Ένας Ρομπέν των φτωχών στα κακοτράχαλα ελληνικά βουνά, ο «βασιλιάς των ορέων» όπως τον αποκαλούσαν στην εποχή του, o καπετάν Γιαγκούλας για τους συντοπίτες του, ο «λήσταρχος» για το κράτος Φώτος Γιαγκούλας έκανε τη χωροφυλακή της εποχής και τους κοτσαμπάσηδες της ελληνικής υπαίθρου να ιδρώνουν και μόνο στο άκουσμα της παρουσίας του σε μια περιοχή. Έχοντας βιώσει την αδικία και την εκμετάλλευση, ανήσυχο πνεύμα και γεννημένος να ζήσει ελεύθερος πήρε τα βουνά και τα λαγκάδια σκορπώντας τον τρόμο στους φεουδάρχες της εποχής και μοιράζοντας κομμάτι του πλούτου τους που «απαλλοτρίωνε» στους βασανισμένους και αναξιοπαθούντες κάτοικους της υπαίθρου.
O Φώτης Γιαγκούλας γεννήθηκε στο χωριό Mεταξά, στα Σέρβια Kοζάνης. Ορφανεύει μικρός κι αναγκάζεται να εγκαταλείψει το σχολείο για να βοηθήσει την οικογένειά του.
Έχει λεχθεί και γραφτεί ότι ένας αξιωματικός της χωροφυλακής, που βίασε μία εξαδέλφη του, ήταν η αιτία να περάσει ο Γιαγκούλας στην παρανομία. Ο αξιωματικός μετατέθηκε αμέσως μετα το γεγονός που έγινε γνωστό στη μικρή επαρχία, στην Αθήνα, για να μην κινδυνέψει από εκδίκηση, αλλά ο Γιαγκούλας κατέβηκε στην Αθήνα και τον σκότωσε έξω από τα ανάκτορα. Αμέσως μετά βγήκε στα βουνά, ακολουθώντας αρχικά την ομάδα του λήσταρχου Θωμά Kαντάρα.
Καταζητούμενος και επικυρηγμένος όλα τα χρόνια της δράσης του. Ατρόμητος και ριψοκίνδυνος λέγεται ότι συχνά μεταμφιεζόταν και κατέβαινε στα χωριά που τον περίμεναν τα αποσπάσματα, τρώγοντας και πίνοντας στα διπλανά τραπέζια. Επικηρύχτηκε μέχρι του ποσού των 600.000 δρχ., ποσό αστρονομικό για την εποχή του και ενδεικτικό του τρόμου για τις αρχές.
Οργανώθηκε μια από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις των διωκτικών αρχών για την εξόντωσή του. Το πρώτο τους πάθημα ήταν η κινηματογραφική απόδραση του από το τραίνο που τον μετέφερε σιδηροδέσμιο στις φυλακές του Γεντι-κουλέ, όταν κατάφερε να ξεγελάσει τους δεσμοφύλακες και να πηδήσει από το τραίνο στην ελευθερία της υπαίθρου.
Όταν τα αποσπάσματα της Χωροφυλακής όργωναν την περιοχή του Ολύμπου για να εξοντώσουν τον Γιαγκούλα, κακοποιούσαν συχνά τους χωρικούς γιατί γνώριζαν οτι οι τελευταίοι προστάτευαν τον λαοφιλή Καπετάν Γιακγούλα οπότε αυτός απέστειλε την παρακάτω επιστολή στον αρχηγό της Χωροφυλακής. Ταυτόχρονα «πληροφορούσε» για τις προθέσεις του και όποιους (βοσκοί) έμπαιναν στον πειρασμό να τον προδώσουν για τη μοίρα που τους περίμενε.
«Τί πιέζεις τους εργατικούς ανθρώπους και τους κτηνοτρόφους αφού βρε κωλογαλονάδες γαμώ τ’ αστέρια σας και όλη την οικογένειά σας, αφού σας στέλλω είδηση όπου περνώ και δεν έρχεστε να πολεμήσωμε. Τί φταίγει ο κόσμος ο εργατικός και τους κακοπιέζεις; Έλα εσύ ρε αρχίδι και γίνε τσομπάνος και αν θέλης πρόδωσέ με. Την μίαν την βραδυάν θα με προδώσεις, την άλλη την βραδυάν θα σε κόψω σαν τ’ αρνάκι…»
« Από σήμερα και εντεύθεν να ξεύρης εάν κακοποιήσεις τους ανθρώπους θα σε κάνωμε στρατοκαρτέρια και θα σε πελεκήσωμε με τα σπαθιά μας. Τ’ άντερα σου θα σου τα κάνωμε κοκορέτσι και θα σου τα δώσουμε να τα φας. Κι αυτή τη στιγμή σε καλούμε να έλθης βρε αρχίδι να έλθης να πολεμήσωμε εδώ απάνω εις τον άγιον Προφήτην Ηλίαν»
ΦΩΤΟΣ ΓΙΑΓΚΟΥΛΑΣ
Μία ακόμη χαρακτηριστική επιστολή του Φώτου Γιαγκούλα προς τους διώκτες του, όπως αναφέρεται στα αρχεία της τότε χωροφυλακής:
Εν Λειμέρια Ληστών
Κύριε Αστυνόμε της Χωροφυλακής Αικατερίνης, χθες την Παρασκευήν την 8η Φεβρουαρίου (κατά παλαιόν ημερολόγιον) έλαβεν τόλμην ο κύριος ανθ)ρχος Χ. Γρηγοράτος να έλθη εις το σπίτι του Ιωάννου Παπά Δημητρίου ναξωντώση τον Γιαγκούλαν και τη παρέα του, ενόμισε ότι ο Γιαγκούλας και ο πρώην ψυχογυιός του μακαρίτη μας Θ. Γκαντάρα, Μπερικλής Α. Παπαγεωργίου είναι κώτες και τους πιάση ο κ. Γρηγοράτος δεν το εξεύρη τι λειστέ οπού είνε τώρα περνάνε την σφέραν εις την δεκάρα. Δεν άκογεν τι θα ποί Γιαγκούλας και εγώ δεν μπορώ να καταλάβω τι κουτός άνθρωπος είταν ο μακαρίτης Ανθ)ρχος Γρηγοράτος. Λοιπόν κ. Αστυνόμε της Αικατερίνης πες σε παρακαλώ θερμώς εις τους βγένοντας αποσπασματαρχέους της καταδιώξεως τον λειστών Γαλώνεια ο Γιαγκούλας ευκόλως δεν τους δήδει θα τους δώσω και εγώ μιαν ημέραν αλλά τότε μόνο όταν επή ο θεός όχη τότε όπου ήθελεν ο Γρηγοράτος και όταν θέλουν οι Κύριοι Γαλωνάδες όταν θέλουν αυτό να τα κωλήσουν πλάκα τα γαλώνια από εμαίνα Τους ακουλάω εγώ σφέρες πλάκα αντί για γαλόνια αυτά μόνον έχω να σας γράφω κύριε Αστυνόμε να σκοτώνω άνθρωπη δεν επιθυμώ ποτές αλλά την στιγμήν όπου θέλουν ικύριοι γαλωνάδες να μεσκοτώσουν όχι μόνον αυτόν αλλά και άλλα αν θελήσουν να πάρουν γαλώνια τω είδιον θα τους κάνω γνωρίσετε μόνον ότι το Γρηγοράτον τον ευφώνεψα εγώ ο Γιαγκούλας ο Φώτιος και ο Μπερικλής Α. Παπαγεωργίου.
Άνευ ετέρου. Διατελώ. Αρχηγός της συμμορίας Φ. Α. Γιαγκούλας. Βασιλεύς των ορέον. Περικλής Παπαγεωργίου. Βασιλεύς των ορέον.
Η ΞΑΚΟΥΣΤΗ ΠΑΡΔΑΛΑ
Ξεχωριστή θέση στη λαϊκή παράδοση και το θρύλο του Γιαγκούλα κατέχει η ζηλευτή μαχαίρα του, η «παρδάλα» όπως την είχε ονοματίσει που πάνω της είχε χαράξει το παρακάτω:
«Προς τους πάντας. Μη δηνάμενος να εύρο ίδινος δικαίου παρά της δυκαιοσήνης των Ελλήνων, ηναγγάσθην να τονίσο το δίκαιον της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Όθεον η ύψηστος αυτή λειτουργός της ανάνδρου Δικαιοσύνης ονόματι Παρδάλα έχη τον λόγον από σήμερον εις πάντας τους αιωθούντας και απίστους. Η λειτουργία αυτής έσετε πάντοτε ειλικρινής και ουδέποτε θέλη λησμονήση τα Ιερά καθήκοντά της προς αναμονή του δικαίου. – Μαρτίου 1917».
Σε ελεύθερη μετάφραση έγραφε στη καθομιλουμένη σήμερα έγραφε:
Προς όλους. Επειδή δεν μπορώ να βρω το δίκαιο στη δικαιοσύνη των Ελλήνων, αναγκάσθηκα να τονίσω το δίκαιο της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Από τώρα και στο εξής η ύψιστη αυτή λειτουργός της άνανδρης Δικαιοσύνης, η ονομαζόμενη «Παρδάλα», έχει τον λόγο απέναντι σε όλους τους υπεύθυνους και άπιστους. Η λειτουργία αυτής της μαχαίρας θα είναι πάντα ειλικρινής και πότε δεν θα λησμονήσει τα ιερά της καθήκοντα για την απονομή του δικαίου.
Μαρτυρίες λένε ότι ο Φώτος Γιαγκούλας «τίμησε» την αχώριστη συντροφό του «παρδάλα» σκοτώνοντας περισσότερους από πενήντα ανθρώπους στη διάρκεια της περιπλάνησής του στα βουνά. Την Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου του 1925 ο Φώτος Γιαγκούλας σκοτώθηκε σε συμπλοκή με απόσπασμα της χωροφυλακής στην Κλεφτόβρυση Ολύμπου, ενδεχομένως από προδοσία, όπως λένε μαρτυρίες. Εκεί σκοτώθηκε σε συμπλοκή με σώμα της Χωροφυλακής.
Η ξακουστή «παρδάλα» δεν ευτύχησε να απονείμει δικαιοσύνη για τη προδοσία. Μαρτυρίες που έχουν καταγραφεί λένε ότι: «Ύστερα από το τέλος των τριών λήσταρχων, ένας κτηνοτρόφος, ονόματι Καλαϊτζής, παρακάλεσε το μοίραρχο Πετράκη να αναλάβει το μακάβριο έργο να κόψει αυτός το κεφάλι του Φώτη Γιαγκούλα, και μάλιστα με το ίδιο μαχαίρι με το οποίο, όταν ο λήσταρχος ήταν εν ζωή, κατά τα λεγόμενα του Καλαϊτζή, τον είχε απειλήσει τέσσερις φορές να τον σφάξει. Ο μοίραρχος το αποδέχθηκε, “διότι κανείς άλλος δεν ήθελε να κάνει το έργον του χειρούργου“. Και ο κτηνοτρόφος “όρμησε κατά του άψυχου Γιαγκούλα και τον ήρπασεν από τα μαλλιά. Έσυρε στο κατόπιν το μαχαίρι του ίδιου του λήσταρχου (ένα μικρό ευτελέστατον που κόβουν το ψωμί) και μετ’ ολίγον εχώριζε την κεφαλήν από το σώμα κρατήσας το μαχαίρι ως ενθύμιον αφού του το προσέφερεν ο κ. Πετράκης».
–
Μια άλλη εκδοχή όπως την περιγράφει στο βιβλίο του «Φωτης Γιαγκούλας ο Απέθαντος» ο Βασίλης Τζανακάρης, εκδόσεις «Μεταίχμιο» αναφέρει ότι ουδείς από το απόσπασμα δεν τολμούσε να κόψει το κεφάλι του νεκρού Γιαγκούλα, τόσο δυνατός ήταν ο μύθος του, έτρεμαν στη κυριολεξία και μπροστά στη σωρό του, αλλά το εγχείρημα ανέλαβε «αυχενοτόμος» που ακολουθούσε εθελοντικά το απόσπασμα. Την εποχή αυτή αποτελούσε παράδοση η παρουσία των «αυχενοτόμων» στα αποσπάσματα της χωροφυλακής ή του στρατού που κυνηγούσαν καταζητούμενους. H «παράδοση» αυτή συνεχίστηκε και αργότερα από το καθεστώς που επεφύλασσε την ίδια τύχη για εκατοντάδες αντάρτες που σκοτώθηκαν στα βουνά από τα αποσπάσματα, του πρωτοκαπετάνιου Άρη και των συντρόφων του περιλαμβανομένων.
Ο Καπετάν Φώτος Γιαγκούλας, έγινε κι έμεινε θρύλος. Απέκτησε ίσως τη μεγαλύτερη δημοσιότητα, μετά τον λήσταρχο Νταβέλη από όλους τους άλλους «κλεφταρματωλούς» της εποχή του. Γράφτηκαν δεκάδες λαϊκά μυθιστορήματα, πολλά από τα οποία απαγορεύτηκαν την εποχή του Πάγκαλου. Διασώθηκαν έμμετρα και δημοτικά που αποδεικνύουν τη λαοφιλία και την εκτίμηση των ταπεινών και καταφρονεμένων στο πρόσωπό του. Ένα δημοτικό που διασώζεται λέει τα παρακάτω:
Ρέμα το ρέμα, ρεματιά, στης Ελασσόνας τα χωριά
μια βοσκοπούλα έπλενε, Φώτη Γιαγκούλα έκραζε.
Γεια και χαρά σου, λυγερή.
Καλώς το Φώτη, το ληστή.
Μην είν’ στρατιώτες στο χωριό, μην είν’ και το ευζωνικό;
Μήτε στρατιώτες στο χωριό, μήτε και το ευζωνικό.
Μον’ ένας βλάκας μοίραρχος και ένας ανθυπομοίραρχος.
Λένε θα σε σκοτώσουνε και θα σε βαλαντώσουνε.
Αν έρθω βράδυ στο χωριό, θα τους σκοτώσω και τους δυο.Τραγουδιέται ως τα σήμερα
Το κεφάλι του Γιαγκούλα μαζί με τη ξακουστή «παρδάλα» φυλάσσονται στο εγκληματολογικό μουσείο. Οι περιοχές που έδρασε ο Γιαγκούλας φυλάνε το μύθο του ευλαβικά και με περηφάνεια αναγνωρίζοντάς του τη «δικαιοσύνη» που απένειμε στους ισχυρούς της εποχής και τη βοήθεια που απλόχερα μοίραζε, από τα λάφυρα, όπως έχουν καταγράψει εκατοντάδες μαρτυρίες, στους φτωχούς και καταφρονεμένους χωρικούς. Επίσημα έχει καταταχθεί στους «συμμορίτες» και τους «λήσταρχους» που εξοντώθηκαν, όπως κι όλοι όσοι καταδιωγμένοι εκείνη την ιστορική περίοδο ανέβηκαν στα βουνά. Τους ίδιους τιμητικούς τίτλους μοιράστηκαν 20 χρόνια αργότερα κι όσοι πολέμησαν στα ίδια βουνά τον κατακτητή.
Φώτο αντλήθηκαν από εδώ: Andro.gr http://www.andro.gr/empneusi/giagkoulas/