Η ιστορία ενός ανθρώπου – ή μήπως ενός Λύκου; Ένα ταξίδι για την ανακάλυψη του αληθινού εγώ – ή για τη θυσία του στον βωμό της αβύσσου; Μία ύπαρξη της οποίας τα φτερά δεν άντεχαν να βαστούν την ενδογενή και υπέρβαρή διπολικότητά της – ή μήπως μία ύπαρξη που απλώς φοβήθηκε να αφεθεί στο χάος της;
Με πολλά καίρια ερωτήματα και ελάχιστες χειροπιαστές απαντήσεις μας λούζει το αριστούργημα του Έρμαν Έσσε, “Ο Λύκος της Στέπας”. Ένα μυθιστορηματικό διήγημα που εγκλωβίζει τον αναγνώστη σε μία ψυχρή πραγματικότητα, πίσω από την οποία όμως υποβόσκει ένα σκοτεινό συλλογικό ασυνείδητο, το οποίο ενώνει όλα τα επί μέρους στοιχεία της ύπαρξης. Μία ιστορία για όλους και για κανέναν, μία ιστορία για την αλήθεια και το ψέμα, αλλά κυρίως μία ιστορία για Εσένα. Ένα διήγημα που σαν επιδέξιος σκοπευτής διεμβολίζει ακαριαία το προσωπικό “είναι” του καθενός, και του επιτρέπει να αναθεωρήσει, ή μάλλον, να αντιληφθεί και να αγκαλιάσει την πολυμορφία της ύπαρξής του.
“Ο Χάρυ αποτελείται από εκατό, μπορεί και χίλιους ακόμα εαυτούς, όχι από δύο. Η ζωή του, όπως και του κάθε ανθρώπου, δεν κινείται μονάχα ανάμεσα σε δυο πόλους όπως είναι η σάρκα και το πνεύμα, η αρετή και η αμαρτία, αλλά ανάμεσα σε χιλιάδες”.
Ένας ιδιαίτερος άνθρωπος
Πρωταγωνιστής μας είναι ένας άνθρωπος ξεχωριστός. Μία ατομικότητα που αποβράστηκε από τα κύματα της μάζας στο ακρογιάλι της μοναξιάς. Ένα άτομο που έχει συνείδηση της μοναδικότητάς του και που έχει αφιερώσει τη ζωή του στην ανακάλυψη του εαυτού του, αλλά και στη χαλιναγώγηση της αβυσσαλέας, εσωτερικής δυσφορίας του.
Ο Χάρυ, λοιπόν, είναι μόνος – πολύ μόνος. Γνωστούς μπορεί να αποκαλεί ελάχιστους και τον περισσότερο χρόνο τον περνάει με τα βιβλία του. Οι υπόλοιποι άνθρωποι γύρω του τον αντιμετωπίζουν με τεράστια περιέργεια κι ενδιαφέρον, κυρίως εξαιτίας της απόκοσμης γοητείας που τους ασκεί. Ένα χαμόγελο θλιμμένο, μία ματιά πλασμένη στην άβυσσο και μία παρουσία που ταράζει τα νερά του “φυσιολογικού”.
“Εκείνο που δεν είχε μάθει, όμως, ήταν πώς να ευχαριστιέται με την ζωή και τον εαυτό του”.
Αυτό το ιδιόμορφο ον, όμως, βρίσκεται σε βαθιά σύγχυση. Οι πνευματικοί του προβληματισμοί είναι δυσβάσταχτοι και ελάχιστες είναι οι ώρες που δύναται απλώς να υπάρχει – να υπάρχει ως “εγώ”, δίχως να αμφιταλαντεύεται. Όπως είπε ο Αλμπέρ Καμύ: “Ελάχιστοι καταλαβαίνουν ότι μερικοί άνθρωποι καταναλώνουν τεράστια ποσοστά ενέργειας για να είναι απλώς φυσιολογικοί”. Αν με μία φράση έπρεπε να προσδιορίσουμε τον πρωταγωνιστή μας, καταλληλότερη δύσκολα θα βρίσκαμε.
Οι πόλοι του “είναι” του όμως αρχίζουν να απομακρύνονται όλο και περισσότερο, πλέον τους χωρίζουν εκατομμύρια έτη φωτός στο σύμπαν της ψυχής του. Ποιοι πόλοι; Ο Άνθρωπος και ο Λύκος.
Ο άνθρωπος της μάζας, της ανάγκης για αποδοχή. Ο άνθρωπος που εκτιμάει την απλή ζωή της μεσαίας τάξης και λαχταρά όσο τίποτα να χαθεί στην απλότητα της καθημερινότητάς της. Αυτός ο απλός, ο φυσιολογικός, ο συνηθισμένος, ο σύγχρονος άνθρωπος.
Κι από την άλλη, ο Λύκος. Η προσωποποίηση του Φροϋδικού Id, ο υπερήφανος σημαιοφόρος των αρχέγονων ενστίκτων. Ένα κτήνος που τρέφεται από τα λαχταριστά λεπτά της ολοκληρωτικής μοναξιάς και που επιτίθεται με λύσσα σε όποιον τον πλησιάσει. Ένας Λύκος με ανώτερα πνευματικά χαρίσματα, τα οποία όμως αρνείται να μοιραστεί.
Μία γνωριμία ως η αρχή του τέλους
Ο “λυκάνθρωπός” μας παίρνει την απόφαση να τερματίσει τη ζωή του, φυσικά όμως δεν έχει τη δύναμη να το κάνει (δεν πρόκειται να αποκαλύψω περαιτέρω πτυχές της ιστορίας). Αντί αυτού, η ζωή του χαρίζει μία ιδιαίτερη γνωριμία και τον φέρνει σε επαφή με μία ύπαρξη που επρόκειτο να παίξει κομβικό ρόλο στην εξέλιξή του.
Εδώ συναντούμε το γνωστό πρότυπο του “Δασκάλου”, που συναντούμε πάντα στα έργα του Έσσε, όπως ο Βαρκάρης για τον Σιντάρτα και ο Ντέμιαν για τον Σίνκλερ. Σε αυτήν όμως την ιστορία, ο δάσκαλος είναι πολυδιάστατος και ο συσχετισμός του με τον Χάρυ ξεχωριστά ιδιαίτερος. Ο διαχωρισμός των εσωτερικών “είναι” τους, όσο περνάει ο χρόνος, χάνεται μέσα σε μία ομίχλη μυστικισμού και υποσκιάζεται από την αμοιβαία αλληλεπίδραση των υπάρξεών τους. Το “εγώ” και το “εσύ” αφομοιώνονται, κάτω από το πέπλο ενός ενιαίου -και συνάμα χαοτικού- “εμείς”.
“Πώς μπορείς να λες ότι νοιάστηκες να ζήσεις, όταν δεν ξέρεις καν να χορέψεις;”
Ο δάσκαλος θα φέρει τον πονεμένο μαθητή του αντιμέτωπο με τη ρίζα των προβλημάτων του. Θα αναδείξει τον δηλητηριώδη εγωισμό του και την απροθυμία του να αγαλλιάσει την άβυσσο της ψυχής του, στην αέναη προσπάθεια που έκανε πάντα να ορίσει το “εγώ” του ως άρχοντα μίας φαινομενικής διπολικότητας. Ο Χάρυ προτιμάει να ανακυκλώνει τη μάχη ανάμεσα στον άνθρωπο και τον λύκο, μονάχα όμως σαν πρόσχημα για να μην αντικρίσει το χάος του. Προτιμάει τη βεβαιότητα μίας μάταιης μάχης, παρά την αβεβαιότητα ενός απόλυτα ακαθόριστου “είναι”. Κοινώς, στήνει πνευματικούς προβληματισμούς στο μυαλό του, για να καλύψει το κενό μέσα του.
Ένα μνημείο ψυχαναλυτικής μελέτης
Όλο το έργο, κυρίως όσο πλησιάζει το ηλιοβασίλεμά του, αποτελεί και μεταστοιχειώνεται σε ένα αληθινό μαργαριτάρι της τέχνη της ψυχανάλυσης. Από κάθε εικόνα, αναφορά και ιδέα, αναβλύζουν πανίσχυροι συσχετισμοί και σύμβολα της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης.
Τα πάντα στο τέλος καταλήγουν να παρευρίσκονται στο ίδιο θέατρο, ηθοποιοί πάνω σε κοινή σκηνή. Εκατοντάδες διαφορετικές πόρτες οδηγούν σε απύθμενες πτυχές του εαυτού και στα σκοτεινά έγκατα του υποσυνείδητου.
“Ήταν η ζωή και η πραγματικότητα που είχαν άδικο”.
Η σύνδεση που αριστοτεχνικά επιτυγχάνει ο Έσσε από τις πρώτες κιόλας σελίδες μεταξύ πρωταγωνιστή και αναγνώστη, επιτρέπει στον καθένα μας να αντιληφθεί την ιστορία διαφορετικά και να υιοθετήσει ένα προσωπικό βίωμα. Όσο περισσότερο αφεθείς στον δάσκαλο Σου, όσες περισσότερες πόρτες αντέξεις να ανοίξεις, τόσα περισσότερα θα μάθεις για τον εαυτό σου. Ή, μάλλον, τόσο περισσότερο θα χαθείς στον εαυτό σου.
Επειδή σε αυτό το βιβλίο ο στόχος του Έσσε, η πρόθεση του δηλαδή να αγγίξουμε μία αυθεντική, ενδογενή και ενεργητική πραγματικότητα, η θέλησή του να έρθουμε σε επαφή και να αφουγκραστούμε το άγνωστο μέσα μας, μετουσιώνεται και αυτοπραγματώνεται εντός μίας ιστορίας ασύγκριτου βάθους. Ο Έρμαν μας ανοίγει τη καρδιά του, και δεν μπορούμε παρά να του ανταποδώσουμε κάνοντας το ίδιο, στον βαθμό που μπορεί ο καθένας.
Ας αφήσουμε όλοι λοιπόν τους λύκους και τους ανθρώπους, κι ας αντικρίσουμε κατάματα τον -χιλιών προσωπίων- εαυτό μας.
Και, αν αντέξουμε το φριχτό γέλιο του, ας αποδεχτούμε την αγκαλιά του.
“Σ’ εμάς τους Αθάνατους δεν αρέσει να παίρνονται τα πράγματα στα σοβαρά. Μας αρέσουν τα αστεία. Η σοβαρότητα, νεαρέ μου φίλε, είναι ένα ατύχημα, ένα σύμπτωμα του χρόνου. Συμβαίνει, μπορώ να σου πω εμπιστευτικά, όταν δίνει κανείς μεγάλη αξία στο χρόνο. Κι εγώ ο ίδιος είχα δώσει κάποτε μεγάλη αξία στο χρόνο. Γι’ αυτό το λόγο επιθυμούσα να φτάσω τα εκατό. Στην αιωνιότητα, όμως, δεν υπάρχει χρόνος. Η αιωνιότητα δεν είναι παρά μόνο μια στιγμή – αρκετή όμως για ένα αστείο”.