Του Διονύση Ελευθεράτου –
Το πιστόλι είναι πάνω στο τραπέζι» είχε πει ο ανεκδιήγητος Γ. Α. Παπανδρέου, την εποχή που παρέδιδε την ελληνική κοινωνία και οικονομία στον «νόμο του λιντς», του ΔΝΤ. Επί ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, όμως, το περί πιστολιών «στάτους» ανατράπηκε: Μπορεί να μην σκίστηκαν μνημόνια, σκίστηκαν όμως οι έως τότε γνωστές οδηγίες γραφής σεναρίων για …«γουέστερν-σπαγγέτι»!
Εξηγούμαστε: Σταθερή ιδέα στα «γουέστερν- σπαγγέτι» ήταν η αξιοποίηση των αντιθέσεων των «τρίτων». Θυμάστε πώς άρχιζε Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος; Με τον Λι Βαν Κλιφ, τον «Κακό», να ξεπαστρεύει δυο τύπους, έκαστος εκ των οποίων τον είχε πληρώσει για να σκοτώσει τον άλλον. «Όταν πληρώνομαι τελειώνω πάντα τη δουλειά», είπε με σαρδόνιο χαμόγελο στον καθένα τους ο Λι Βαν Κλιφ, λίγο προτού τον σκοτώσει. Ή, αν προτιμάτε, προτού «μεταρρυθμίσει» την …ύπαρξή του, όπως θα έλεγε και ο Κατρούγκαλος για τα κουφάρια του ΕΚΑΣ και των επικουρικών συντάξεων. Στο Για μια Χούφτα Δολάρια, πάλι, είχαμε την «καλή» εκδοχή της αξιοποίησης αντιθέσεων. Ελίχθηκε ευφυώς ο Κλιντ Ίστγουντ ανάμεσα στις εγκληματικές οικογένειες Ρόχο και Μπάξτερ, εκμεταλλεύτηκε τον μεταξύ τους αμείλικτο ανταγωνισμό και τελικά τις κατέστρεψε αμφότερες. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, βεβαίως, δεν θα εξολόθρευε κανέναν. Τη δική μας κοινωνική-οικονομική εξολόθρευση υποτίθεται πως θα τερμάτιζε, αξιοποιώντας μεταξύ άλλων, τις αντιθέσεις που εκδηλώνονταν και εκδηλώνονται (εσχάτως, μάλιστα, με ιδιαίτερη επιθετικότητα) στο «απέναντι μπλοκ». Τελικά τι συνέβη, ή, για να ακριβολογούμε, τι συμβαίνει –ανελλιπώς– από τον Ιανουάριο του 2015 και εντεύθεν; Πήγε περίπατο το …περί αντιθέσεων θέσφατο των «γουέστερν-σπαγγέτι». Τα «σπαγγέτι» δεν στάθηκαν σε κανένα λαιμό των άλλων, αντιθέτως έγιναν θηλιές που σφίχτηκαν στο δικό μας λαιμό. Είτε πρόκειται για τις αντιθέσεις μεταξύ ΔΝΤ και ΕΕ (πρακτικά, Ουάσινγκτον και Βερολίνου) είτε για τις «ενδο- ευρωπαϊκές», το «δια ταύτα» παρέμεινε σταθερό: Κάθε φορά, σε κάθε κρίσιμη στιγμή, η ελληνική κυβέρνηση αντιμετώπιζε η χειρότερη δυνατή εκδοχή των αξιώσεων των «άλλων». Εκείνοι υπερέβαιναν ή παρέκαμπταν τις διαφορές τους, βρίσκοντας κοινή συνισταμένη σε απαιτήσεις τόσο πιο επαχθείς, όσο καθαρότερα φαινόταν πως η ελληνική πλευρά, παρά τις «αντιστασιακές» της διακηρύξεις (που κι αυτές όλο και λιγόστευαν), εμπράκτως υποχωρούσε. Όσο διαυγέστερα φαινόταν ότι δεν διέθετε σχέδιο, βούληση, στρατηγική για κάτι άλλο. Ενδεικτικά και ολίγον …σημειολογικά, μπορεί κανείς να θυμηθεί κάτι που παραπέμπει στις τελευταίες ημέρες πριν από την προκήρυξη του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015: Το έγγραφο των φρικαλέων αξιώσεων (εκ μέρους όλου του «μπλοκ» των πιστωτών) το παρέδωσε στον Αλέξη Τσίπρα ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ. Ο θεωρηθείς –από διάφορους …χαζοχαρούμενους– και ως σχετικά «καλός» απέναντί μας…
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όμως, παρουσιάζει η εξέλιξη των τοποθετήσεων της Ουάσινγκτον. Είναι αλήθεια ότι στις αρχές του 2015, οι δηλώσεις του Μπαράκ Ομπάμα στο CNN, για την Ελλάδα, έδιναν το έναυσμα για ένα πάρτι ψευδαισθήσεων. «Δεν μπορείς να συνεχίσεις να στύβεις χώρες που βρίσκονται σε ύφεση» είπε και συνέχισε: «Είναι πολύ δύσκολο να γίνουν αυτές οι αλλαγές (σ.σ: οι διαβόητες «μεταρρυθμίσεις»), αν το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών έχει πέσει κατά 25%». Προφανώς ο πρόεδρος των ΗΠΑ υπολόγιζε τη συνολική συρρίκνωση του ΑΕΠ, διότι σε όρους εισοδήματος οι απώλειες ήταν μεγαλύτερες. Άρχισε λοιπόν τότε, αρχές Φεβρουαρίου του 2015, να «καρφώνεται» σε ορισμένα πολιτικώς αφελή μυαλά η ιδέα ότι η Ουάσινγκτον θα «γινόταν μπίλιες» με το Βερολίνο για χάρη της Ελλάδας… Λίγους μήνες αργότερα, ο ίδιος ο Ομπάμα ζητούσε επιτακτικά από την Αθήνα μεταρρυθμίσεις «αλά Ρέντσι» στα εργασιακά. Ότι ακριβώς έπραττε και το ΔΝΤ, δηλαδή. Και συνέχισε έτσι… Ανεξήγητη μεταστροφή; Κάθε άλλο. Κι ας «έπεσαν από τα σύννεφα» όσοι ήταν ανίκανοι ή απρόθυμοι να αντιληφθούν, όχι μόνο την ίδια τη φύση των διαφορών Ουάσινγκτον-Βερολίνου και το τι αυτές (δεν) θα επέφεραν, αλλά και τη στοιχειώδη πολιτική «αλφαβήτα». Διότι, που να πάρει η ευχή, οι ΗΠΑ ενδιαφέρονταν πρωτίστως για τη διατήρηση ενός μίνιμουμ οικονομικής σταθερότητας στην Ευρωζώνη (ώστε να μην επηρεαστούν δυσμενώς οι ίδιες) και φυσικά για την αποτροπή κάθε ελληνικής λοξοδρόμησης από την «δέουσα» γεωπολιτική ρότα. Αφ’ ης στιγμής διαπίστωσαν οι ΗΠΑ ότι η Αθήνα τελικά δεν θα τολμούσε να «ταράξει τα νερά», κατά τρόπο ανησυχητικό για τις ίδιες, φυσικό ήταν να πιέσουν την ελληνική πλευρά να συμμορφωθεί μια ώρα αρχύτερα.
Γιατί να ζητάς ευγενικά από τον ισχυρό να προσέξει μήπως εξωθήσει τον «μικρό» στα άκρα, εάν έχεις πάρει χαμπάρι ότι ο «μικρός» έχει –ουσιαστικά– αποδεχθεί το ρόλο του αγκιστρωμένου ψαριού; Ευκολότερο είναι να σπρώξεις το ψάρι προς τα ενδότερα της βάρκας και να ξεμπερδεύεις. Αυτό και έγινε. Με τις «προσδοκίες» που περιβάλλουν την επικείμενη επίσκεψη Ομπάμα θα ασχοληθούμε σε άλλο σημείωμα. Προς το παρόν, αρκεί η υπόμνηση της κατάληξης της …εμπνευσμένης «στρατηγικής», που λίγο έλλειψε να «ντύσει» τον Μπαράκ τσολιά, όπως έκαναν κάποτε (1977) ορισμένοι σκιτσογράφοι, εδώ στην Ελλάδα, με τον Τζίμι Κάρτερ…