1948-1963: Το μετεμφυλιακό πολιτικό καθεστώς ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς του επιδιώκοντας να θωρακίσει τη νίκη του επι του λαϊκού παράγοντα. Έχοντας κερδίσει τον εμφύλιο,περίοδο στην οποία θεωρήθηκε επιβεβλημένη η δολοφονία και του αμερικανού δημοσιογράφου George Polk, επιχειρεί να τρομοκρατήσει την αριστερά που σηκώνει ξανά κεφάλι και δολοφονεί 15 χρόνια αργότερα τον Γρηγόρη Λαμπράκη.
«Σήμερα, ένα σύμφυρμα κλεφτών, βιαστών, δοσίλογων και κάθε είδους κακοποιών, εμφανίζεται ως προστάτης κοινωνικών καθεστώτων, ως φύλακας ιερών και οσίων και ως Κέρβερος του νόμου και της τάξης» – Εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας
Από την απελευθέρωσή της μέχρι το 1967, η Θεσσαλονίκη, αναδείχθηκε σε αδιαμφισβήτητη πρωτεύουσα των πολιτικών δολοφονιών και των οξύτερων ταξικών συγκρούσεων, κυρίως εξαιτίας της καθαρότητας που είχε η ταξική της διαστρωμάτωση.
Όλες οι πολιτικές δολοφονίες που έγιναν στη Θεσσαλονίκη ήταν προϊόν της συνεργασίας της κρατικής εξουσίας με τον υπόκοσμο, από την οποία γεννήθηκε το παρακράτος, ένας ιδιότυπος «θεσμός» που δραστηριοποιείται πέραν των ορίων της νομιμότητας (με καθοδηγητικά όργανα που απαρτίζονται από κρατικούς αξιωματούχους και εκτελεστικά όργανα που στρατολογούνται από τον υπόκοσμο), και λειτουργείως εγγυητής της υφιστάμενης εξουσιαστικής τάξης πραγμάτων.
Η ιστορία κινείται σε δύο επίπεδα: Ένα εμφανές, που το βλέπουν και το ζουν όλοι, και ένα αφανές, γνωστό σε λίγους μυημένους που κινούν τα νήματα της πολιτικής ζωής.
Στο αφανές επίπεδο, η ελληνική ιστορία των δύο πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών σφραγίστηκε ανεξίτηλα από δύο πολιτικές δολοφονίες:
Τη δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ στις 8 Μαΐου 1948 και τη δολοφονία του Έλληνα βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη στις 22 Μαΐου 1963.
- Η δολοφονία του Τζορτζ Πολκ σηματοδότησε την αρχή μιας διεργασίας που οδήγησε στην εμπέδωση της αμερικανοκρατίας και του μετεμφυλιακού κράτους του τρόμου στην Ελλάδα.
Ο Φοίβος Οικονομίδης στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ της 5ης Μάη 2013 αναλύσει την δολοφονία του Πολκ: Η εσωτερική ένοπλη ελληνική σύγκρουση της περιόδου 1946-1949 απασχόλησε έντονα τις Ηνωμένες Πολιτείες, που από τον Μάρτιο του 1947, μετά την αναγγελία του Δόγματος Τρούμαν, έριχναν όλο τους το βάρος για τη νίκη εναντίον των Ελλήνων ανταρτών.
Μία αποφασιστική νίκη στο πεδίο της μάχης θα ήταν επιβεβαίωση του νέου ηγετικού ρόλου των ΗΠΑ στο Δυτικό κόσμο απέναντι στη Σοβιετική Ενωση και τους αντάρτες φίλους της. Αλλά κάθε πόλεμος δεν περιορίζεται μόνο στα πεδία των μαχών, διεξάγεται και διά μέσου του Τύπου και των άλλων μέσων ενημέρωσης στα «μετόπισθεν», προς επηρεασμό της κοινής γνώμης, όταν μάλιστα συμπίπτει και με την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Την περίοδο 1946-1948 δημοσιεύονταν ανταποκρίσεις στον αμερικανικό Τύπο ή μεταδίδονταν από το ραδιόφωνο, που άρχισαν να κρίνονται από την αμερικανική και την ελληνική κυβέρνηση ως «καταστροφικές» για τα κοινά τους συμφέροντα και τον κοινό τους αγώνα εναντίον των Ελλήνων ανταρτών.
Ένας από τους Αμερικανούς δημοσιογράφους, που βρέθηκε στο στόχαστρο των κυβερνήσεων Ελλάδας και ΗΠΑ, υπήρξε αναμφίβολα και ο Τζορτζ Πολκ, που το πτώμα του βρέθηκε να επιπλέει δεμένο χειροπόδαρα και με δεμένα τα μάτια στον κόλπο του Θερμαϊκού την άνοιξη του 1948.
Πτώμα στη θάλασσα
Εκείνο το πρωί της 16ης Μαΐου ο βαρκάρης Λάμπρος Αντώναρος, κάνοντας ένα συνηθισμένο αγώι με τη βάρκα του στη θάλασσα της Θεσσαλονίκης, διέκρινε, όπως και οι συνεπιβάτες του, έναν ανθρώπινο όγκο να επιπλέει. Ηταν το πτώμα του γνωστού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ, ανταποκριτή για την Ελλάδα και τη Μέση Ανατολή του ραδιοφωνικού δικτύου της Νέας Υόρκης CBS (Columbia Broadcasting System).
Η δολοφονία του Πολκ αποτέλεσε μια κλασική ενέργεια Πολιτικού και Ψυχολογικού Πολέμου, η πρώτη ενέργεια στο μεταπολεμικό κόσμο που στόχευε να επηρεάσει βαθιά τη δημοσιογραφική οικογένεια, με όλα τα στοιχεία αποπροσανατολισμού, παραπλάνησης και προειδοποίησης. Οπως και επηρεασμού της κοινής γνώμης προς την επιθυμητή κατεύθυνση, που εκείνη τη στιγμή ήταν η ήττα επί του πεδίου της μάχης του ένοπλου ελληνικού αριστερού κινήματος και των θεωρούμενων συμμάχων του.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι τα δύο βασικά θύματα της υπόθεσης, ο Αμερικανός Πολκ και ο Ελληνας Γρηγόρης Στακτόπουλος, ανήκαν στη δημοσιογραφική οικογένεια, όπως και ένα μεγάλο μέρος των όσων κατέθεσαν, ανακρίθηκαν, συνελήφθησαν και ενεπλάκησαν άμεσα ή έμμεσα με την υπόθεση.
Ο Τζορτζ Ουάσινγκτον Πολκ γεννήθηκε στις 17 Οκτωβρίου του 1913 στο Φορτ Ουόρθ του Τέξας. Κατά το 1938 άρχισε τη δημοσιογραφική του καριέρα στην Απω Ανατολή, στην εφημερίδα «Εσπερινά Νέα της Σανγκάης».
Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Πολκ υπηρέτησε στην αεροπορία Ναυτικού των ΗΠΑ και τραυματίστηκε βαριά σε αεροπορικό ατύχημα κατά τις επιχειρήσεις στον Ειρηνικό. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1947 ο Πολκ έκανε το δεύτερο γάμο του με την Ελληνίδα Ρέα Κοκκώνη στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου στο Κολωνάκι.
Ο Κώστας Χατζηαργύρης
Στην Ελλάδα συνδέθηκε στενά επαγγελματικά και φιλικά με το δημοσιογράφο Κώστα Χατζηαργύρη, που οι ελληνικές και οι αμερικανικές υπηρεσίες θεωρούσαν «τον ικανότερο πράκτορα του ΚΚΕ».
Οι υποψίες περιστρέφονται και περί το στενό συνεργάτη του Χατζηαργύρη, τον Πολκ, καθώς οι μυστικές υπηρεσίες διαπιστώνουν επαφές του Αμερικανού δημοσιογράφου με το Σοβιετικό ανταποκριτή του TASS στην Ελλάδα, Λεονίντ Βελιτσάνσκι, στην πραγματικότητα εκπρόσωπο των μυστικών υπηρεσιών της πατρίδας του, που έχει διακριτικές επαφές με το ΚΚΕ. Από το καλοκαίρι του ’47 η αμερικανική πρεσβεία είχε μεταδώσει ότι ο Κ. Χατζηαργύρης είχε «επαφές με τη σοβιετική πρεσβεία» και «την άκρα αριστερά».
Στα τέλη του 1947 αναδημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Το Βήμα» ένα άρθρο του Πολκ σε αμερικανικό περιοδικό, που δυσαρέστησε έντονα την ελληνική κυβέρνηση.
Ο Χατζηαργύρης, που εργαζόταν στο «Βήμα», είχε συμβάλει σ’ αυτό το δημοσίευμα.
Ο μόνιμος υφυπουργός Εξωτερικών, Π. Πιπινέλης, υπέδειξε ότι το άρθρο του Πολκ ενέχει «εν αυτώ ψευδολογίας υπερβαινούσας όρια επιπολαιότητος, αίτινες όμως είναι επιδεκτικαί να προκαλέσωσι δυσφορίαν αμερικανικής κοινής γνώμης απέναντι βοηθείας εις Ελλάδαν».
Με αφορμή το άρθρο του Πολκ στο «Harper’s Magazine», που αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα, άρχισε μια πιο εκτεταμένη συζήτηση μεταξύ ελληνικής και αμερικανικής κυβέρνησης.
Ανταποκρίσεις – δηλητήριο
Στα τέλη Φεβρουαρίου 1948 ανώτερος εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δήλωσε στον Ελληνα πρεσβευτή ότι η κυβέρνησή του είχε συναίσθηση ότι «οι συχνές εχθρικές ανταποκρίσεις» των Αμερικανών δημοσιογράφων στην Ελλάδα «ήταν καταστροφικές για τα συμφέροντα της αμερικανικής και της ελληνικής κυβέρνησης».
Στις 18 Φεβρουαρίου ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Τζορτζ Μάρσαλ, εκδήλωσε την έντονη δυσφορία του σε τηλεγράφημά του προς την Αθήνα, τονίζοντας ότι «συμμεριζόταν τις ανησυχίες για τις πολυάριθμες αμερικανικές δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις που καταφέρονταν εναντίον της ελληνικής κυβέρνησης και του ελληνικού εθνικού στρατού». Γι’ αυτό ο στρατηγός Μάρσαλ έδωσε εντολή «να εξηγηθεί» σε όλο το αμερικανικό προσωπικό της πρεσβείας στην Αθήνα «το δηλητηριώδες αποτέλεσμα που παράγεται στην Ελλάδα και τις ΗΠΑ από τέτοιου είδους ανταποκρίσεις».
Στις αρχές Απριλίου 1948 ο πρώην πρωθυπουργός Εμμανουήλ Τσουδερός σήμανε συναγερμό στην αμερικανική πρεσβεία της Αθήνας, αναφέροντας για μια ειρηνευτική πρωτοβουλία εκ μέρους των κομμουνιστών που ερχόταν στην επιφάνεια.
Οι Αμερικανοί και οι Ελληνες σύμμαχοί τους την αποκάλεσαν «σοβιετική επίθεση ειρήνης», που στόχευε σε «μία προσπάθεια αποσταθεροποίησης της κυβερνητικής επίθεσης» εναντίον των ανταρτών, ώστε να τους σώσει από την ήττα.
Ο Αμερικανός επιτετραμμένος στην Αθήνα, Καρλ Ράνκιν, ενημέρωσε την Ουάσιγκτον ότι ο στρατιωτικός ακόλουθος συνταγματάρχης Χάρβι Σμιθ και η CAS (CIA) προσπαθούσαν ν’ ανακαλύψουν τα νήματα αυτής της ειρηνευτικής πρωτοβουλίας, που τη θεωρούσαν θανάσιμο κίνδυνο.
Η συνέντευξη με Βαφειάδη
Ακριβώς αυτή τη χρονική περίοδο, στις 17 Απριλίου 1948, ο Πολκ έφτασε στην Αθήνα με κύριο στόχο να πετύχει μια συνέντευξη με τον αρχηγό των ανταρτών Μάρκο Βαφειάδη. Είναι πλέον φανερό ότι «η επίθεση ειρήνης» θα μπορούσε να περάσει διά μέσου του Πολκ, υπό τη μορφή συνέντευξης, στην αμερικανική κοινή γνώμη και «να προκαλέσει φιλελεύθερα συναισθήματα» υπέρ της ειρήνευσης και έτσι ν’ αποτρέψει τη νέα πολεμική εκστρατεία του ελληνικού στρατού που μόλις έχει αρχίσει.
Ο Πολκ, που έχει στενές σχέσεις με τον Χατζηαργύρη και επαφές με το Ρώσο Βελιτσάνσκι, δεν κρύβει καθόλου τις ειρηνόφιλες διαθέσεις του ούτε την έντονη επιθυμία του για μια συνέντευξη με τον Μάρκο, ακριβώς τη στιγμή που προβάλλει η σοβιετική «επίθεση ειρήνης».
- Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη σηματοδότησε την έναρξη της διαδικασίας του ξεφτίσματος αυτού του καθεστώτος υποτέλειας και καταπίεσης.
- Η δολοφονία του Πολκ καθόρισε το πολιτικό κλίμα μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε η πρώτη μεταπολεμική γενιά.
- H δολοφονία του Λαμπράκη προσδιόρισε την πολιτική της ενηλικίωση.
Στις 22 Μαΐου 1963, ο Γρηγόρης Λαμπράκης, 51 ετών, υφηγητής της ιατρικής, βαλκανιονίκης, μαχητικός ειρηνιστής και ανεξάρτητος βουλευτής της Αριστεράς, δολοφονήθηκε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, με την εναρμονισμένη δράση του κράτους, του παρακράτους και του υποκόσμου.
Κατά τις 100 ώρες του ψυχορραγήματος του Γρηγόρη Λαμπράκη στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, ο ελληνικός λαός ξεπέρασε τους φόβους που του καλλιεργούσε μεθοδικά επί 15 χρόνια η συνδυασμένη δράση των ορατών συνταγματικών και των αόρατων εξω-συνταγματικών κέντρων εξουσίας: Της αμερικανικής πρεσβείας, του υποτελούς «ελληνικού» κράτους και του παρακράτους.
Εκείνες τις ώρες, που βιώθηκαν ως «στιγμή της αλήθειας», η ελληνική κοινωνία συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να διεκδικήσει κάποια στοιχειώδη δικαιώματα στη ζωή και την ελευθερία, ενάντια στο πολύμορφο πλέγμα των αμερικανοκρατούμενων θεσμών και μηχανισμών που επιδίωκαν να την καθηλώσουν στο ρόλο μιας τριτοκοσμικής αποικίας.
Κάτω από την επίδραση αυτής της συλλογικής συνειδητοποίησης, ήταν φανερό ότι οποιαδήποτε τρομοκρατική δράση του κράτους και του παρακράτους, θα αναβίωνε γεγονότα παρόμοια μ’ αυτά του Μάη του 1936.
Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη πυροδότησε εσωτερικές πολιτικές διεργασίες που καθιστούσαν αδύνατη τη συνέχιση της ύπαρξης του ιδιότυπου ημιφασιστικού αυταρχικού μετεμφυλιακού κράτους, το οποίο εξασφάλιζε την αποικιακό έλεγχο της χώρας από τις ΗΠΑ.
Μέσω αυτών των διεργασιών, η ελληνική κοινωνία διεκδίκησε το ξεπέρασμα των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου (που της επέβαλαν οι «προστάτες» της) και τον εκδημοκρατισμό της. Και η Ουάσινγκτον απάντησε με την καταφυγή στην ανοικτή στρατιωτική δικτατορία, δοκιμάζοντας το «χιλιανό μοντέλο» σε μια ευρωπαϊκή χώρα, έξι χρόνια πριν το εφαρμόσει στη Χιλή, με απείρως πιο βάρβαρο και θηριώδες τρόπο.
Οι πρωταγωνιστές του κράτους και του παρακράτους που δολοφόνησαν τον Γρηγόρη Λαμπράκη, είχαν δύο κοινά χαρακτηριστικάπου καθόριζαν το βαθμό της ομοιότητας και της αλληλεξάρτησής τους:
- Όλοι τους σχεδόν είχαν σταδιοδρομήσει στο κλίμα του δοσιλογισμού: Είχαν υπηρετήσει τους κατακτητές και διασώθηκαν από τις ποινικές και ηθικές συνέπειες της προδοσίας τους μόνο χάρη στο γεγονός ότι, με ευθύνη των ξένων δυνάμεων και του ελληνικού πολιτικού κόσμου, η Ελλάδα σύρθηκε σ’ ένα ανθρωποβόρο εμφύλιο πόλεμο, από τον οποίο αναδείχθηκε η αμερικανοκρατία ως κυρίαρχο στοιχείο στο διακανονισμό των υποθέσεων του τόπου. Κι’ αυτό είχε ως αποτέλεσμα, να είναι «δικαιωμένο» αφ’εαυτού, οτιδήποτε γινόταν στο όνομα του «αντικομουνισμού».
- Όλοι τους είχαν αναγάγει την εθνικοφροσύνη σε χρυσοφόρα δραστηριότητα, η οποία τους επέτρεπε να μεταμορφώνουν το προδοτικό και δοσιλογικό παρελθόν τους σε ύψιστη εθνική «προσφορά» και (μέσω του επαγγελματικού αντικομουνισμού) να διασφαλίζουν τα προς το ζην και να μετέχουν στη νομή της εξουσίας σε διάφορα επίπεδα.
Όπως επισήμανε ο αείμνηστος εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας, κατά την αγόρευσή του στη δίκη των δολοφόνων του Λαμπράκη, το Δεκέμβριο 1966:
«Οι μηχανισμοί που δολοφόνησαν τον Λαμπράκη, αποτελούνται από κατάλοιπα υποπροϊόντων του Χίτλερ, από γιγαντοκύτταραδοσιλογικής λευχαιμίας… από κακοποιούς διαφόρων βαθμών και ειδών, από ιδεολογικούς σκηνίτες και από άλλους φτωχούς διαβόλους… Από τέτοια κοινωνικά βυθοκορήματα αναμενόταν βοήθεια και σ’ αυτά θα ανατιθόταν σε ώρα κρίσης, η ενίσχυση των Σωμάτων Ασφαλείας και η μεγάλη και άγια υπόθεση «της υπερασπίσεως της Πατρίδος και του Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού παντού, πάντοτε και δι’ όλων των μέσων», κατά τους σκοπούς της οργάνωσης του Γιοσμά που αναγράφονται πίσω από την ταυτότητα του Γκοτζαμάνη… Σήμερα, εδώ, ένα σύμφυρμα κλεφτών, βιαστών, δοσίλογων και κάθε είδους κακοποιών, εμφανίζεται(προς εθνοκαπηλεία και ανομολόγητους ιδιοτελείς σκοπούς) ως προστάτης κοινωνικών καθεστώτων, ως φύλακας ιερών και οσίωνκαι ως Κέρβερος του νόμου και της τάξης. Τι άλλο έπρεπε να περιμένει κανείς απ’ αυτό πλην του ότι θα εξελισσόταν σε κακοήθη νεοπλασία της κοινωνίας;»
Mετά τον πόλεμο και την αναπόφευκτη κατάρρευση της παραδοσιακής αποικιοκρατίας, η ανατέλλουσα αμερικανική νέο-αποικιοκρατία, προκειμένου να επιβάλλει και να εμπεδώσει την κυριαρχία της στη ζώνη της επιρροής της, έπρεπε:
Να εξουδετερώσει τα λαϊκά στρώματα που είχαν χειραφετηθεί μέσα από την εμπειρία της συμμετοχής τους στην Αντίσταση.
Να διαμορφώσει ένα νέο στρώμα ντόπιων αποικιακών διαχειριστών, πράγμα που προϋπέθετε την παλινόρθωση της παλιάς πολιτικής τάξης (που η Αντίσταση είχε βάλει στο περιθώριο), τη χρησιμοποίηση των δυνάμεων που είχαν συνεργαστεί με τους κατακτητές και τη συνεργασία με τον υπόκοσμο.
Στην κατεύθυνση αυτή, μεθοδεύτηκε η συνεργασία των μυστικών υπηρεσιών και του οργανωμένου εγκλήματος, που οι δραστηριότητές τους αλληλο-επικαλύπτονται στ’ όνομα της αντιμετώπισης του «κομμουνιστικού κινδύνου». Κι αυτό συντέλεσε στον αμοιβαίο μετασχηματισμό τους:
Μέσα απ’ αυτή τη συνεργασία, το οργανωμένο έγκλημα πολιτικοποιείται διαμέσου της εξυπηρέτησης πολιτικών στόχων που του τίθενται από τις μυστικές υπηρεσίες (όπως το σπάσιμο των απεργιών, οι βιαιότητες σε βάρος της αριστεράς και η διάπραξη πολιτικών δολοφονιών), και οι μυστικές υπηρεσίες εγκληματοποιούνται, χρησιμοποιώντας τα μέσα του οργανωμένου εγκλήματος.
Όπως συνέβη κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο σε όλες τις εξαρτημένες χώρες, έτσι και στην Ελλάδα (που πέρασε εν μια νυκτί από την αγγλοκρατία στην αμερικανοκρατία), η νέα τάξη πραγμάτων οργανώθηκε έχοντας ως πυρήνα της την αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα, γύρω από την οποία ενεργοποιούνταν οι δοτές εξουσίες των Ανακτόρων, της κυβέρνησης (Αλέξανδρος Παπάγος, Κωνσταντίνος Καραμανλής), του κρατικού μηχανισμού, των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας, της οικονομίας, της δικαιοσύνης, των μυστικών υπηρεσιών, των παρακρατικών συμμοριών και του υπόκοσμου.
Όλο αυτό το πλέγμα της εξάρτησης και της ανομίας, θρυμματίστηκε στις 22 Μαΐου 1963, με την άνανδρη δολοφονία του ανεξάρτητου βουλευτή της αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη από το σκοτεινό μηχανισμό που συγκροτούσαν τα «κοινωνικά βυθοκορημάτα», η ηγεσία των ενόπλων βραχιόνων του κράτους (χωροφυλακή, αστυνομία, ΚΥΠ, ΛΟΚ) και οι επαγγελματίες φονιάδες της «Επιχείρησης Stay Behind» της CIA, που εξειδικεύτηκε στα καθ’ ημάς ως «Επιχείρηση Κόκκινη Προβιά».
Δείτε και εδώ: ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΤΑΚΤΟΠΟΥΛΟΣ: Άλλο ένα θύμα του παρακράτους.