Του Δημοσθένη Παπαδάτου – Αναγνωστόπουλου –
Αν υπάρχει μια «γέφυρα» που να συνδέει το «αντικειμενικό», την κρίση, με το πώς τη βιώνουν οι άνθρωποι σε όλα τα επίπεδα, ίσως αυτή νάναι η τόσο γνώριμη, η τόσο κοινή πια αίσθηση ρευστότητας και διχασμού. Δεν λέω γενικώς ότι «τα πάντα ρει»· λέω για μια αίσθηση τόσο ισχυρή, όσο σε άλλους καιρούς την απέδιδε η φράση «κάθετί το στέρεο διαλύεται στον αέρα, κάθετί το ιερό βεβηλώνεται». Λέει κάπου ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν ότι, παλιά έστω, η «ρευστοποίηση» αυτή φάνταζε ένα αναγκαίο στάδιο πριν από μια καλύτερη κατάσταση· σήμερα είναι απλώς διαλυτική, γιατί δίνει στο κάθετί μια περιστασιακή ύπαρξη, μόνο όμως μέχρι να ανακαλυφθεί κάποια καινούρια. Στη «Ρευστή αγάπη», ο Μπάουμαν το βλέπει στην ευθραυστότητα των ανθρώπινων δεσμών, στο διχασμό να τους αποφεύγει κανείς με την ίδια αγωνία με την οποία τους επιζητά· μιλώντας ο ίδιος για την απαξίωση της πολιτικής, στέκεται στο διχασμό των κυβερνήσεων: ανεβαίνουν στηριζόμενες σε λαϊκές προσδοκίες, αυτές ακριβώς που ακυρώνουν, υποκύπτοντας στους «θεσμούς» του σύγχρονου καπιταλισμού – μέχρι που τελικά χάνουν τη νομιμοποίησή τους.
Η ρευστότητα αυτή φέρνει σήμερα την κυβέρνηση στη δύση του βίου της, επιτείνοντας το διχασμό της: και ΝΑΤΟ και αλληλεγγύη στους πρόσφυγες, και Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές και «ταξική μεροληψία», και «συμπράξεις με το διάβολο» και αντιδιαπλοκή. Όχι, η κυβέρνηση δεν πέφτει από ώρα σε ώρα – και η (όποια) στήριξη της Μέρκελ στο προσφυγικό αρκεί για να προβληματίσει τους βιαστικούς. Αυτό όμως δεν αναιρεί ότι το κυβερνών κόμμα που ως τον Οκτώβρη έπαιζε χωρίς αντίπαλο, από τον Ιανουάριο υστερεί σε όλες τις δημοσκοπήσεις, ενώ βουλευτές και δημοσιογράφοι του σπεύδουν ήδη, άλλοι να ερμηνεύσουν την ήττα, άλλοι να καλέσουν σε συστράτευση για την τελική μάχη με τη ΝΔ.
Η ρευστοποίηση του πολιτικού κεφαλαίου του ΣΥΡΙΖΑ είναι φανερή πια παντού: στην αδυναμία της κυβέρνησης να κινητοποιήσει κόσμο υπέρ της, στην κινητοποίηση ετερόκλητων κοινωνικών δυνάμεων εναντίον της, στην επιθετικότητα των παλιών διαπλεκόμενων ενόψει της πτώσης/αντικατάστασής τους· στα στενά, όπως αποδείχτηκαν, όρια για μια άλλη διαχείριση (παράλληλο πρόγραμμα, δικαιώματα), και στις εφ’ όλης της ύλης πιέσεις του «διεθνούς παράγοντα», από το ασφαλιστικό και τα «κόκκινα δάνεια» ως το προσφυγικό.
Ένα τεράστιο κύμα έμπρακτης κοινωνικής αλληλεγγύης στους πρόσφυγες ξεπερνά κυβερνητικούς τακτικισμούς και τοπικές δυσανεξίες, αποδεικνύοντας ότι η ριζοσπαστικοποίηση των προηγούμενων χρόνων δεν «πήγε σπίτι της»· κι όμως, το δυναμικό αυτό δεν επιδρά ή δεν ενδιαφέρεται να επιδράσει στην κεντρική πολιτική σκηνή – με άλλα λόγια, η διαρκής φθορά της κυβέρνησης δεν έρχεται από τη Λαϊκή Ενότητα ή την ΑΝΤΑΡΣΥΑ: την καρπώνεται η ΝΔ, και στο δημόσιο λόγο είναι η δική της ατζέντα αυτή που επιβάλλεται.
Σήμερα, έξι μήνες μετά τον εκλογικό θρίαμβο του Αλέξη Τσίπρα, το να πείσεις ότι ο ίδιος απέτυχε δεν θέλει κόπο. Το πολύ δυσκολότερο, αυτό για το οποίο χρειάζεται μια άλλη Αριστερά, είναι να πείσεις ότι υπάρχει εναλλακτική: να δείξεις πώς μπορεί κάποιος να τα καταφέρει καλύτερα εκεί που ο Τσίπρας απέτυχε, προτού βάλει τον ΣΥΡΙΖΑ στο καλούπι «δεν υπάρχουν κόκκινες γραμμές: όσο άσχημα και να τα κάνουμε, η ΝΔ είναι χειρότερη», μετατρέποντάς τον σε Αντιδεξιά. Παρεμπιπτόντως, από το αν η εναλλακτική αυτή θα κερδίσει ή όχι έδαφος, εξαρτάται ως ένα βαθμό και η αντιστροφή αυτής της πορείας. Η συντηρητική προσαρμογή «για να μην ξαναγυρίσει η Δεξιά», αυτή ακριβώς που αποτυγχάνει να ανακόψει την άνοδο του Μητσοτάκη, θα συνεχίζεται όσο διαρκεί η κρατικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, όσο δηλαδή ο πρωθυπουργός επιβάλλεται ως αρχηγός της κυβέρνησης στους βουλευτές του, οι βουλευτές στην Κεντρική Επιτροπή, οι δε οργανώσεις και τα μέλη χρησιμεύουν μόνο για τις ψηφοφορίες. Θα συνεχίζεται, όσο η «πυραμίδα» αυτή, εκτός από επιβεβλημένη, παραμένει εμπεδωμένη ως αυτονόητη: για την ώρα, αυτό δείχνουν η πλήρης στοίχιση των βουλευτών (προαπαιτούμενα, ΝΑΤΟ κ.ά), η ανυπαρξία έστω και τροπολογιών στην Κεντρική Επιτροπή, η αποδοχή της σύγκλισης με τους Ρέντσι (όταν οι ιταλοί εργαζόμενοι πληρώνονται με κουπόνια) και Ολάντ (όταν αυτός ξηλώνει την εργατική νομοθεσία)· αυτό δείχνει ο αυτοπεριορισμός των οργανώσεων σε εκδηλώσεις εκλαΐκευσης της κυβερνητικής γραμμής, τη στιγμή που δεν υπάρχει δρόμος για το αντίστροφο – την εγγραφή, δηλαδή, λαϊκών αιτημάτων στην κυβερνητική πολιτική.
Το μείζον, λοιπόν, και μαζί η πιο αξιόπιστη απάντηση στην ανερχόμενη, αυθεντικά μισάνθρωπη Δεξιά, είναι η μάχη για την εναλλακτική: η διαδρομή από το ΤΙ ΝΑ στο NΑ, που μπορεί να ξανασυνθέσει το μπλοκ του «ΟΧΙ». Ας θυμηθούμε ότι, ακόμα και στις χειρότερες εκδοχές της, η εξουσία δεν περιορίζεται στο να αρνείται, να απαγορεύει ή να ασκεί βία· ότι «εκπαιδεύει», διαμορφώνει συνειδήσεις και παράγει υλικά αποτελέσματα. Αν είναι έτσι, αυτό που χρειαζόμαστε μέσα στη διαλυτική ρευστότητα είναι μια εξίσου «παραγωγική» αντιεξουσία, που να οργανώνει αντιστάσεις αλλά να μην εξαντλείται στη διαμαρτυρία-μέχρι-τις-εκλογές. Ο «παλιός» τρόπος σήμερα δεν αρκεί. Ακόμα χειρότερα, σε ορισμένες εκδοχές του μοιάζει, για να το πω με ψυχαναλυτικούς όρους, με τη φιγούρα που προσδιορίζεται από την έλλειψη, την αδύνατη απόλαυση: μένοντας στη διαμαρτυρία, απαιτεί από τον Άλλο, τον Κύριο (την κυβέρνηση) να γεμίσει αυτή την έλλειψη, μόνο και μόνο για να τον εκθέσει στο τέλος – να τον αποκαλύψει ως ανίκανο και απατεώνα. Πρόκειται, λέει ο Λακάν, για τη φιγούρα του υστερικού υποκειμένου, από το διχασμό του οποίου κινδυνεύει πρώτο αυτό το ίδιο να διαλυθεί.