παραληρήματος μπορεί να προσλάβει ήπια, αποσπασματική μορφή, στη μορφή πολλών μικρών εκλυτικών μικροεστιών, ή θεαματική, κατακλυσμιαία μορφή. 
Οι 4 φάσεις, έχοντας αναχθεί στα απλούστερά τους μοτίβα, είναι λοιπόν οι εξής: Επώαση-διωκτικότητα-μεγαλομανία-λύτρωση. Η εισβάλλουσα απόλαυση είναι αντικείμενο αμηχανίας, άγχους και τελικά φρίκης, όταν κυριαρχεί ένα αίσθημα εχθρικότητας και καταδίωξης του υποκειμένου από τον Άλλο.  Έπεται ένας λογικός συμβιβασμός του υποκειμένου με τον Άλλο, και ακολουθεί μια αμετάκλητα ειλημμένη απόφαση λύτρωσης. Όπως αναφέραμε ήδη, οι 4 αυτές φάσεις δεν είναι χρονικά στάδια του παραληρήματος που εξελικτικά και αναγκαστικά διαδέχονται με αυτή τη σειρά το ένα το άλλο, αλλά “δομικές μήτρες συμπτωματολογίας” που συνυπάρχουν την κάθε στιγμή προσδιορίζοντας σε διάφορους τροπισμούς το εξατομικευμένο κάθε φορά παραλήρημα του υποκειμένου.
Στο ντελίριο του Bolivar, ο μεγάλος απελευθερωτής, έχοντας φτάσει στο υψηλότερο σημείο, έχοντας ξεπεράσει όλους τους θνητούς και έχοντας υπερβεί τον συμβολικό Νόμο που ρυθμίζει και νοηματοδοτεί τα γήινα πράγματα, συναντά σε θεαματική, κατακλυσμιαία παραληρηματική μορφή τον μεγάλο Άλλο, συγκεκριμένα στο παραλήρημά του τον Χρόνο. Ένας νέος Πατέρας, διαφορετικός από όλους τους άλλους, ένας Πατέρας που αγγίζει την ίδια την αιωνιότητα. Αυτό που βιώνει ο Bolivar είναι ξενοπαθές, απόκοσμο. Στη πρώτη φάση του παραληρήματος του, αντιδρά με αμηχανία, άγχος, φρίκη. Διαμορφώνεται μια διωκτική αίσθηση του Άλλου, και τον κατακλύζει τρόμος. Έπειτα, η φιγούρα του μεγάλου Άλλου, που είχε σκιαγραφηθεί αδρά, γίνεται πιο συγκεκριμένη και ο Άλλος αποκτά όλο και πιο καθορισμένη μορφή. Εδώ έχουμε τη δεύτερη φάση, την παρανοειδή τροπή και οργάνωση του παραληρήματος, κατά την οποία ο Bolivar και ο Άλλος, ο Χρόνος, βρίσκονται σε ένταση και σύγκρουση, ενώ ο Bolivar βρίσκεται μηδαμινός και παγιδευμένος. Με τη συστηματοποίηση του παραληρήματος, τη τρίτη διακριτή φάση, συγκροτείται πλέον στέρεα η ”παραληρηματική μεταφορά” του Bolibar, ο ψευδαισθητικός κόσμος με τον οποίο απαντά το υποκείμενο στην ανοίκεια και τρομαχτική επαφή του με το Πραγματικό της υπεραπόλαυσης, που καμία συμβατική νοηματοδότηση δεν μπορούσε να το συλλάβει και να το τιθασεύσει. Στην τελική, τέταρτη φάση του παραληρήματος, ο Bolivar συμφιλιώνεται με το Χρόνο. Ο Χρόνος καλεί τον Απελευθερωτή να αναλογιστεί τη συγκλονιστική αυτή συνάντηση μαζί του και να μην κρατήσει την εμπειρία αυτή για τον εαυτό του, αλλά να μεταφέρει την Αλήθεια στους ανθρώπους.
Ο απελευθερωτής Bolivar, όπως ακριβώς και ο δικαστής Schreber, διέρχεται από τη διωκτική, τη μεγαλομανιακή, και τη σωτηριολογική-μεσσιανική παραληρηματική διάσταση. Η ομοιότητα μεταξύ των δύο περιπτώσεων, τόσο φαινομενικά αταίριαστων, είναι εκπληκτική. Και ο Schreber, και ο Bolivar, αντιδρούν από διαφορετικές αφετηρίες στον κατεστημένο Νόμο, καταργούν το Νόμο, υπερβαίνουν το Νόμο. Το ντελίριο του Bolivar, το παραλήρημα του Schreber, είναι διαφορετικές εκδοχές επαναστατικοποίησης της επιθυμίας του υποκειμένου απέναντι στο Νόμο.
Ίσως η ιστορία της ψυχανάλυσης να ήταν διαφορετική, αν ο Freud και ο Lacan, πέρα από τον άξονα αναφοράς του παραληρήματος του Schreber, στοχάζονταν πάνω στο παραλήρημα και τη ψύχωση έχοντας ως βασική αναφορά του τον Simon Bolivar. Πρόκειται για ένα ερώτημα ανάλογο με εκείνο που έχει τεθεί σε σχέση με το οιδιπόδειο σύμπλεγμα από την Butler: τί θα συνέβαινε αν η ψυχανάλυση έπαιρνε ως πρότυπο τραγωδιακό της μηχανισμό, όχι την επιθυμία του Οιδίποδα αλλά την επιθυμία της Αντιγόνης; Η διαφορά είναι κρίσιμη, η διαφορά είναι πολιτική.
Ως επαναστατικό υποκείμενο, ο Bolivar παραληρεί. Η αίσθηση καταδίωξης και απειλής είναι αναπόφευκτη όταν κανείς αγγίζει αυτό το Άλλο, η μεγαλομανιακή αίσθηση είναι αναγκαία για να το αντιμετωπίσει, η σωτηριολογική αίσθηση και το όραμα μιας οριστικής λύτρωσης από τα βάσανα είναι αναπόφευκτη αν κανείς δεν καταστείλει επιθετικά τη τρέλα που κρύβει μέσα του, αλλά αναζητήσει τους κοινωνικούς όρους της λύτρωσής της. Όμως, καιροφυλαχτούν πολλοί κίνδυνοι, πολλές παρεκκλίσεις ενδογενείς στη διαδικασία επαναστατικοποίησης του υποκειμένου: μία αντεπαναστατική παρανοϊκή μανία καταδίωξης που επιτίθεται στους φίλους ή τους συμμάχους και όχι στους πραγματικούς εχθρούς, κατασκευάζοντας θεωρίες συνομωσίας και αστοχώντας στον ιεραρχικό προσδιορισμό του εχθρού. Μια αντεπαναστατική μεγαλομανία, που οδηγεί στο σεχταρισμό ή/και τη γραφειοκρατική αποκοπή από τη θέληση των εκμεταλλευόμενων. Έναν αντεπαναστατικό μεσσιανισμό, αποκομμένο από τις πραγματικές ιστορικές διαδικασίες και τις υλικές αντιφάσεις, που ξεπέφτει σε έναν ανεδαφικό ηρωικό οραματισμό.
H μερική, κοινοβουλευτική στιγμή των ιστορικών διεργασιών στη Λατινική Αμερική, έχει επικαλύψει και τελικά συγκαλύψει, με τις λογικές της αριστερής κοινοβουλευτικής κυβέρνησης, όλο τον εμπειρικό πλούτο και τη πολυμορφία των κινηματικών αυτών διεργασιών. Θα πρέπει να διαβάσουμε την ιστορία της Λατινικής Αμερικής, όπως και την ατομική μας ζωή, διαφορετικά από ό,τι μας έμαθαν. Κρατώντας στο μυαλό μας πάντα πως οι ριζοσπαστικές διαδικασίες πυροδοτούνται από τις υλικές αντιφάσεις της κοινωνικής ζωής, τα συμφέροντα και τα πάθη  των ανθρώπων, όταν αυτά συγκρούονται με μια δομική κρίση αναπαραγωγής του συστήματος και όταν συναντώνται με τον Προμηθέα Δεσμώτη κάτω από το μαξιλάρι του ο Μάρξ, τον ιδεαλισμό ιδεαλισμότου Τσε που έχει το όνειρο και τη φωτιά, τη κοσμολογία κοσμολογία του Μάο που δένει το οικουμενικό με τις τοπικές συνθήκες, την επιστημονική φαντασία επιστημονικεπιστημεαντασία του Τσερνισέφκυ και του Λένιν ως αναγκαίο προστάδιο για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα Τί να Κάνουμε.
Η τρέλα προσδίδει ασυνήθιστες δυνάμεις, αυτοκαταστροφικές ή δημιουργικές, είτε για το καλύτερο είτε για το χειρότερο-και μέσα σε επαναστατικές διαδικασίες φαίνεται να συνυπάρχουν οι τάσεις υποταγής με τις τάσεις χειραφέτησης, στα ίδια τα επαναστατημένα υποκείμενα. Λέμε απλά ότι κάθε επαναστατική διαδικασία στην ιστορία, για να πετύχει, εκτός από καλούς πολιτικούς και πολεμικούς υπολογισμούς, έπρεπε να αντλεί διαρκώς από συναισθηματικά κοιτάσματα διωκτικά, μεγαλομανιακά, μεσσιανικά και λυτρωτικά, και έπρεπε στα πρώτα της βήματα να φαντάζει σαν μία ακατανόητη τρέλα μιας χούφτας ανθρώπων, που όμως στη πραγματικότητα ανέπνεαν τα πιο βαθιά ρεύματα της Ιστορίας.

Αν τα υποκείμενα δεν νιώσουν ότι απειλούνται και διώκονται, αν δεν αισθανθούν μεγαλομανιακά πιο μεγάλα από το μπόι τους, αν δεν κυνηγήσουν τη λυτρωτική συμφιλίωσή τους με τον κόσμο στον ορίζοντα μιας υπεραπόλαυσης, δεν μπορούν να βρουν από πουθενά αλλού  ψυχική και σωματική δύναμη, ώστε να ανταποκριθούν στο όποιο στρατηγικό και τακτικό σχέδιο. Και, αντίστροφα, ο Bolivar έπρεπε να δώσει σε αυτή τη τρέλα και αυτό το όνειρο σάρκα και οστά, οργανώνοντας μια ιδεολογική, πολιτική και πολεμική μηχανή, διακινώντας την Αλήθεια αυτή και στους άλλους ανθρώπους, ώστε να γίνουν η τρέλα και το όνειρο πραγματική δύναμη των μαζών. Στον κλασικό μαρξισμό λείπει εκκωφαντικά, ανάμεσα σε άλλα, μια θεωρία του υποκειμένου, μια συνειδητή αντίληψη που μπορεί να δένει το άτομο με τη συλλογική δράση, δίχως να οδηγείται σε έναν κρατισμό που καταδικάζει από ψηλά κάθε ατομική παρέκκλιση ως παθολογική, μικροαστική, ή ο,τιδήποτε άλλο.

Δείτε επίσης

Raoul Vaneighem- Έρωτας και Επικοινωνία

“Το πάθος για έρωτα κουβαλάει μέσα του το πρότυπο μίας τέλειας επικοινωνίας: τον οργασμό, την …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *