«Ποιητή της ήττας» τον αποκάλεσαν, γιατί μέσα από τους στίχους του φαίνεται να περνάει η αγωνία και μαζί η απογοήτευση για τις ήττες της αριστεράς. Της αριστεράς με όλο το μεγαλείο που της αναλογεί όπως την οραματίζεται ο ποιητής. Της αριστεράς που φέρνει μέσα της τη ζωή και την ελευθερία και τον έρωτα. Της αριστεράς που ζωντανεύει τα οράματα και τα θάματα.
Ο Αναγνωστάκης πιότερο φοβάται τις ήττες της συνείδησης και τους ατέλειωτους συμβιβασμούς που ακολουθούν. Θλίβεται και οργίζεται για τους συντρόφους που ενσωματώνονται στο σύστημα. Οργίζεται με τους λιποτάκτες. Οργίζεται το ίδιο με τους παραιτημένους. Την ίδια οργή μοιράζεται για τους θεατές. Υπάρχουν «δυο κατηγορίες πάντα, οι δρώντες και οι θεατές.»
Έχει αυταπάτες, το ξέρει, αλλά μαζί τις ξορκίζει. Τις πολεμάει. «Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια | Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί | Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο | Μα στο παιδί δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ Λέω το σκύλο σκύλο, | το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι, | Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω Ονόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας | Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά».
Ο ίδιος δεν δέχτηκε ποτέ τον χαρακτηρισμό του «ποιητή της ήττας». «Κατά καιρούς μ’ έχουν χαρακτηρίσει καθαρά πολιτικό ποιητή. Προσωπικά δεν νομίζω ότι είμαι πολιτικός ποιητής. Είμαι ερωτικός και πολιτικός μαζί. Συνδυάζονται αυτά τα δύο. Είναι η εποχή που τα συνδύαζε αυτά τα δύο. Δηλαδή δεν μπορούσε να είναι κανείς ερωτικός ποιητής, ξεχνώντας το πολιτικό πλαίσιο εκείνης της εποχής που ήταν φουντωμένα τα πολιτικά πάθη. Υπήρχε το πολιτικό στοιχείο μέσα, η έκφραση της πολιτικής, μέσα από μια ερωτική κατάσταση όμως. Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνουμε αυτό το πράγμα εύκολα. Γι’ αυτό αρνούμαι όλα αυτά περί “ποίησης της ήττας’ και τα σχετικά. Δεν είναι ποίηση της ήττας. Είναι μια αγωνία για την εποχή, ένα άγχος για την εποχή. Όταν τελείωσε η εποχή, τελειώνει κι η ποίηση. Δεν μπορείς να γράφεις συνεχώς ποίηση. Δεν είμαι επαγγελματίας ποιητής. Αισθάνομαι την ποίηση σαν τρόπο έκφρασης επειδή δεν μπορούσα να εκφραστώ διαφορετικά. Δηλαδή ήταν η εποχή τόσο πιεσμένη, τόσο δύσκολη, που μόνο εκφράζοντας τον πόνο του μπορούσε κανείς να την αντέξει»
Οι νικημένοι
Ανάβαλες την τελευταία πάντα μέρα τη φυγή σου,
Είχαμε μέσα κι οι δυο μας βαθιά τον πανικό του χωρισμού,
Νοσταλγούσαμε τόσο να χαρίσουμε τις αβέβαιες πλάνες μας στ’ όνειρο,
Όμως ποιος δε λογάριασε τα λευκά καλοκαίρια που πληγώσαν τα χρόνια μας,
Ποιος δεν επίστεψε πως δεν είχαμε ακόμα πληρώσει το χρέος μας ολάκερο
Και βρίσκουμε την κρίσιμη τούτη στιγμή αιχμάλωτους όρκους στη νιότη μας,
αισθήματα πιο πλούσια από τ’ άναμμα της σάρκας;
Ξέρεις πως πια ξεχάσαμε τ’ αμέριμνα παιδιά που σπαταλούσαν το γέλιο τους,
Ξέρεις πως θά ’ρθει μια μέρα που θα φορέσουμε αλογάριαστα ολόγυμνοι τον εαυτό μας.
Συντροφεύοντας τις ακριβές μας αμφιβολίες, ξαγρυπνήσαμε ατέλειωτες νύχτες
Χωρίς δίπλα μας να ’ναι κανείς ν’ ακούσει την αγωνία της φωνής μας.
Αγαπήσαμε μια τρικυμία καινούρια,
Κι όμως γιατί ν’ αναβάλλουμε πάντα την ώριμη χρονολογία;
Και μένουμε δυο νικημένοι μ’ ολιγόπιστα μάταια φερσίματα.
Όλα έχουν αποδελτιωθεί
«Τώρα μπορεί ο καθένας να μιλά και κυρίως να γράφει
για την αγωνία της εποχής το αδιέξοδο
την απανθρωπία του αιώνα
τη χρεωκοπία των ιδεολογιών τη βαρβαρότητα της μηχανής
για δίκες για ρήγματα για φράγματα
για ενοχές για γρανάζια
όλα έχουν κωδικοποιηθεί
ταξινομηθεί
αποδελτιωθεί»…
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε ιατρική και απέκτησε την ειδικότητα του ακτινολόγου στη Βιέννη . Φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Το 1951, απελευθερώνεται με την γενική αμνηστία. Εργάζεται ως Ιατρός μέχρι το 1978 στη Θεσσαλονίκη, αφουγκράζεται και γράφει συνάμα. Το 1979 κυκλοφορεί μια συγκεντρωτική έκδοση με τα ποιήματά του. Το 1983 κυκλοφορεί ιδιωτικά το αυτοβιογραφικό σχόλιο «Y.Γ.» κι έκτοτε δεν πραγματοποιεί καμία δημόσια παρέμβαση. Φεύγει στις 23 Ιουνίου του 2005 στην Αθήνα.
«Αυτή η ανεξέλεγκτη και χειμαρρώδης αντιστασιολογία, πόσω μάλλον από ανθρώπους που όψιμα ανακάλυψαν αυτό το ορυχείο, ομολογώ ότι με εκνευρίζει λίγο, με μελαγχολεί. Δεν διέπομε από κανένα πνεύμα ρεβανσισμού και δεν αισθάνομαι καλά σε ένα κλίμα φραστικού παλικαρισμού που γίνεται εκ του ασφαλούς βέβαια. Είμαι ξένος σε αυτό το κλίμα. Κυρίως με ενοχλεί ο στόμφος, τα μεγάλα λόγια, η καθυστερημένη επίδειξη τίτλων και ευσήμων που για μένα ελάχιστοι τα δικαιούνται και αυτοί είναι εκείνοι που δεν τα προβάλλουν. Η ιστορία πλαστογραφήθηκε, εξευτελίστηκε, παραποιήθηκε. Το θέμα είναι να μην ξαναγράψουμε μια ιστορία πάλι με αποσιωπήσεις, εν ονόματι σκοπιμοτήτων δικών μας αυτή τη φορά. Αυτό μας ρίχνει σε έναν φαύλο κύκλο λειψής ενημέρωσης και κακής πληροφόρησης των νεότερων γενιών»
Κι ήθελε ακόμη
Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ Δεν παραδέχτηκα την ήττα.
Έβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Μιλάτε, δείχνετε πληγές, αλλόφρονες στους δρόμους
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία
Καρφώσατε σ’ εξώστες με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα
Η διάγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.
Εκεί, προσεκτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω τάξη,
Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω,
Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω
Όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.
Ο Μανώλης Αναγνωστάκης δεν παραδέχτηκε ποτέ την ήττα. Αγωνιούσε για τη Νίκη θέλοντας να μας πείσει πως μπορούμε να την αρπάξουμε και μέσα από τα δόντια της ήττας.