Η απάντηση στην «ύβριν» των δανειστών δεν μπορεί να είναι η «νέμεσις» των 47 σελίδων, που ξαναφέρνουν από το παράθυρο το μνημόνιο που βγάλαμε δήθεν από την πόρτα.
Η Γαλλία ως αστικό κράτος δέχθηκε μέσα στο 19ο αιώνα δύο σκληρές και ταπεινωτικές ήττες. Στις 18 Ιουνίου 1815, ο Ναπολέων, που είχε αποκαταστήσει την εξουσία του στη Γαλλία γυρνώντας από την αιχμαλωσία του στην Έλβα, και μετά από 100 μέρες διακυβέρνησης, νικήθηκε από τον ενωμένο στρατό των Βρετανών του δούκα του Γουέλιγκτον και των Πρώσων του Μπλίχερ, στο Βατερλό του Βελγίου στις 18 Ιουνίου 1815. Η ήττα του Βατερλό υπήρξε μια μεγάλη στρατηγική ήττα και για τον επελαύνοντα φιλελεύθερο-δημοκρατικό γαλλικό αστισμό της περιόδου 1792-1815 καθώς και για τη Γαλλία ως μεγάλη περιφερειακή ηγεμονική δύναμη στην Ευρώπη. Ο μεν δημοκρατικός αστισμός χρειάσθηκε πάνω από 50 χρόνια για να αποκατασταθεί στη Γαλλία, η δε Γαλλία ως κρατική δύναμη υποβαθμίστηκε μέσα από τη Συνθήκη της Βιέννης του 1815 και μετασχηματίσθηκε σε μια δευτερεύουσα δύναμη της Ιεράς Συμμαχίας, η οποία λίγο αργότερα θα έστελνε στρατό για να καταστείλει μια ισπανική δημοκρατική εξέγερση.
Η Γαλλία θα χρειαζόταν περίπου σαράντα χρόνια για να αρχίσει να ανεβαίνει και πάλι σημαντικά ως ευρωπαϊκή περιφερειακή δύναμη -με τον πόλεμο της Κριμαίας- και πάνω από πενήντα χρόνια για να αποκαταστήσει το ρόλο της ως δύναμης στην Ευρώπη και διεθνώς με ηγεμονικές αξιώσεις, που θα μπορούσε να διαδεχθεί τη βρετανική ηγεμονία ή έστω να συγκυβερνήσει μαζί με αυτήν. Η ήττα του Βατερλό τελείωσε τη Γαλλία οριστικά ως κυρίαρχο της Ευρώπης και μετέθεσε στο μακρό μέλλον όποια ηγεμονική της αξίωση. Ήταν μια μακροχρόνια στρατηγική ήττα του γαλλικού επαναστατικού αστισμού, ο οποίος, πέραν των άλλων ταπεινώσεων, χρειάστηκε να συγκυβερνήσει με το στέμμα των Βουρβώνων για δεκαπέντε χρόνια και με τον οίκο της Ορλεάνης για άλλα δεκαοκτώ. Ο Μπαλζάκ μας έχει παρουσιάσει λαμπρά τις αντιφάσεις αυτής της «συγκατοίκησης».
Η δεύτερη ήττα, της Γαλλίας του Ναπολέοντος Γ’ στο Σεντάν κατά τον γαλλο-πρωσικό πόλεμο του 1870-1871 (την 1η Σεπτεμβρίου 1870) ήταν, επίσης, μια στρατηγική ήττα για τη Γαλλία. Στο Παρίσι και στην αίθουσα των Κατόπτρων στις Βερσαλλίες, υπογράφηκε η συνθήκη ειρήνης, η οποία μετέτρεπε τη νικήτρια Πρωσία σε ενωμένη γερμανική αυτοκρατορία (στο Β’ Ράιχ), και αφαιρούσε από τη Γαλλία την Αλσατία και την Λωραίνη προς τεράστια απογοήτευση του γαλλικού εθνικού συναισθήματος. Η Κομμούνα και ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Γαλλία, η μετατροπή του εθνικού πολέμου σε εμφύλιο, ήταν η μεγάλη συνέπεια της δεύτερης αυτής ήττας, όπως το περιέγραψαν πανέμορφα οι Μαρξ και Ένγκελς. Όμως, αυτή η επίσης στρατηγική ήττα δεν ήταν τόσο βαρύνουσα για το γαλλικό αστισμό. Συνέτριψε την Κομμούνα, εγκοίτωσε το δημοκρατικό κίνημα σε αυστηρά αστικά πλαίσια (θα περνούσαν αρκετά χρόνια για να ξαναεμφανιστεί ένα πιο μετριοπαθές εργατικό κίνημα στα πρόσωπα των Ζορές και Γκεσντ), αποκατέστησε την αποικιακή και ευρωπαϊκή περιφερειακή δύναμη της Γαλλίας μέσα σε δέκα με δεκαπέντε χρόνια και έφτασε στα όρια ενός αγγλο-γαλλικού πολέμου με το επεισόδιο της Φασόντα στις πηγές του Νείλου το 1894, προτού στραφεί στην Entente και στην ανάσχεση της γερμανικής ισχύος. Η ήττα του Σεντάν ήταν, επίσης, μια στρατηγική ήττα για την Γαλλία, αλλά οι συνέπειές της ήταν πιο βραχυπρόθεσμες και πιο περιορισμένες και της δόθηκε η δυνατότητα να τη διαχειριστεί πιο σύντομα πολύ ικανοποιητικότερα από ό,τι την ήττα του Βατερλό.
Όποια προς το παραπάνω παράδειγμα, η ήττα που θα υποστεί η ελληνική Αριστερά, αν υπάρξει μια συμφωνία πάνω στο σχέδιο των δανειστών ή πάνω στο σχέδιο του «κοινού τόπου δανειστών-κυβέρνησης» που παρουσίασε τις τελευταίες ημέρες η ελληνική κυβέρνηση, θα είναι στρατηγική για τους εργαζόμενους και τη χώρα ούτως ή άλλως, σε κάθε μια από τις δυο εναλλακτικές προτάσεις. Και οι δύο συμφωνίες έρχονται «για να κάνουν το ίδιο κακό στη Συρία», όπως θα έλεγε και ο Αλεξανδρινός μεγάλος ποιητής. Και τα δύο σχέδια συμφωνίας είναι διατυπωμένα -δυστυχώς- στη διεθνή γλώσσα του νεοφιλελευθερισμού, των παγκόσμιων καπιταλιστικών οργανισμών και της παγκοσμιοποίησης («καλές πρακτικές», «βέλτιστα πρότυπα της Ε.Ε.», «συνδρομή του ΟΟΣΑ» και πολλά άλλα). Και τα δύο σχέδια συμφωνίας -το ένα σε πέντε σελίδες στα αγγλικά και το άλλο σε 47, επίσης, σχετικά κακογραμμένες στα αγγλικά, σελίδες- εκκινούν από την υπόθεση εργασίας ότι η καπιταλιστική αναδιάρθρωση πρέπει να προχωρήσει στην Ελλάδα σε συμφωνία με τους δανειστές και την τρόικα και ότι το ακραίο νεοφιλελεύθερο «τρέχον πρόγραμμα» πρέπει να συνεχιστεί και να ολοκληρωθεί. Το σχέδιο των δανειστών θεωρεί ότι αυτό πρέπει να γίνει σκληρά, πολύ βίαια και γρήγορα (με κατάργηση του ΕΚΑΣ, μείωση άμεσα των επικουρικών συντάξεων, ιδιωτικοποίηση και της ΔΕΗ-ΑΔΜΗΕ, τεράστια αύξηση της φορομπηξίας και της έμμεσης φορολογίας κατά των εργαζομένων και των μικροαστικών στρωμάτων κ.ά.) και το σχέδιο της κυβέρνησης ότι αυτό πρέπει να επιβραδυνθεί αλλά πάντως να συνεχιστεί αποφασιστικά – η εμμονή στην τεράστια λίστα ιδιωτικοποιήσεων, η οποία είναι προσβλητική/υποτιμητική και εγκαταλειπτική για τα κοινωνικά κινήματα στο Ελληνικό, τις Σκουριές, για τα περιφερειακά αεροδρόμια, για τον ΟΛΠ και τα λιμάνια κ.ά. και ανοίγει την όρεξη και για την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, η εμμονή στη μη κατάργηση της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος, η μετάθεση στο μέλλον των 751 ευρώ ως κατώτατου μισθού, η εγκατάλειψη της 13ης σύνταξης, η μη κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, η κατάργηση των δήθεν «κακών» συλλήβδην πρόωρων συντάξεων, η εισαγωγή και πάλι του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας του κ. Χαμηλοθώρη και της Νέας Δημοκρατίας για τα προνόμια των τραπεζών στον πλειστηριασμό ακινήτων, που τροφοδότησε έναν μεγάλο αγώνα των δικηγόρων τον 12.2014, η «απελευθέρωση» των δήθεν προνομιούχων ελευθέρων επαγγελμάτων κατά τα «ουκάζια» του ΟΟΣΑ, είναι ενδεικτικές μιας λογικής που θέλει τα μνημόνια να φεύγουν «μένοντας». Η απάντηση στην «ύβριν» των δανειστών δεν μπορεί να είναι η «νέμεσις» των 47 σελίδων, που ξαναφέρνουν από το παράθυρο το μνημόνιο που βγάλαμε δήθεν από την πόρτα.
Όπως είχε επισημάνει από το Φλεβάρη η Αριστερή Πλατφόρμα στον ΣΥΡΙΖΑ, η συμφωνία της 20ής Φλεβάρη ήταν μια μονομερώς και απόλυτα αρνητική για την Ελλάδα συμφωνία, η οποία οδηγεί τώρα στη στρατηγική υποχώρηση του σχεδίου της κυβέρνησης των 47 σελίδων και καταλήγει σε μια ισορροπία απολύτως αρνητική για το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα και την Ευρώπη αλλά και για τα απολύτως σημαντικά κινήματα προάσπισης του κοινωνικού κράτους, της δημόσιας περιουσίας, των κοινωφελών αγαθών και του φυσικού και αρχαιολογικού περιβάλλοντος και κατά των διεκδικήσεων «καταπάτησης» και ιδιοποίησης αυτών των δημοσίων αγαθών από τους μεγάλους μονοπωλιακούς ομίλους, ντόπιους και ξένους.
Ακόμη και αν δεν υιοθετηθούν οι απόλυτες ακρότητες των δανειστών και η «ρήξη» μέσα στην μπανιέρα οδηγήσει στο «δικό μας σχέδιο» πάνω κάτω, η αριστερά στην Ευρώπη και διεθνώς θα δεχτεί ένα πολύ μεγάλο πολιτικό, ψυχολογικό και ηθικό χτύπημα. Ακόμη και αν αυτό δεν είναι ακριβώς ένα νέο «1989», όπως θα συμβεί αν νικήσουν οι δανειστές, θα μοιάζει πολύ με αυτό και θα συγκλίνει σημαντικά προς μια τέτοια κατεύθυνση. Κανένα όργανο ή σώμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί και δεν πρέπει να νομιμοποιήσει το ένα ή το άλλο ενδεχόμενο.
Το αν θα πάμε σε μια στρατηγική ήττα απολύτως συντριπτική και ανέκκλητη για πάρα πολύ καιρό (όπως το Βατερλό) ή σε μια στρατηγική ήττα πιθανόν στο μέλλον ανατάξιμη ή αντιστρεπτή (όπως το Σεντάν), είναι σήμερα ένα σημαντικό αλλά σε τελική ανάλυση δευτερεύον ζήτημα για τη μαχόμενη Αριστερά στην Ελλάδα και την Ευρώπη αλλά και διεθνώς. Η διαφοροποίηση μεταξύ αυτών των δύο κακών εναλλακτικών ίσως απασχολήσει κάποιες υποσημειώσεις των ιστορικών αναλυτών του 21ου αιώνα και επεξηγητών γιατί η Αριστερά έχασε όχι μόνο στον 20ό αλλά και στον 21ο αιώνα. Αυτό που θα συμβεί και στις δύο περιπτώσεις, όμως, αν δεχθούμε την ήττα αυτού ή του άλλου «δρόμου», είναι εξαιρετικά βαρύ και καταθλιπτικό και θα πρέπει να επεξηγηθεί από τώρα καθαρά στους βασικούς policy-makers της ελληνικής κυβερνητικής πλευράς και της διαπραγμάτευσης. Πρόκειται, απλώς, για τα ακόλουθα τρία σημεία:
1. Το βασικό ερώτημα αυτή τη στιγμή δεν είναι το δίλημμα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση», όπως κάποιοι κίβδηλα υποστηρίζουν, αλλά το αν μπορεί να προχωρήσει άμεσα ένα φιλεργατικό και φιλολαϊκό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα μέσα στην Ε.Ε. και μέσα στο διεθνές καπιταλιστικό πλέγμα και μάλιστα χωρίς τις αναγκαίες ρήξεις με αυτό το πλέγμα, όπως υποστηρίζεται, δυστυχώς, από την κυβέρνηση. Το ότι η πρόοδος αυτού του προγράμματος, αναγκαστικά με ρήξεις με αυτό το πλέγμα, θα άνοιγε ένα πεδίο συνολικότερων ρήξεων με το κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό, έχει προειπωθεί από καιρό και είναι ορθό. Το ότι αυτό το άνευ ρήξεων προχώρημα του προγράμματος προκύπτει στην ουσία ανέφικτο ή σχεδόν ανέφικτο μέσα σε αυτά τα πλαίσια, όπως καταδεικνύει και η αρνητική τροπή του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και της διαπραγμάτευσης, πρέπει να μας προβληματίσει τόσο για το αν ο δημοκρατικός δρόμος προς το σοσιαλισμό είναι όντως εφικτός όσο και για το αν ο δημοκρατικός δρόμος ή το μεταβατικό πρόγραμμα μπορεί, όντως, να ξεκινήσει καν ή να προχωρήσει σαν ειρηνικός δρόμος, δηλαδή σαν δρόμος των συνεχών συμβιβασμών.
Αν το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα καταστεί εξαρχής ανέφικτο, αυτό πρέπει να οδηγήσει και σε αναθεωρήσεις στο θεωρητικό επίπεδο όχι σε πιο συντηρητική αλλά σε πιο ριζοσπαστική κατεύθυνση. Δεν μιλάμε για κάποιο φετιχισμό της βίας από μέρους μας αλλά για την τεράστια υλική και συμβολική βία που ασκεί τώρα το κεφάλαιο πάνω μας, ακόμη και διαπερνώντας την ίδια την Αριστερά. Αυτή η βία θα βρει μοιραία κάποια απάντηση. «Όταν το άδικο γίνεται νόμος, η αντίσταση γίνεται καθήκον». Αν αυτή η απάντηση δεν περάσει μέσα από τη μαζική ταξική πολιτική της Αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων, θα οδηγήσει σε άπειρα φαινόμενα μηδενιστικής βίας, φαινόμενα κατάρρευσης του δυτικού πολιτισμού, όπου το ήδη δυτικογενές ISIS θα βρει πολλά ευρωπαϊκά αντίστοιχά του. Όσοι αναιρούν τη δυνατότητα μιας αναδιανεμητικής αριστερής μεταρρυθμιστικής καταρχήν προσπάθειας, θα τρίβουν τα μάτια τους όταν θα θερίσουν αυτά που έσπειραν.
2. Η κοινωνική παθητικοποίηση και η πλήρης πια «ανάθεση» είναι και ταξικά αλλά και εθνικά (από τη σκοπιά της εθνικής κυριαρχίας και του αντιιμπεριαλισμού) απολύτως καταστροφική και απαράδεκτη. Η αλληλοτροφοδότηση ανάμεσα στη σχετική παθητικοποίηση της κοινωνίας και στη μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ σε μετριοπαθή κατεύθυνση και σε αρχηγοκεντρική δομή μεταξύ 2012-2015 συνιστούν ένα καταστροφικό κοινωνικοπολιτικό πλέγμα, που πρέπει να το αντιπαλέψουμε τώρα-άμεσα. Αν αυτό δεν αναταχθεί σύντομα, η συζήτηση περί «κυβέρνησης της Αριστεράς» θα γίνει ένα τελείως κακόγουστο ανέκδοτο και η «δεύτερη φορά σοσιαλδημοκρατία», ενσωματώνοντας στη διακυβέρνηση μυριάδες διαπλεκόμενους ή νεοδιαπλεκόμενους, που συγκροτούν στην πραγματικότητα τη «συνέχεια του νεοφιλελεύθερου αστικού κράτους», θα κάνει το πείραμα του 1981 να φαντάζει απείρως οξύτερο πολιτικά, ανατρεπτικότερο και ριζοσπαστικότερο από το πείραμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Ας θυμηθούμε εδώ ότι το ΠΑΣΟΚ της α’ τετραετίας δεν διαπραγματευόταν ιδιωτικοποιήσεις και μειώσεις συντάξεων αλλά α) έφτιαξε το ΕΣΥ, β) εκδημοκράτισε τα ΑΕΙ, γ) έφτιαξε κάτω και από την πίεση του εργατικού κινήματος έναν από τους πιο δημοκρατικούς εργασιακούς νόμους στην Ευρώπη, δ) έσπασε το ταμπού του αποκλεισμού της Αριστεράς και της εθνικής αντίστασης από την δημόσια ζωή και ε) ενίσχυσε εντός του ατλαντισμού μια πιο ανεξάρτητη ελληνική εξωτερική πολιτική, που, πάντως, δεν άνοιξε και νέες βάσεις στην Ελλάδα. Εντάξει, ας μην κάνουμε την «επανάσταση» τώρα, αλλά ας εφαρμόσουμε έστω ένα ανάλογο για την εποχή μας μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα σε αντιπλουτοκρατική και αναδιανεμητική κατεύθυνση, όπως ήταν αυτό του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ και λιγότερο της ΔΕΘ. Αλλιώς, αν αυτό δεν είναι τελικά εφικτό, αν ο συσχετισμός δεν είναι ώριμος, ας αφήσουμε τελικά την διακυβέρνηση σε αυτούς που τους αναλογεί η «κοινωνική καταστροφή» και ας μη βάψουμε τα χέρια της Αριστεράς με αίμα και λάσπη.
3. Η υπόθεση της Αριστεράς με την γενική και αφηρημένη έννοια μπορεί να αποβεί μια μη υπερασπίσιμη υπόθεση, αν ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΕΑ μετασχηματισθούν με τρόπο ολοκληρωμένο σε μια ριζοσπαστική συνιστώσα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και της φιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας, αν αυτή η Αριστερά αποβεί δύναμη επιβράδυνσης και όχι ανάσχεσης της αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου και της διαδικασίας εξόδου του από τη δομική του κρίση, αν η Αριστερά γίνει αυτό που συχνά οι αναρχικοί περιγράφουν εύστοχα ως η «Αριστερά του κεφαλαίου».
Ακόμη και σε αυτήν την ακραία περίπτωση, το αίτημα για το σοσιαλισμό, τον αντικαπιταλισμό και τον κομμουνισμό του 21ου αιώνα πρέπει να παραμείνει ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά ενεργό και ανοιχτό. Όπως υπήρξε κομμουνιστική Αριστερά πριν από τον ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να υπάρξει και μετά από αυτόν, αν τα πράγματα πάνε όντως άσχημα. Η επιστροφή στην ταξικότητα και την ταξική πάλη των υποτελών τάξεων, στη σύνθετη εργατική ταυτοτική κοινότητα του σήμερα, στη σύνθεση της ισότητας και της ελευθερίας μέσα από τη συνάντηση της μεγάλης αν και πολύμορφης εργατικής κοινότητας με άλλες υποτελείς τάξεις, με άλλες αποκλειόμενες ταυτότητες και ομάδες με έναν δημοκρατικό, μη μεταμοντέρνο/αποσυνθετικό τρόπο, η επιστροφή στο αίτημα για μια ριζοσπαστική δημοκρατία εκεί όπου ακόμη και η τυπική/κοινοβουλευτική δημοκρατία μάς αφήνει οριστικά γεια και καθίσταται το Πλήρες Θέαμα με την ντεμπορική έννοια, η αμφισβήτηση/απόρριψη της επαγγελματικής πολιτικής και των μεγάλων και μικρών γραφειοκρατιών, συμβατικών ή μη συμβατικών, θα είναι τα υλικά μας μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ ή μετά τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ας μη φοβηθούμε να ασχοληθούμε σοβαρά με αυτά, να ξανασκεφτούμε και να ξαναδράσουμε. Το μέλλον ανήκει σε εμάς, στους αγωνιστές και τις αγωνίστριες του σύγχρονου κομμουνισμού. Ό,τι και να γίνει, δεν θα μας νικήσουν!
Ένα σχόλιο
Pingback: Ο ΛΑΟΣ ΕΓΚΡΙΝΕΙ;;; - inred.gr