Είναι αλήθεια, ότι για λίγες εβδομάδες ή για ένα διάστημα 2-4 μηνών (στο βαθμό που δεν έχει υπάρξει προετοιμασία), κατά την επιστροφή στη δραχμή, μπορεί να υπάρξουν σημαντικές δυσκολίες και προβλήματα. Όμως μετά την συννεφιά, την βροχή ή την σύντομη καταιγίδα, που η διάρκειά τους και το τι ακριβώς θα συμβεί, θα εξαρτηθεί από την τεχνική και πολιτική ετοιμότητα, το σίγουρο είναι ότι θα βγει ένας λαμπρός ήλιος. Τα πιο πολύτιμα κέρδη της δραχμής είναι αυτά που περιγράφει (και) η ορθόδοξη οικονομική θεωρία, των άριστων νομισματικών περιοχών, η ανάκτηση των μέσων οικονομικής πολιτικής, ευστάθειας και ρύθμισης της οικονομίας, που η Ελλάδα θυσίασε, κάνοντας το τεράστιο σφάλμα εισόδου στην ΟΝΕ. Το ευρώ είναι μια ένωση ανομοιογενών και άνισων οικονομιών, χωρίς τον βαθμό ολοκλήρωσης που απαιτείται, απουσία ισχυρών μεταβιβαστικών πληρωμών και οποιονδήποτε αντίστοιχων μέσων άμβλυνσης των περιφερειακών ανισοτήτων που αυτό εντείνει. Το ευρώ οδηγεί στα όριά της, την αντίθεση κέντρου-περιφέρειας της Ε.Ε. Η Ζ.Ε., ο σκληρός πυρήνας της Ε.Ε., είναι η περιοχή της απόλυτης αγοράς, που μέσα της, απαγορεύεται κάθε εθνική-κρατική παρέμβαση για την ρύθμιση της οικονομίας, ή την ομαλοποίηση της ανεργίας. Με την είσοδο στην ΟΝΕ, η Ελλάδα ύψωσε σε δεύτερη δύναμη τις ολέθριες οικονομικές συνέπειες από την ένταξη στους μηχανισμούς της κοινής αγοράς. Σε χώρες και οικονομίες όπως η ελληνική, ευρώ σημαίνει έρημος.
Παρά την παραφιλολογία της εποχής των διάφορων ευρώ-μανών, που τα επιχειρήματά τους και η «λογική» τους είναι κατώτερα των ιεχωβάδων, οι ελευθερίες και τα κέρδη της Δραχμής, είναι τεράστια και πολύ περισσότερα,λόγω συγκεκριμένης συγκυρίας, από όσα περιγράφει η οικονομική θεωρία. Ας δούμε κάποια σημαντικά:
Πρώτον: Η Ελλάδα παύει να είναι υπερχρεωμένη χώρα
Επιστρέφοντας στην Δραχμή, η χώρα έχει πολλές επιλογές σε σχέση με το δημόσιο χρέος της. Θα μπορούσε κάλλιστα να αρνηθεί το χρέος της προς τον επίσημο τομέα (Δ.Ν.Τ.-Ε.Ε.-Ε.Κ.Τ.) με σκοπό την διαγραφή του, ή να προβεί σε χρεοστάσιο και επ’ αόριστον αναστολή πληρωμών. Θα δραχμοποιούσε το εσωτερικό της χρέος, οπότε θα το εξυπηρετούσε χωρίς πρόβλημα, ενώ το χρέος προς τον ιδιωτικό τομέα στο εξωτερικό μπορεί να το αρνιόταν και αυτό, ή να το δραχμοποιούσε ή και να το εξυπηρετούσε κανονικά, αν ήθελε να επιστρέψει σύντομα στις διεθνείς αγορές. Ως γνωστόν οι περίφημοι οίκοι αξιολόγησης και οι αγορές, δεν ενδιαφέρονται για το αν θα εξυπηρετηθεί το Δ.Ν.Τ ή η Ε.Ε., αλλά μόνο για τα ομόλογα του ιδιωτικού τομέα. Η Ελλάδα θα μεταβαλλόταν σε μια νύχτα, σε μια από τις λιγότερες χρεωμένες χώρες στον πλανήτη.
Δεύτερον: Δυνατότητα πρωτογενών ελλειμμάτων
Η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα θα οδηγούσε σε ανάκτηση και του εκδοτικού προνομίου της νέας δημόσιας κεντρικής τράπεζας της Ελλάδας. Έτσι για τα δύο πρώτα χρόνια θα μπορούσε να καλυφτεί ένα μικρό πρωτογενές έλλειμμα της τάξης του 1%-3% του ΑΕΠ, με έκδοση χρήματος. Άρα, αντίο ΕΝΦΙΑ, και μια σειρά άλλων φόρων. Άρα σχετική δυνατότητα δημόσιων επενδύσεων και κοινωνικού κράτους. Καταλαβαίνει κανείς ότι σε σχέση με την παραμονή στο ευρώ που απαιτεί πλεόνασμα έως -3% οι ελληνικές αρχές θα έχουν για τα επόμενα δύο χρόνια ένα επιπλέον περιθώριο 5%-6% του ΑΕΠ. Αν για κάθε ένα επιπλέον δις που ξοδεύει ή αποταμιεύει το κράτος, το ΑΕΠ μεγεθύνεται ή συρρικνώνεται έως και 1,7 δις («νέα» εκτίμηση Δ.Ν.Τ. για τον πολλαπλασιαστή) τότε μόνο από την διαφορά στα πρωτογενή πλεονάσματα (ευρώ-δραχμή), δηλαδή μόνο από την διαφορά στη δημοσιομική πολιτική, το ΑΕΠ (αν γίνει η επιλογή) της δραχμής τα επόμενα δύο χρόνια, δύναται να είναι μεγαλύτερο (σε όγκο) από το ΑΕΠ (αν γίνει η εκλογή του ευρώ) έως και κατά 18%. Πως γίνεται αυτό; Π.Χ., αν -στρογγυλοποιώντας τα νούμερα-, υποθέσουμε έναν πολλαπλασιαστή 1,5 και ότι από κάθε 1 μονάδα μείωσης- αύξησης, του ΑΕΠ μειώνονται- αυξάνονται τα έσοδα κατά 1/3, τότε αν ανεβάσουμε-κατεβάσουμε κατά μια μονάδα το πρωτογενές αποτέλεσμα, το ΑΕΠ αυξάνεται-μειώνεται κατά 1,5 μονάδα, ανάλογα τα έσοδα αυξάνονται-μειώνονται κατά μισή μονάδα. Τελικά, μισή μονάδα μείωσης-αύξησης του πρωτογενούς αποτελέσματος μπορεί να οδηγεί σε 1,5 μονάδα μείωσης αύξησης του ΑΕΠ, με ότι συνεπάγεται αυτό στην ανεργία. Έτσι ανάμεσα σε συρρίκνωση -3% της δημοσιονομικής πολιτικής που απαιτεί η παραμονή στο ευρώ και οδηγεί σε βαθιά ύφεση και σε δημοσιονομική επέκταση 3% που επιτρέπει η ελευθερία της δραχμής και οδηγεί σε ανάπτυξη, η διαφορά στο ΑΕΠ μπορεί να είναι της τάξης πλέον του 18%, αν δεν παρέμβουν καθοριστικά και άλλοι παράγοντες. Άλλωστε αυτό δείχνει και η εμπειρία της προσαρμογής της χώρας. Μηδενίσαμε ένα πρωτογενές έλλειμμα -8% του 2009 (αν δεχτούμε ως ορθά τα στοιχεία)φτάνοντας σε μια σωρευτική ύφεση -25%.
Αν συνυπολογίσουμε και τους άλλους παράγοντες (τα οφέλη από την υποτίμηση, την ρευστότητα που θα αποκατασταθεί, το τέλος της αβεβαιότητας, την επιστροφή κεφαλαίων, το υποαπασχολούμενο κεφάλαιο και εργατικό δυναμικό κλπ), ηκαθαρήαύξηση του ΑΕΠ, τα επόμενα τρία χρόνια μπορεί να κυμανθεί (με συντηρητική εκτίμηση) αρκετά πάνω από 20%. Καταλαβαίνει κανείς τι σημαίνει αυτή η αύξηση για τα δημόσια έσοδα και για κοινωνικές και αναπτυξιακές πολιτικές.
Υπενθυμίζω, ότι αντίθετα με τις ανοησίες που γράφουν οι ευρώ-Ιεχωβάδες, σε διάφορες εφημερίδες, το ΑΕΠ δεν μειώνεται-αυξάνεται ανάλογα με το αν μετριέται σε ευρώ, δολάρια ή δραχμές, αλλά με την μείωση ή την αύξηση στον όγκο παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών.
Με την γοργή ανάπτυξη που θα έρθει, την αποκατάσταση της εγχώριας αποταμίευσης σε θετικό μέγεθος, και της εμπιστοσύνης προς το κράτος, πολύ σύντομα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου θα βρεθούν στα χέρια τωνπολιτών και έτσι το ελληνικό κράτος, θα μπορεί να δημιουργεί περεταίρω ελλείμματα για να ωθήσει την δημόσια επένδυση και την ανάπτυξη.
Τρίτον: Ελευθερία συναλλαγματικής πολιτικής-
H αποδέσμευση από το ευρώ οδηγεί την χώρα στη δυνατότητα συνδυασμού πολιτικής πλήρης απασχόλησης, και ισορροπίας του εξωτερικού τομέα. Η απαραίτητη συναλλαγματική διόρθωση δεν θα είναι (και δεν χρειάζεται να είναι) μεγαλύτερη από 30% έναντι του ευρώ (τώρα που το ευρώ έχει υποχωρήσει), δηλαδή ένα ευρώ θα ισούται περίπου με 1,3 δραχμές. Το μέγεθος μιας υποτίμησης και ο υπολογισμός της, προκύπτει από την εξίσωση ισορροπίας του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Όσοι λοιπόν, προβλέπουν τεράστια υποτίμηση στις σημερινές συνθήκες που το εξωτερικό ισοζύγιο είναι ισοσκελισμένο, απλώς δεν ξέρουν τι γράφουν. Αυτοί που επίσης λένε ότι γιατί να κάνουμε υποτίμηση, αφού το ισοζύγιο είναι ισοσκελισμένο, ξεχνούν ότι αυτό ισχύει, με ανεργία 30% και χωρίς ανάπτυξη. Άμα στην Ελλάδα υπήρχε η δυνατότητα σημαντικής ανάκαμψης χωρίς υποτίμηση, τότε θα γεννιόταν μεγάλο εξωτερικό έλλειμμα και ανάγκη εξωτερικού δανεισμού ή προστατευτικής εμπορικής πολιτικής. Η υποτίμηση θα δώσει ώθηση στην οικονομία, θα αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητά της και φυσικά θα οδηγήσει σε υποκατάσταση εισαγωγών από εγχώρια παραγωγή. Όπως έχει υπολογιστεί (από το «Ινστιτούτο Δημήτρης Μπάτσης») τα άμεσα οφέλη από μια τέτοια υποτίμηση οδηγούν σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 4%, χωρίς να έχει ληφθεί υπό όψιν η υποκατάσταση των εισαγωγών.
Θα υπάρξουν έλεγχοι κεφαλαίων για να υπάρξει διασφάλιση έναντι κερδοσκοπικών παιχνιδιών, αλλά και για να είναι εφικτή η σταθεροποίηση της ισοτιμίας με ανεξάρτητη νομισματική πολιτική.
Τέταρτον: Ελευθερία νομισματικής πολιτικής – επιστροφή ζωογόνου πληθωρισμού – σχεδιασμός της οικονομίας.
Μια υποτίμηση της τάξης του 30% θα φέρει έναν εισαγόμενο πληθωρισμό κοντά στο 5% την πρώτη χρονιά και μετά θα βαίνει ταχύτατα μειούμενος (έχει γίνει ανάλογη μελέτη από τον Θ Μαριόλη, πρόεδρο του Ινστιτούτου «Δημήτρης Μπάτσης»). Ο πληθωρισμός αυτός μπορεί να αυξηθεί από την αύξηση του χρήματος στην οικονομία και να μειωθεί από την ελάφρυνση της έμμεσης φορολογίας (π.χ. σε καύσιμα, τρόφιμα κλπ.). Η επιστροφή του πληθωρισμού θα είναι ζωογόνος για την οικονομία που βρίσκεται στον θανάσιμο εναγκαλισμό του αποπληθωρισμού. Η τράπεζα της Ελλάδας θα εθνικοποιηθεί, ενώ οι άλλες τράπεζες θα εκκαθαριστούν και θα περάσουν σε δημόσιο έλεγχο. Οι καταθέσεις καθώς και τα δάνεια θα μετατραπούν σε δραχμές, σε ισοτιμία 1:1. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα διαγραφούν και θα αναδιαρθρωθούν. Ο ιδιωτικός τομέας θα αναπνεύσει. Δεν θα χρειαστεί να κουρευτούν καταθέσεις, ενώ αν οι τράπεζες χρειαστούν ενίσχυση θα λάβουν εγγυήσεις από το κράτος. Το μεγάλο κενό ανάμεσα στις καταθέσεις και στα δάνεια, το έχει καλύψει η Ε.Κ.Τ. σύμφωνα με τις υποχρεώσεις της ως κεντρική τράπεζα. Θα περάσει και αυτό στις ζημιές των πιστωτών.
Το νέο και υγιές τραπεζικό σύστημα, θα μπορεί με διαφοροποιημένα επιτόκια να γίνει μοχλός κλαδικών και βιομηχανικών πολιτικών.Θα μπορεί να στηρίξει επενδύσεις, και αυτές με την σειρά τους, την ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Πέμπτον: Πραγματικό τέλος στην αβεβαιότητα
Oτι, και να λέγεται, το μόνο σίγουρο της παραμονής στο ευρώ είναι η οικονομική και πολιτική αβεβαιότητα. Το φάντασμα της Δραχμής, πάντα θα πλανιέται στον ουρανό της Ελλάδας. Καμία κυβέρνηση, εντός της, δεν θα μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες πολιτικής σταθερότητας λόγω οικονομικής ύφεσης και παρακμής. Σταδιακά θα επικρατεί όλο και περισσότερο κοινωνικό χάος καθώς το οποιοδήποτε κοινωνικό κράτος θα διαλύεται. Κανείς δεν θα μπορεί να αποκλείσει μια οικονομική κατάρρευση σε κάποια επικίνδυνη κοινωνική ή πολιτική στροφή.
Η επιστροφή στην δραχμή συνεπάγεται το τέλος του δρόμου της αβεβαιότητας. Το οικονομικό περιβάλλον θα ξεκαθαρίσει. Κεφάλαια θα επαναπατριστούν, μαζί με Ξένες Άμεσες Επενδύσεις, φυσικά θα πρέπει αυτά να γίνουν κάτω από τον έλεγχο του δημοσίου και της τράπεζας της Ελλάδος.
Έκτον: Αλλαγή σχέσης με την Ε.Ε. – Αλλά, και δέκα φορές καλύτερα, έξω και από την Ε.Ε., παρά παραμονή στην ευρωζώνη.
Επειδή η παραπάνω πολιτική δεν προβλέπεται να έχει τις ευχές της Ε.Ε., γιατί όχι μόνο δημιουργεί ένα μεγάλο «φέσι», αλλά περισσότερο, ένα παράδειγμα απόδρασης από το ευρώ, ο ξένος παράγοντας, στο σύνολό του, ο ευρώ-αντλαντικός, θα θέλει από την μια η Ελλάδα να αποτύχει, από την άλλη όμως να την «κρατήσει»στην σφαίρα της Δύσης, άρα εντός Ε.Ε.. Αυτή είναι μια αντίφαση και ασταθής ισορροπία, που πάνω της θα πρέπει να «ισορροπήσει» η Ελλάδα. Βέβαια, η δυναμική της σύγκρουσης μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες άμεσης εξόδου και από την Ε.Ε..
Από την άλλη στο σύνολο της Ζ.Ε. και της Ε.Ε. εκδηλώνονται φυγόκεντρες τάσεις. Το σκηνικό οδηγεί πιθανά σε δυναμικές εξελίξεις, παρά σε στατική κατάσταση. Δεν αποκλείεται η Ελλάδα, απλώς να ανάψει το σπίρτο της διάλυσης και της αλλαγής. Δύσκολα θα μείνουμε οι μόνοι που εγκαταλείπουμε το ευρώ ή την Ε.Ε.. Αλλά κανείς δεν μπορεί με βεβαιότητα να αποκλείσει και την άλλη εκδοχή.
Σίγουρα για μεγάλο διάστημα, θα «κοπούν» οι περισσότερες μεταβιβάσεις από την Ε.Ε.. Δεν είναι δυνατόν εμείς να μην πληρώσουμε το δημόσιο χρέος και αυτοί να δίνουν τις κοινοτικές ενισχύσεις κανονικά. Όμως αν είμαστε πραγματιστές, θα δούμε ότι οι καθαρές εισπράξεις από την Ε.Ε., δεν θα υπερβούν τα τρία δις ετησίως τα επόμενα χρόνια, όπως και δεν τα υπερέβησαν τα προηγούμενα. Ακόμη δηλαδή και αν οι υποχρεώσεις μας στον επίσημο τομέα (Δ.Ν.Τ., Ε.Ε. κλπ) ήταν άτοκες, θα θέλαμε πάνω από έναν – ενάμιση αιώνα για να «πατσίσουμε» από την ενίσχυση των ευρωπαϊκών ταμείων.
Η Ελλάδα αν παραμείνει στο ευρώ, τότε για πρώτη φορά από την ένταξή της στην ΕΟΚ, το καθαρό ισοζύγιο της με την «Δύση», θα είναι ισχυρά αρνητικό. Μόνο οι τόκοι, ή το πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι υπερδιπλάσιοι από τις καθαρές εισπράξεις από την Ε.Ε., τα αμέσως επόμενα χρόνια -γιατί τα πράγματα θα γίνουν πολύ χειρότερα, αργότερα, όταν τελειώσει η περίοδος χάριτος των δανείων κλπ – ενώ τα πάντα θα ξεπουληθούν στον βωμό του χρέους και το ευρώ. Συνεπώς, παρά την «παραφιλολογία», οι επιδοτήσεις στον γεωργικό τομέα μπορούν να αντικατασταθούν από εθνικούς πόρους, και μάλιστα εκεί που πρέπει και τους χρειάζεται η γεωργία.
Ακόμη, δηλαδή και αν εγκαταλείψουμε και την Ε.Ε αυτό θα είναι προς το συμφέρον των εργαζόμενων και της χώρας. Σε μια τέτοια περίπτωση θα απελευθερωθεί πλήρως η βιομηχανική, αγροτική και εμπορική πολιτική. Εξ’ άλλου τα αγαθά που εμπορευόμαστε με την Ε.Ε., ως αγαθά του «Νότου», είναι κυρίως γεωργικά και υψηλής έντασης εργασίας. Ως τέτοια δεν προστατεύονται από το σύστημα των πολυεθνικών και της Ε.Ε., που αγκαλιάζει κυρίως τα «βιομηχανικά» αγαθά και τα κτηνοτροφικά προϊόντα του «Βορρά». Συνεπώς και σε περίπτωση εξόδου, θα βρεθεί εύκολα εμπορική συνέχεια.
Η Ελλάδα αν θέλει, μπορεί να κινηθεί μέσα στο πλαίσιο ασταθούς ισορροπίας, εκμεταλλευόμενη την δυναμική φυγόκεντρων τάσεων στην Ζ.Ε. και στην Ε.Ε. καθώς και το γεωπολιτικό της πλεονέκτημα, όντας συγχρόνως και μια μικρή οικονομία για να επηρεάσει το σύνολο.
Από νομικής, αλλά και από ουσιαστικής πλευράς, η χώρα δεν είναι σαν την Αγγλία ή την Δανία, που βρίσκονται εκτός συνθήκης του Μάαστριχτ. Θα πρέπει να αποχωρήσει και από την συνθήκη του Μάαστριχτ.
Θα μπορεί, να διεκδικήσει εξαιρέσεις για συγκεκριμένους κλάδους της βιομηχανίας της και της γεωργίας της. Θα μπορεί αν θέλει να επαναδιαπραγματευτεί μια νέα σχέση με την Ε.Ε., αρκετά πιο χαλαρή από αυτή που είχε και πριν την είσοδο στην ΟΝΕ. Για ένα διάστημα, ας πούμε δύο ετών, θα συνέφερε ίσως από πολιτική άποψη την χώρα, να βρίσκεται εντός των οργάνων της Ε.Ε. ώστε να ακούγεται η φωνή της. Σε τελευταία ανάλυση, η Ελλάδα πρέπει να ζυγίσει το εμπορικό συμφέρον της και αν οι εξαιρέσεις είναι ισχυρές και θεωρήσει ότι την ικανοποιούν για την δυνατότητα δημιουργίας βιομηχανικής και αγροτικής βάσης, ας εξετάσει μια χαλαρή σχέση «παραμονής», αν αυτή είναι εφικτή. Αλλιώς,δύναται να επιλέξει την έξοδο. Σε γενικές γραμμές, η Ε.Ε., είναι μια ένωση που ευνοεί τις πολυεθνικές, και τα ισχυρά κράτη, είναι μια ζώνη «υπερπαγκοσμιοποίησης», που οικονομίες σαν την ελληνική δεν έχουν ιδιαίτερη τύχη, εντός της.
Ένα είναι βέβαιο, ότι παραμένοντας στο ευρώ, η χώρα παραμένει στον σκληρό πυρήνα της Ε.Ε., χωρίς καμία επιλογή, με τους αλύγιστους και σκληρούς κανόνες της ΟΝΕ, άρα, παραμένει στα σκληρά δεσμά της αποψίλωσης και της νομοτελειακής μετατροπής της, σε παρηκμασμένη περιφέρεια του ευρωπαϊκού κέντρου.
Εγκαταλείποντας την ευρωζώνη και την συνθήκη του Μάαστριχτ, ο ελληνικός λαός, αποκτά πολλαπλές επιλογές, παίρνοντας την τύχη και την ιστορία του στα χέρια του.
Έβδομον: Αθήνα, ένα μεσογειακό και ριζοσπαστικό Μπουένος ¨Άιρες
Η Ελλάδα βραχυπρόθεσμα θα ακολουθήσει το παράδειγμα της Αργεντινής. Θα στηριχθεί όπως και η Αργεντινή -παρά τις ανοησίες που έχουν γραφτεί για αυτή την χώρα- στην εσωτερική ανάπτυξη της οικονομίας και της εγχώριας δυναμικής που θα ελευθερωθεί. Η Ελλάδα μάλιστα σε σχέση με την Αργεντινή, έχει ένα σημαντικό εξωτερικό πλεονέκτημα, τον τουρισμό, ο οποίος θα επηρεαστεί ιδιαίτερα θετικά από την αποχώρηση από την ευρωζώνη. Ο τουρισμός, θα δώσει σκυτάλη και στην επανέναρξη της οικοδομικής δραστηριότητας, η οποία θα επηρεαστεί θετικά και από την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, αλλά και από την είσοδο κεφαλαίων από το εξωτερικό. Η αύξηση της εγχώριας ζήτησης, η συναλλαγματική διόρθωση και εξωτερική προστασία της οικονομίας θα κινητοποιήσει το υποαπασχολούμενο κεφάλαιο και την εργασία, ενώ θα δώσει πνοή στην γεωργία-κτηνοτροφία. Μεσοχρόνια-μακροχρόνια για να συνεχιστεί το αναπτυξιακό άλμα θα χρειαστεί βιομηχανική πολιτική. Οι οικονομικές αρχές δεν θα πρέπει να εμπιστευθούν τις δυνάμεις της αγοράς, αλλά να σχεδιάσουν ένα συγκεκριμένο παραγωγικό μοντέλο της χώρας.
Η απελευθέρωση που θα φέρει η Δραχμή, θα ενισχύσει σημαντικά τις δυνάμεις της εργασίας και της δημοκρατίας. Δεν είναι σωστό να προβλέψουμε από σήμερα το νέο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα της πατρίδας μας. Αυτό θα είναι αποτέλεσμα της δυναμικής που θα δημιουργηθεί. Αλλά πια, ο ελληνικός λαός θα μπορεί επιτέλους δημοκρατικά να διαλέξει. Σήμερα, ένα είναι βέβαιο, εντός του ευρώ δεν μπορεί να γίνει καμία βελτίωση, καμία θετική μεταρρύθμιση. Ακόμη και το ήπιο νεοφιλελεύθερο, ή σοσιαλφιλελεύθερο, ή σοσιαλδημοκρατικό, πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, χαρακτηρίστε το όπως θέλετε, δεν είναι εφικτό ούτε σε σημεία του. Άρα αντικειμενικά, και εκ των πραγμάτων, τα κοινωνικά και πολιτικά στρατόπεδα είναι δύο, το κόμμα του ευρώ, οι ευρώ-ιεχωβάδες, δηλαδή, οι ακραίοι νεοφιλελεύθεροι και όλοι οι υπόλοιποι πλην της ακροδεξιάς. Όποιοι υποστηρίζουν την παραμονή στο ευρώ, αναγκαστικά βρίσκονται στο πρώτο στρατόπεδο. Η παραμονή στο ευρώ για την Ελλάδα, προϋποθέτει πολιτικές που θα έκαναν την Θάτσερ να ντρέπεται. Εντός του ευρώ όλες οι κυβερνήσεις-ανεξάρτητα από προθέσεις- είναι αναγκασμένες να εφαρμόζουν την ίδια βασική πολιτική. Άρα, ή Δραχμή ή σκληρή λιτότητα.
Συνεπώς εντός της ευρωζώνης δεν είναι εφικτές οι λαϊκές μεταρρυθμίσεις, και όπου δεν γίνονται μεταρρυθμίσεις, όπου η ζωή συνεχώς χειροτερεύει, θερίζονται επαναστάσεις. Με αυτή την έννοια το που μπορεί να φτάσει μια ελληνική επανάσταση, μια απελευθέρωση από τον ευρωαντλαντικό παράγοντα και τα σκληρά οικονομικά δεσμά της ζώνης της«υπερπαγκοσμιοποίησης», τι κοινωνικό και πολιτικό παράδειγμα μπορεί να δημιουργήσει, δεν μπορεί κανείς να το πει. Μια απλή κουβέντα ως συμπέρασμα είναι καλύτερη: «για να ζήσει αυτός ο λαός με στοιχειώδη αξιοπρέπεια, πρέπει να πει ένα μεγάλο ας το διάολο στην ευρωζώνη και να μυρίσει το φρέσκο μελάνι της Δραχμής».