ΣτΕ: «Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις του Δημοσίου δεν αποτελούν κοινόχρηστα πράγματα και μπορούν να μεταβιβασθούν» –
Σύμφωνα με το άρθρο που ακολουθεί, είναι η πρώτη φορά που το ΣτΕ εισάγει την κρίση ότι τα δάση και οι δασικές εκτάσεις του Δημοσίου δεν αποτελούν κοινόχρηστα πράγματα, αλλά ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου και κατά συνέπεια μπορούν να μεταβιβασθούν, μέσω του ΤΑΙΠΕΔ, σε ιδιώτες. Να ευχαριστήσουμε το ΣτΕ που προσέχει το φυσικό μας πλούτο ως κόρη οφθαλμού…
Αλλά δεν είναι καινούρια ιστορία η μεταβίβαση/πώληση δημόσιων δασών σε ιδιώτες, με πλέον κραυγαλέο παράδειγμα το δημόσιο δάσος των Σκουριών που μεταβιβάστηκε στην «Ελληνικός Χρυσός».
Αν λοιπόν το κράτος μπορεί να δίνει ένα δάσος σε μια ιδιωτική εταιρεία που το παίρνει έτσι …τότε είναι σαφές ότι, από την πλευρά της πολιτικής εξουσίας, ελάχιστοι φραγμοί ή ενδοιασμοί υπάρχουν πλέον ως προς το τι είναι επιτρεπτό να γίνει με τα δάση μας. Το χειρότερο είναι ότι αυτή η απογύμνωση των δασών από τη νομική και συνταγματική τους προστασία γίνεται με τη σφραγίδα του ΣτΕ.
Μεταβίβαση δημοσίων δασών στο ΤΑΙΠΕΔ – Σκέψεις με αφορμή την απόφαση ΣτΕ 4883/2014
Της Σοφίας Ε. Παυλάκη, Δικηγόρου. Πηγή: Δασαρχείο
Σύντομο ιστορικό της υποθέσεως
Η υπ΄ αριθ. 4883/2014 [1] απόφαση του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας εξεδόθη επί αιτήσεως ακυρώσεως της 234/24.4.2013 αποφάσεως της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων (Β΄ 1020/25.4.2013), καθ΄ ο μέρος μεταβιβάζεται χωρίς αντάλλαγμα στην ανώνυμη εταιρεία «Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου ΑΕ» (ΤΑΙΠΕΔ ΑΕ) κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή το ακίνητο «Ξενία Βυτίνας», εκτάσεως 37.534,00 τ.μ. με όλα τα συστατικά, παραρτήματα και παρακολουθήματά του (συμπεριλαμβανομένου του κτηρίου του Ξενία Βυτίνας), το οποίο ανήκει στην κυριότητα της «Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου ΑΕ» (ΕΤΑΔ ΑΕ).
Η συγκεκριμένη έκταση αποτελείται από δύο τμήματα: α) τμήμα 23.100 τ.μ., το οποίο περιήλθε στον ΕΟΤ κατόπιν αναγκαστικής απαλλοτριώσεως προς ανέγερση «Μοτέλ Βυτίνας» δυνάμει της κυα Α6474/1631/16.3.1961 (Δ΄ 37/3.4.1961) και β) τμήμα 14.450 τ.μ. δημόσιας δασικής εκτάσεως, η οποία παραχωρήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο προς τον ΕΟΤ με το βδ/γμα της 23.12.1968 (Α΄ 1/7.1.969). Με την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ) 32/18.12.2003 (Α΄ 299/23.12.2003) ολόκληρο το ακίνητο μεταβιβάστηκε κατά κυριότητα στην εταιρεία Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα ΑΕ κατ΄ άρθρο 9 παρ. 17 του ν. 2837/2000. Ως προς τον χαρακτήρα της εκτάσεως αυτής έχει εκδοθεί η υπ΄ αριθ. 4/27.3.2007 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Νομού Αρκαδίας, με την οποία έχουν χαρακτηρισθεί ως δάσος τμήματα του μεταβιβαζομένου ακινήτου συνολικής εκτάσεως 18.011,56 τ.μ.
Η κρίση του Δικαστηρίου
Το Συμβούλιο της Επικρατείας εδέχθη, μεταξύ άλλων, με την εξεταζόμενη απόφαση ότι τα δάση και οι δασικές εκτάσεις που ανήκουν στο Δημόσιο, σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή σε δημόσιες επιχειρήσεις, όπως εν προκειμένω η ΕΤΑΔ ΑΕ, δεν αποτελούν κοινόχρηστα πράγματα, όπως αβασίμως κατά την κρίση του ισχυρίζονται οι αιτούντες, αλλ΄ ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή της δημοσίας επιχειρήσεως, αντιστοίχως και συνεπώς, είναι δυνατόν να μεταβιβασθούν στο ΤΑΙΠΕΔ κατά τις διατάξεις του ν. 3986/2011 «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015» (Α΄ 152) [2].
Η μεταβίβαση της επίμαχης εκτάσεως στο ΤΑΙΠΕΔ δεν συνεπάγεται κατά το Δικαστήριο, ως προς τα δασικά της τμήματα, άρση της προστασίας που αυτή απολαμβάνει κατά το άρθρο 24 του Συντάγματος και τις διατάξεις του ν. 998/1979 και της λοιπής προστατευτικής για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις νομοθεσίας, δεδομένου ότι το δικαίωμα κυριότητας επί της συγκεκριμένης εκτάσεως περιέρχεται στο ΤΑΙΠΕΔ με όλους τους περιορισμούς και τα βάρη που συνεπάγεται για την ιδιοκτησία η εφαρμογή των διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας (μεταξύ των οποίων και οι περιορισμοί χάριν της προστασίας των δασικού χαρακτήρα τμημάτων της εκτάσεως). Μόνη δε η μεταβίβαση της κυριότητας της επίμαχης εκτάσεως στο ΤΑΙΠΕΔ, κατά τα τμήματά της, που έχουν χαρακτήρα δάσους ή δασικής εκτάσεως, δεν συνεπάγεται οποιαδήποτε μεταβολή στον δασικό χαρακτήρα αυτής.
Συνεπώς, έκρινε το Δικαστήριο απορριπτέους ως αβάσιμους τους προβληθέντες λόγους ακυρώσεως περί παραβάσεως των διατάξεων του άρθρου 24 του Συντάγματος καθώς και τους συναφείς λόγους περί παραβάσεως με την προσβαλλόμενη πράξη των διατάξεων του άρθρου 13 του ν. 1734/1987 [3], με τις οποίες θεσπίζονται ειδικές ρυθμίσεις για την κατ΄ εξαίρεση μεταβολή του προορισμού δασών και δασικών εκτάσεων.
Σκέψεις και προβληματισμοί
Η εξεταζομένη απόφαση ΣτΕ 4883/2014 κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική για τα νομολογιακά χρονικά της χώρας μας σε σχέση με τα δασικά θέματα, καθ΄ ότι εισάγει την κρίση ότι τα δάση και οι δασικές εκτάσεις του Δημοσίου δεν αποτελούν κοινόχρηστα πράγματα, αλλ΄ ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου, δυνάμενα ως εκ τούτου να μεταβιβασθούν στο ΤΑΙΠΕΔ, στο πλαίσιο του καθεστώτος αποκρατικοποιήσεων που θέσπισε ο ν. 3986/2011. Με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 4 περ. β΄-γ΄ ν. 3986/2011 προβλέπεται μεταβίβαση στο ΤΑΙΠΕΔ, μεταξύ άλλων, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, ακινήτων που περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015 καθώς και εμπράγματων δικαιωμάτων επί των ακινήτων αυτών, αλλά και των ακινήτων εν γένει που ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς επίσης και ακινήτων δημοσίων επιχειρήσεων, στην οποία δεν περιλαμβάνονται ακίνητα, τα οποία έχουν χαρακτήρα κοινοχρήστων πραγμάτων κατ΄ άρθρο 967 Αστικού Κώδικα [4].
Ειδικότερα κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα δάση και οι δασικές εκτάσεις, που ανήκουν στο Δημόσιο καθώς και αυτά που ανήκουν σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή σε δημόσιες επιχειρήσεις τελούν (όπως άλλωστε και τα δάση και οι δασικές εκτάσεις που ανήκουν σε ιδιώτες), κατ΄ άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος και τον εκτελεστικό του νόμο 998/1979, σε ιδιαίτερο νομικό καθεστώς προστασίας, το οποίο αποσκοπεί στη διασφάλιση της διατήρησης της δασικής μορφής τους, δεν έχουν όμως σύμφωνα με το Σύνταγμα και την κοινή νομοθεσία, χαρακτήρα κοινοχρήστων πραγμάτων, αλλ΄ αποτελούν, εφ΄ όσον ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο ή σε νπδδ, στοιχεία της ιδιωτικής τους περιουσίας δυνάμενα να μεταβιβασθούν, με όλους τους περιορισμούς και τα βάρη που συνεπάγεται για την ιδιοκτησία τους η εφαρμογή των διατάξεων του Συντάγματος και της κοινής νομοθεσίας περί προστασίας δασών.
Και ναι μεν τονίζεται από το Δικαστήριο ότι η μεταβίβαση της επίμαχης εκτάσεως στο ΤΑΙΠΕΔ δεν συνεπάγεται, ως προς τα δασικά της τμήματα, άρση της προστασίας που απολαμβάνει κατ΄ άρθρο 24 του Συντάγματος και τις διατάξεις του ν. 998/1979 και της εν γένει προστατευτικής για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις νομοθεσίας, ωστόσο η βαρύνουσα και ιδιαίτερη σημασία της αποφάσεως έγκειται στο ότι προβαίνει ρητά σε αφορισμό κι εξαίρεση των δασών και δασικών εκτάσεων του Δημοσίου από τα κοινόχρηστα πράγματα και στην εφ΄ εξής υπαγωγή τους στην ιδιωτική κτήση του Δημοσίου, δυναμένων ως εκ τούτου να μεταβιβασθούν στο ΤΑΙΠΕΔ, εφ΄ όσον κριθεί αναγκαίο, σε ευθεία εφαρμογή των επιταγών του Προγράμματος Αποκρατικοποιήσεων που εισήγαγε ο ν. 3986/2011. Αντιθέτως, κατ΄ άρθρο 966 ΑΚ τα κοινόχρηστα πράγματα είναι εκτός συναλλαγής [5].
Καθίσταται επομένως πρόδηλο πως η συλλογιστική της υπό εξέταση αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας γεννά εύλογη ανησυχία και σπουδαία ερωτηματικά στον δασικό και νομικό κόσμο καθώς και στους υποστηρικτές του περιβάλλοντος εν γένει. Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί πως αν η διαφαινόμενη ως άνω τάση της νομολογίας του Δικαστηρίου ως προς τον χαρακτηρισμό των δημοσίων δασών και δασικών εκτάσεων ως ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου και η δι΄ αυτού μεταβίβασή τους στο ΤΑΙΠΕΔ καθιερωθεί παγίως στο μέλλον, θα καταλήξουμε σύντομα στο σημείο η παρεχόμενη κατ΄ άρθρο 21 ν. 4269/2014 σε συνδυασμό με τα άρθρα 58-59 ν. 998/1979 [6] προστασία στα εντός αστικού και οικιστικού ιστού πάρκα και άλση να είναι, ως προς τις δυνατότητες υλοποίησής της, κατά πολύ ευρύτερη και αυστηρότερη της εφαρμοζόμενης για τα κατ΄ εξοχήν χαρακτηρισμένα δασικά οικοσυστήματα της πατρίδας μας με όλα τα συνεπακόλουθα που μια τέτοιου είδους επιλογή εγείρει. Και τούτο γιατί τα πάρκα και άλση θ΄ αποτελούν πια στην περίπτωση αυτή τις μοναδικές εκτάσεις στη χώρα που θ΄ απολαμβάνουν της προστασίας του Συντάγματος και του νόμου για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις έχοντας ταυτόχρονα, κατά την επιταγή του νόμου, κοινόχρηστο χαρακτήρα και άρα θα συνιστούν και τις μοναδικές εναπομείνασες εκτάσεις που θα διατηρούν την ιδιότητα δημόσιας δασικής κτήσης ανεπίδεκτης συναλλαγής!
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη θεωρία του Εμπράγματου Δικαίου [7], με την «αφιέρωση» ενός πράγματος στην κοινή χρήση επιδιώκεται η απόλαυσή του από όλους γενικά. Τούτο σημαίνει ότι ο πολίτης δικαιούται να χρησιμοποιεί το κοινό πράγμα (κοινόχρηστο) ελεύθερα. Είναι επομένως σαφές ότι με την εξαίρεση από το καθεστώς της κοινοχρησίας των δημοσίων δασών και δασικών εκτάσεων, που προκρίνεται από το σκεπτικό της εξεταζομένης αποφάσεως, καθίσταται στο εξής δυνατή η αφαίρεση από τον Ελληνικό λαό του δικαιώματος ελεύθερης χρήσης και απόλαυσης ενός μείζονος σημασίας περιβαλλοντικού αγαθού, όπως τα δάση και απομειώνεται καίρια η προστασία που το ίδιο το Σύνταγμα και ο νόμος παρέχουν στην έννομη σχέση που καθιδρύεται από την κοινοχρησία και στις εξουσίες που νόμιμα απορρέουν από αυτήν.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι η απόφαση 4883/2014 εξεδόθη όχι από το κατ΄ εξοχήν αρμόδιο για θέματα δασών και φυσικού περιβάλλοντος Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας [8], αλλά από το Δ΄ Τμήμα αυτού, το οποίο προκειμένου να μορφώσει τον δικανικό συλλογισμό του επί της κριθείσας υποθέσεως, απεφάνθη εν προκειμένω για ένα ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας για το σύνολο της δασικής νομοθεσίας και πρακτικής, όπως ο νομικός χαρακτήρας των δημοσίων δασών, η μορφή της δημόσιας δασικής κτήσης και οι εξουσίες που απορρέουν από την ιδιοκτησία του Δημοσίου στα δάση του.
Σε κάθε περίπτωση, το μέλλον θα δείξει τις τάσεις και το πνεύμα που θα επικρατήσουν. Σκοπός άλλωστε του παρόντος άρθρου είναι η έγκαιρη καταγραφή σκέψεων και προβληματισμών προς τον σκοπό του γόνιμου διαλόγου και της ελάχιστης έστω συμβολής προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των επιλογών που θα υπηρετήσουν πιο εύστοχα κι αποτελεσματικά την προστασία του συνταγματικά κατοχυρωμένου αγαθού του δασικού μας πλούτου και του φυσικού περιβάλλοντος εν γένει. Είθε!
__________________________________________
Σημειώσεις
[1] Βλ. το πλήρες κείμενο της απόφ. ΣτΕ 4883/2014 (Τμ. Δ΄) στο περιοδικό «Περιβάλλον & Δίκαιο» (συντ/γρφ: ΠερΔικ) τ. 2/2015 σελ. 262 επ., εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2015.
[2] Όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με τους ν. 4038/2012 (Α΄ 14), ν. 4092/2012 (Α΄ 220) και ν. 4093/2012 (Α΄ 222).
[3] Το άρθρο 13 του ν. 1734/1987 (Α΄ 189) «Βοσκότοποι και ρύθμιση ζητημάτων σχετικών με κτηνοτροφική αποκατάσταση και με άλλες παραχωρήσεις καθώς και θεμάτων που αφορούν δασικές εκτάσεις» καταργήθηκε δυνάμει του άρθρου 53 παρ. 1 περ. ιε΄ του ν. 4280/2014 (Α΄ 159/8.8.2014) με την επιφύλαξη των προβλεπομένων στην παρ. 2 του ως άνω άρθρου, η οποία ορίζει τα εξής: «Οι διατάξεις των εδαφίων της παρ. 2Β του άρθρου 13 του ν. 1734/1987, τα οποία προσετέθησαν με το άρθρο 16 του ν. 2040/1992 και την παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 4208/2013 (Α΄ 252), παραμένουν σε ισχύ. Η παραχώρηση και η αλλαγή χρήσης στις ανωτέρω περιπτώσεις γίνεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, αν πρόκειται για έκταση μέχρι δέκα στρέμματα, του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, αν πρόκειται για έκταση μέχρι πενήντα στρέμματα και του υπουργικού συμβουλίου, αν πρόκειται για μεγαλύτερες εκτάσεις, ύστερα από εισήγηση της οικείας διεύθυνσης δασών. Η απόφαση για την παραχώρηση συνοδεύεται από έκθεση της αρμόδιας υπηρεσίας προστασίας περιβάλλοντος του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής για τις πιθανές επιπτώσεις στο περιβάλλον από την παραχώρηση. Στην έκθεση αναφέρονται οι τυχόν όροι, με τους οποίους θα πρέπει να γίνει η παραχώρηση και τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν για την προστασία του περιβάλλοντος. Η μη συμμόρφωση με τους όρους και η μη εφαρμογή των μέτρων συνιστούν λόγο υποχρεωτικής ανάκλησης της παραχώρησης. Αν πρόκειται για παραχωρήσεις εκτάσεων που βρίσκονται σε παραμεθόριες ή αμυντικές περιοχές, απαιτείται προηγούμενη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας». Τα εδάφια της παρ. 2Β του άρθρου 13 του ν. 1734/1987, τα οποία προσετέθησαν με το άρθρο 16 του ν. 2040/1992 (Α΄ 70) και την παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 4208/2013 (Α΄ 252/18.11.2013) και σύμφωνα με τα ανωτέρω (άρθρο 53 παρ. 1 περ. ιε΄ του ν. 4280/2014), παραμένουν σε ισχύ, ορίζουν τα εξής: «2. […] Β. Η παραχώρηση δημόσιων δασικών εκτάσεων είναι δυνατή εφ΄ όσον δεν έχουν κηρυχθεί αναδασωτέες και δεν έχουν προστατευτική σημασία, με τις ακόλουθες διακρίσεις: […] Β) Επιτρέπεται να παραχωρούνται κατά κυριότητα ή κατά χρήση για ορισμένο χρόνο οι εξής δημόσιες δασικές εκτάσεις: […] Κατ΄ εξαίρεση και για εθνικούς λόγους επιτρέπεται να παραχωρούνται κατά κυριότητα ή κατά χρήση για ορισμένο χρόνο, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3, δημόσιες δασικές ή χορτολιβαδικές εκτάσεις σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, που χαρακτηρίζονται ως κοινωφελή ιδρύματα κατά την έννοια του Αστικού Κώδικα, τα οποία υφίστανται ή συνιστώνται από τα πρεσβυγενή Ελληνορθόδοξα (Ελληνόφωνα ορθόδοξα) Πατριαρχεία της Ανατολής ή την αυτοδιοίκητη Ιερά Μονή και Αρχιεπισκοπή του Όρους Σινά και εξυπηρετούν τους πνευματικούς, πολιτιστικούς, φιλανθρωπικούς, επιστημονικούς και λοιπούς κοινωφελείς σκοπούς των ανωτέρω θρησκευτικών καθιδρυμάτων. Το καθεστώς των παραχωρούμενων εκτάσεων του προηγούμενου εδαφίου δεν θίγεται από το μεταγενέστερο των παραχωρήσεων ή τυχόν παρατάσεων αυτών χαρακτηρισμό των εκτάσεων ως δάση, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν υλοποιηθεί ή βρίσκονται σε εξέλιξη έργα ανέγερσης κτιρίων, κτισμάτων ή εγκαταστάσεων ή προπαρασκευαστικές εργασίες υλοποίησης των έργων αυτών, που κατατείνουν στην πραγμάτωση του σκοπού των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου του προηγούμενου εδαφίου. Η παραχώρηση στις περ. α΄ και γ΄ της παρ. 2Α και στις περιπτώσεις της παρ. 2Β του παρόντος άρθρου διαρκεί όσο υφίσταται ο σκοπός, για τον οποίο έγινε».
[4] Αστικός Κώδικας (ΑΚ) (πδ 456/1984, Α΄ 164), άρθρο 967 «Κοινόχρηστα»: «Πράγματα κοινής χρήσης είναι ιδίως τα νερά με ελεύθερη και αέναη ροή, οι δρόμοι, οι πλατείες, οι γιαλοί, τα λιμάνια και οι όρμοι, οι όχθες πλεύσιμων ποταμών, οι μεγάλες λίμνες και οι όχθες τους». Η απαρίθμηση κοινοχρήστων πραγμάτων που αποδίδεται στο ως άνω άρθρο 967 ΑΚ είναι ενδεικτική και όχι αποκλειστική, για τούτο ο νομοθέτης χρησιμοποιεί τη λέξη «ιδίως» όσον αφορά την αναφορά σε αυτά. Τούτου έπεται ότι γίνεται δεκτή η ένταξη στη ρύθμιση της διατάξεως αυτής και λοιπών αγαθών της δημόσιας κτήσης πέρα από τα ρητώς αναφερόμενα. Υπ΄ αυτή την έννοια χαρακτήρας κοινοχρήστου πράγματος δύναται νομίμως να αποδοθεί και στα δάση και εν γένει δασικά οικοσυστήματα.
[5] Άρθρο 966 ΑΚ «Πράγματα εκτός συναλλαγής»: «Πράγματα εκτός συναλλαγής είναι τα κοινά σε όλους, τα κοινόχρηστα και τα προορισμένα στην εξυπηρέτηση δημόσιων, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών». Κοινά σε όλους κατά τη διάταξη αυτή είναι η θάλασσα και ο ατμοσφαιρικός αέρας.
[6] ν. 4269/2014 (Α΄ 142/28.6.2014) «Χωροταξική και πολεοδομική μεταρρύθμιση – Βιώσιμη ανάπτυξη», άρθρο 21: «Ελεύθεροι Χώροι – Αστικό Πράσινο (ΠΡ)»: «Οι περιοχές ελευθέρων χώρων – χώρων αστικού πρασίνου (ΠΡ) αφορούν: α) Κοινόχρηστους χώρους που καθορίζονται από το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο. Ως κοινόχρηστοι χώροι για την εφαρμογή του παρόντος, νοούνται οι χώροι για την παραμονή, αναψυχή και μετακίνηση πεζών και τροχοφόρων, όπως οδοί, οδοί ήπιας κυκλοφορίας, πεζόδρομοι, αμιγείς πεζόδρομοι, ποδηλατόδρομοι, πλατείες, άλση, πράσινο, και παιδικές χαρές. Στις πλατείες – χώρους πρασίνου επιτρέπονται τα οριζόμενα στο άρθρο 20 του ν. 4067/2012, καθώς και επιπλέον περιορισμένης έκτασης χρήσεις εστίασης και αναψυχής για την εξυπηρέτηση του κοινόχρηστου χώρου, υπό την προϋπόθεση ότι προβλέπονται από το εγκεκριμένο σχέδιο ή και τον πολεοδομικό κανονισμό. Στους χώρους της παραγράφου αυτής επιτρέπεται η κατασκευή υπογείων χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων (σταθμοί αυτοκινήτων) υπό την προϋπόθεση ότι προβλέπεται από τον σχεδιασμό, με μέριμνα όμως διατήρησης της τυχόν υψηλής βλάστησης που φέρουν. β) Ελεύθερους χώρους αστικού και περιαστικού πρασίνου. Οι περιοχές αυτές είναι χώροι εκτός εγκεκριμένων ρυμοτομικών σχεδίων, οι οποίοι προβλέπονται από τον σχεδιασμό και νοούνται ως χώροι για τη δημιουργία πνευμόνων πρασίνου και αναψυχής, με στόχο τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος. Στις περιοχές αυτές επιτρέπονται λειτουργίες και δραστηριότητες ήπιας αναψυχής, κοινωφελείς λειτουργίες και εγκαταστάσεις αστικών υποδομών, υπό την προϋπόθεση ότι προβλέπονται από τον σχεδιασμό». Βλ. περαιτέρω και άρθρο 58 ν. 998/1979 (Α΄ 289) «Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της Χώρας», όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 36 του ν. 4280/2014 (Α΄ 159/8.8.2014): «Πάρκα και άλση – 1α) Υπό την επιφύλαξη των προβλεπομένων στα άρθρα 48 παρ. 1 και 59 του παρόντος καθώς και στο άρθρο 21 του ν. 4269/2014 (Α΄ 142), δεν επιτρέπεται η μεταβολή του κύριου προορισμού και η αναίρεση της λειτουργίας των πάρκων ή αλσών ως και των δασών της περ. ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 69 του νδ 86/1969, όπως ισχύει. β) Η ως άνω απαγόρευση ισχύει επίσης για κοινόχρηστους χώρους πρασίνου, που περιβάλλονται από τον οικιστικό ιστό χωρίς να έχουν ενταχθεί σε σχέδιο πόλης, φέρουν δασική βλάστηση, φυσικώς ή τεχνητώς δημιουργηθείσα και λειτουργούν εκ των πραγμάτων ως πάρκα και άλση. γ) Στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας υπάγονται και τμήματα πάρκου ή άλσους, τα οποία φέρουν μη δασική βλάστηση συνδέονται όμως οργανικά με το σύνολο του πάρκου ή άλσους υπό την έννοια ότι συμβάλλουν στη διατήρηση της φυσικής ισορροπίας του συνόλου. 2. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης εγκρίνονται οι μελέτες διαχείρισης των πάρκων και αλσών. Της έγκρισης αυτής προηγείται θετική γνώμη της αρμόδιας Υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, όπου αυτή απαιτείται, για λόγους προστασίας των αρχαιοτήτων ή κηρυγμένων μνημείων δυνάμει των διατάξεων του ν. 3028/2002. 3. Η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 71 του Δασικού Κώδικα (νδ 86/1969), η οποία προστέθηκε στο άρθρο αυτό με την παρ. 8 του άρθρου 4 του ν. 3208/2003, ισχύει αναλόγως και για τα πάρκα και άλση, νοουμένου, αντί του αναφερομένου στην ως άνω διάταξη Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης, του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. 4. Υφιστάμενα κτίρια και υποδομές εντός πάρκων και αλσών χωρίς έγκριση εξαιρούνται της κατεδάφισης, εφ΄ όσον πληρούν τις προϋποθέσεις της ως άνω διάταξης της παρ. 6 του άρθρου 71 του Δασικού Κώδικα και της προβλεπομένης στη διάταξη αυτή υπουργικής απόφασης και, εφ΄ όσον οι οικείοι ΟΤΑ εξασφαλίσουν εντός τριών (3) ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος τις απαιτούμενες από την κείμενη νομοθεσία εγκρίσεις. 5. Κτίρια, εγκαταστάσεις και υποδομές που πραγματοποιήθηκαν από το Δημόσιο και τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού εντός πάρκων και αλσών κατά παρέκκλιση της κείμενης νομοθεσίας εξαιρούνται της κατεδάφισης. 6. Τυχόν πράξεις της διοίκησης που εκδόθηκαν για την προστασία των εκτάσεων των παρ. 4 και 5 του παρόντος άρθρου ανακαλούνται. 7. Αποφάσεις κήρυξης εκτάσεων ως δασωτέων ή αναδασωτέων που αφορούν πάρκα και άλση αίρονται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης κατόπιν σχετικής εισήγησης της αρμόδιας δασικής υπηρεσίας μετά τη δημιουργία ή αναδημιουργία της δασικής βλάστησης. δ) Έργα απαραίτητα για τη λειτουργία των δασών της περ. ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 69 του νδ 86/1969, όπως ισχύει, των πάρκων και αλσών που συντηρούν και εμπλουτίζουν τη βλάστηση, βελτιώνουν την αισθητική του τοπίου, εξασφαλίζουν την άνετη, ασφαλή κίνηση και εξυπηρέτηση των επισκεπτών και διευκολύνουν τη σωματική άσκηση, την αναψυχή και την πνευματική ανάταση του ανθρώπου δεν συνιστούν μεταβολή της κατά προορισμό χρήσης των εν λόγω δασών, πάρκων και αλσών. Ο τυχόν αναδασωτέος χαρακτήρας τους δεν εμποδίζει την ανάπτυξη των έργων αυτών». Βλ. σχετικά και άρθρο 59 ν. 998/1979, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 36 του ν. 4280/2014 (Α΄ 159/8.8.2014): «Επιτρεπτές επεμβάσεις στα πάρκα και άλση»: «1. Σε πάρκα ή άλση και γενικότερα σε κοινόχρηστους χώρους πρασίνου δύναται, μετά από έρευνα του υπεδάφους για την καταλληλότητα, να κατασκευάζονται έργα του Μετρό ή του Τραμ και τα συνοδό έργα αυτών (π.χ. γραφεία) καθώς και τα προβλεπόμενα στο άρθρο 21 του ν. 4269/2014 με την προϋπόθεση ότι θα αποκατασταθεί πλήρως από τον υπεύθυνο του έργου ή την αναθέτουσα αρχή, μετά το πέρας των εργασιών κατασκευής και στο σύνολο της έκτασης επέμβασης η λειτουργία του πάρκου, του άλσους ή του χώρου πρασίνου ως φυσικού συστήματος εντός του αστικού ιστού. 2α) Η παραχώρηση της χρήσεως πάρκου ή άλσους επιτρέπεται μόνο σε ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, μετά από εισήγηση της αρμόδιας περιφερειακής δασικής υπηρεσίας, υπό τον όρο της μη μεταβολής του προορισμού ή της χρήσης της παραχωρούμενης έκτασης. Επιτρέπονται έργα ή δραστηριότητες που είναι απολύτως αναγκαία για τη λειτουργία του πάρκου ή άλσους. β) Οι παραχωρησιούχοι υποχρεούνται με ευθύνη και δαπάνες τους να συντηρούν και να βελτιώνουν τη βλάστηση, να διαχειρίζονται και να φυλάσσουν τις εκτάσεις η χρήση των οποίων τους έχει παραχωρηθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Οι εκτάσεις αυτές διατηρούν στο ακέραιο πάντοτε το δασικό τους χαρακτήρα. γ) Αν δεν τηρούνται οι όροι της παραχώρησης η τελευταία ανακαλείται. 3. Επιτρεπόμενες χρήσεις στα δάση της περ. ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 69 του νδ 86/1969, όπως ισχύει είναι αυτές της ήπιας αναψυχής και των κοινωφελών λειτουργιών, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 21 του ν. 4269/2014. Οι τελευταίες εγκρίνονται σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις του παρόντος νόμου».
[7] Βλ. σχετ. Απ. Γεωργιάδη, Εμπράγματο Δίκαιο Ι, Κοινόχρηστα, § 13ΙΙΙ, σελ. 122 επ., εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1991.
[8] Κατ΄ άρθρο 8 περ. α΄ του πδ 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (Α΄ 8): «Στο Ε΄ Τμήμα με την επιφύλαξη της έκδοσης προεδρικών διαταγμάτων που προβλέπονται στην παρ. 1 του άρθρου αυτού, υπάγονται οι κατηγορίες υποθέσεων που αφορούν: α) στη νομοθεσία περί προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, των δασών και δασικών εκτάσεων, των υδάτων της αυτοφυούς χλωρίδας και της άγριας πανίδας […]», ενώ και στο άρθρο 5 παρ. 1 περ. α΄ του πδ 361/2001 (Α΄ 244) «Κατανομή σε Τμήματα των υποθέσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας» ορίζεται ότι: «1. Στο Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας υπάγονται τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που αφορούν διαφορές, οι οποίες προκύπτουν από την εφαρμογή της νομοθεσίας για: α) την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, των δασών και δασικών εκτάσεων, των υδάτων, της αυτοφυούς χλωρίδας και της άγριας πανίδας […]».
Πηγή: http://antigoldgr.org