Ξανάρθε ο «φίλος» ο Ολάντ στη «λαϊκή ελλάδας». Πραμάτειες για πούλημα δεν έφερε μαζί του. Άκουσε για ξεπούλημα και ήρθε να «βοηθήσει».
Όλο χαρές ο Αντρίκος ο μικρός τον καλωσόρισε κι έστρωσε ολούθε κόκκινα χαλιά για να διαβεί ο «πελάτης». Διάλεξε Φρανσουά μας, διάλεξε! «Ελλάς – Γαλλία συμμαχία», πάρε κι από το μπακλαβά γωνία, πάρε και το ταψί πεσκέσι.
Πάρε τα τραίνα, πάρε τις γέφυρες, πάρε και το νερό, πάρε κι οικόπεδα, πάρε κι ακρογιαλιές, – ποτάμια θές; – πάρε κι ακίνητα και βίλες κι αυτοκίνητα «στο κόκκινο», πάρε και σκλάβους – κι άμα ξεμείνει τίποτα έχουμε κι εργολάβους. Άργησες λίγο ρε Φρανσουά, τα τελευταία μείνανε. Διάλεξε όμως ότι θες και δώσε ότι νομίζεις.
Τηράτε γύρω είπε ο μουσαφίρης στους σαράφηδες που κουβάλησε και φορτώστε. Η Άγγελα πήρε τα καλύτερα. Αρπάξτε ότι βρείτε, βιαζόμαστε, έρχονται κι άλλοι.
Τι σου έχω για μετά Φρανσουά; «Gazarte» Φρανσουά! Τα πήραμε απ’ τον ΕΝΦΙΑ, μαζεύουμε χαράτσια, πληρώνουν και τα «χάπατα» άγριο φόρο στα πιτόγυρα. Μας παίρνει και για φουά γκρά. Κερνάμε!
Πήρε μαζί το Λάκη το γητευτή να φτιάξει τα κέφια του μουσαφίρη κι από κοντά τον κ. Τσουκαλά, μέντορα του εμπορεύματος κάθε δημόσιας κτήσης …
«Τον χειμώνα ετούτο / άμα τον πηδήσαμε / Γι’ άλλα δέκα χρόνια / άιντε καθαρίσαμε» σιγοψυθίριζε ο Αντρίκος ο μικρός μέσα στη παραζάλη της σαμπάνιας ακούγοντας έξω τη βροχή, κι από κοντά σιγόνταρε κι ο Λάκης στο «Gazarte».
Μικρέ αντρίκο μην μπερδεύεται με τα πρωτοβρόχια. Ο χειμώνας είναι μπροστά και τα μαύρα σύννεφα της οργής δεν τάχεις δεί ακόμα. Η μεγάλη καταιγίδα έρχεται, – και «πολύ φοβάμαι», – χαίρομαι δηλ. απίστευτα – όπου με την κακοκαιριά που θα σε βρει δεν θα πετάνε και τα ελικόπτερα …
Άκις Ξενάκις