Όταν πριν μερικά χρόνια βλέπαμε το The Take (Η Κατάληψη), το ντοκιμαντέρ για τα κατειλημμένα αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια της Αργεντινής, αναρωτιόμασταν αν θα είχαμε ποτέ την τύχη να ζήσουμε κι εμείς εδώ στην Ελλάδα ανάλογες στιγμές. Από τότε η ιδέα αυτή (ότι μπορούμε να πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας, ακόμη και μέσα στον σκληρό πυρήνα της οικονομίας, στην ίδια την παραγωγή) ταξίδεψε σε πλατείες και λαϊκές συνελεύσεις σε όλη την Ελλάδα, και συναντήθηκε με τις αγωνιώδεις αναζητήσεις που πήγαζαν από τις ήττες και τα αδιέξοδα που αντιμετώπιζε το εργατικό κίνημα απέναντι στην επέλαση, με ρυθμούς “δόγματος σοκ” (όπως το περιγράφει η Ναόμι Κλάιν στο γνωστό βιβλίο της) μιας πρωτοφανούς κοινωνικής λεηλασίας.
Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα δεν έχει παράδοση τέτοιων προσπαθειών σε μεγάλη έκταση. Παρέμενε και παραμένει σε μεγάλο βαθμό εγκλωβισμένο στη λογική και την πρακτική της γενικής πολιτικής διαμαρτυρίας, της διεκδίκησης συγκεκριμένων αιτημάτων, και της διαπραγμάτευσης με το κράτος και τα αφεντικά. Επίσης, ο ασφυκτικός έλεγχός του, ιστορικά, από τις κρατικές και κομματικές γραφειοκρατίες το καθιστούσαν εχθρικό απέναντι σε εγχειρήματα αυτοδιαχείρισης τα οποία απαιτούν ανεξαρτησία από κράτος και κεφάλαιο, και αυτονομία από γραφειοκρατικές καθοδηγητικές δομές.
Το παραδοσιακό εργατικό κίνημα εμφυσούσε στους εργάτες μια συνείδηση πλήρους εξάρτησης από το σύστημα, αναπαράγοντας ως “ταξική” ταυτότητα την ταυτότητα ενός υποτελή εργάτη, ο οποίος μπορεί να ζήσει μόνο αν του δώσουν τα μέσα το κράτος και τα αφεντικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο μακρόχρονος και μαχητικός αγώνας στη Χαλυβουργία, που χαιρετίστηκε μάλιστα ως πρότυπο “ταξικού αγώνα”, όπου ούτε σε μια στιγμή του δεν τόλμησε να θέσει το θέμα της κατάληψης και αυτοδιαχείρισης του εργοστασίου, έστω και ως μέσο πίεσης απέναντι στην αδιαλλαξία που αντιμετώπιζε, ο οποίος οδηγήθηκε στη γνωστή οδυνηρή ήττα.
Γι” αυτό και όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης, όπου έκλεισαν χιλιάδες επιχειρήσεις και χιλιάδες επιχειρήσεις αφήνουν απλήρωτους τους εργαζόμενους, δεν είχαμε, μέχρι πρόσφατα, καμιά προσπάθεια κατάληψης και αυτοδιαχείρισης στη βιομηχανική παραγωγή. Αντίθετα, είχαμε αγώνες στο πλευρό, ουσιαστικά, του κεφαλαίου, πίεσης προς το κράτος για ενίσχυση και σωτηρία κάποιων αφεντικών, στο όνομα της διατήρησης των θέσεων εργασίας! Ώσπου, χάρις στην αποφασιστικότητα των εργατών της ΒΙΟΜΕ, αποκτήσαμε κι εμείς επιτέλους τη δική μας “Ζανόν”, που ανοίγει μια νέα προοπτική για το εργατικό κίνημα.
Χωρίς να υποτιμάμε καμιά άλλη προσπάθεια αυτοοργάνωσης, η περίπτωση της ΒΙΟΜΕ έχει μια ξεχωριστή σημασία γιατί έσπασε το “άβατο” της βιομηχανικής παραγωγής και μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα και κινητήρα για την αναγκαία αναγέννηση ενός εργατικού-κοινωνικού κινήματος βάσης και χειραφέτησης.
Το ζήτημα που θέτουν, με έναν τρόπο, η ΒΙΟΜΕ αλλά και άλλες δομές της αλληλέγγυας και συνεργατικής οικονομίας που άνθησαν ιδιαίτερα μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη ’08, είναι ότι, μέσα σε αυτό το σκηνικό της ερήμωσης που προκαλεί ο καταστροφικός καπιταλισμός της εποχής μας, μπορούμε να επιβιώσουμε αλλάζοντας ζωή και να ζήσουμε αλλάζοντας τρόπους επιβίωσης. Μπορούμε, δηλαδή, να εξασφαλίσουμε την επιβίωση με τρόπους που απεξαρτούν την εργασία και την κοινωνία από το κεφάλαιο και το κράτος, και μπορούμε να αποκτήσουμε μια πλήρη νοήματος ζωή στη βάση της αλληλεγγύης, της συνεργασίας και της ελεύθερης ισότιμης πρόσβασης στα “κοινά”.
Η αυτοδιαχείριση, η αλληλέγγυα και συνεργατική οικονομία, γενικότερα η δημιουργία των “κοινών” στα οποία μπορεί να βασιστεί μια βιώσιμη και ελεύθερη ζωή, είναι ο κρίκος αυτής της αλλαγής. Τοποθετώντας στο κέντρο της κοινωνικής ζωής, στη θέση της οικονομίας της εκμετάλλευσης και του κέρδους, το ανθρώπινο πράττειν, την ελεύθερη δημιουργική δραστηριότητα και συνεργασία, που είναι κάτι εξαιρετικά πολύμορφο, πολύ πλουσιότερο και πολύ ευρύτερο από την οικονομική δραστηριότητα.
Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να απαντήσουμε στην προσπάθεια του ολοκληρωτικού καπιταλισμού να επανεκκινήσει τη συσσώρευση πάνω στη βάση μιας σύγχρονης δουλείας, υποσχόμενος έναν νέο κύκλο “ανάπτυξης” που οι καταστροφικές συνέπειές της στον άνθρωπο και το περιβάλλον δεν θα έχουν όμοιό τους στην ανθρώπινη ιστορία.
Κοινότητες αγώνα, αλληλεγγύης και δημιουργίας
Ωστόσο, μεγάλο μέρος των πολιτικών προβληματισμών αυτής της περιόδου κινείται, υπό το βάρος των ηττών της αγωνιστικής προσπάθειας ανατροπής της κυρίαρχης κατάστασης, και της κατάρρευσης του θεσμικού συνδικαλισμού (πρόσφατο παράδειγμα το φιάσκο της ΟΛΜΕ), στην αναζήτηση κεντρικών κυβερνητικών ή γενικότερα κρατικών λύσεων. Καθώς τα εγχειρήματα και οι δομές της αλληλέγγυας και συνεργατικής οικονομίας είναι ακόμη αδύναμες και δεν γκρεμίζουν τον κόσμο της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας, θεωρείται από πολλούς ότι δεν δίνουν και δεν μπορούν να δώσουν συνολική πολιτική απάντηση, γιατί δεν απαντούν στο ζήτημα του κράτους και της διακυβέρνησης.
Πριν βιαστούμε, όμως, να απαντήσουμε, ας διερευνήσουμε πρώτα ποιος είναι ο τύπος της συνολικής πολιτικής απάντησης που μπορεί να οδηγήσει σε μια πραγματική και ριζική κοινωνική αλλαγή.
Είναι μήπως μια “αριστερή κυβέρνηση”; Μα, ακόμη και με τις καλύτερες προθέσεις, μια τέτοια κυβέρνηση δεν μπορεί παρά να διαχειριστεί, έστω και με μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία, τις ανθρωποθυσίες στο βωμό της κρίσης και τις απαιτήσεις εκμετάλλευσης μιας νέας καπιταλιστικής ανάπτυξης. Γιατί μέσα στο κυρίαρχο μοντέλο οικονομίας, το οποίο δεν μπορεί φυσικά να ανατρέψει μια κυβέρνηση, οι πόροι και τα μέσα για οποιαδήποτε κοινωνική ανακούφιση είναι δεσμευμένοι από το κεφάλαιο. Πώς θα σπάσει, για παράδειγμα, ο φαύλος κύκλος της ανεργίας, όπου για να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας χρειάζονται κεφάλαια, για να επενδυθούν κεφάλαια χρειάζεται “ευνοϊκό επενδυτικό περιβάλλον” (δηλαδή πιο εκμεταλλευτικές σχέσεις εργασίας), για να παραμείνουν τα κεφάλαια αυτά πρέπει να γίνουν πιο αποδοτικά εγκαινιάζοντας ξανά τον κύκλο των απολύσεων και της περαιτέρω χειροτέρευσης των εργασιακών σχέσεων;
Είναι μήπως μια στιγμιαία “ανατροπή”, μια “έφοδος στα χειμερινά ανάκτορα”, μια επαναστατική κατάληψη της κρατικής εξουσίας; Μα, πάλι ακόμη και με τις καλύτερες προθέσεις, μια κρατικά σχεδιαζόμενη και ελεγχόμενη οικονομία θα χρησιμοποιεί τους ίδιους καπιταλιστικούς μηχανισμούς παραγωγικότητας, αποδοτικότητας και ανάπτυξης, όπως γινόταν επί δεκαετίες στον “υπαρκτό σοσιαλισμό”, και θα δημιουργήσει ένα συλλογικό κεφάλαιο εξίσου δεσποτικό και εκμεταλλευτικό όσο και το ιδιωτικό. Πώς θα αποφευχθεί ο γραφειοκρατικός συγκεντρωτισμός, η επιβολή επί της κοινωνίας, η απορρόφηση και το πνίξιμο των πάντων από το κράτος-Λεβιάθαν, ό,τι προσωπείο ή σημαία κι αν έχει αυτό; (η πορεία της Κίνας είναι ένα ζωντανό παράδειγμα που δεν μας επιτρέπει να τα παραβλέψουμε όλα αυτά).
Είναι ανάγκη να σκεφτούμε με άλλους όρους την κοινωνική αλλαγή. Με τους όρους του μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων από τα κάτω, της δημιουργίας εκείνων των αυτόνομων δομών που μπορούν να ανασυστήσουν τον διαλυμένο από τον ανταγωνισμό και την ιδιώτευση κοινωνικό δεσμό, της διαμόρφωσης της υλικής βάσης μιας “εξόδου” από το πλέγμα των κυρίαρχων σχέσεων. Κι αυτό το έργο δεν μπορεί να περιμένει ούτε τη δευτέρα παρουσία μιας μεσσιανικού τύπου επαναστατικής “αποκάλυψης”, ούτε να εκχωρηθεί σε κομματικές, κυβερνητικές ή κρατικές γραφειοκρατίες. Αυτό το έργο είναι ένα καθημερινό έργο, που συμβαίνει εδώ και τώρα, υπερχειλίζοντας και διαρρηγνύοντας τα όρια και τα τείχη του συστήματος.
Είναι ανάγκη, επίσης, να σκεφτούμε διαφορετικά και το υποκείμενο μιας τέτοιας κοινωνικής αλλαγής, πέρα από κόμματα, παραδοσιακού τύπου συνδικάτα, ιδεολογικές σέχτες κ.λπ., που ανήκουν στο παρελθόν και καταρρέουν μαζί του. Να το σκεφτούμε με όρους δημιουργίας κοινοτήτων αγώνα, αλληλεγγύης και δημιουργίας (όπως αυτή που αναδύεται στις Σκουριές), που διασχίζουν τις παλιές ταξικές, πολιτικές και ιδεολογικές γραμμές, και που συντονιζόμενες αδιαμεσολάβητα μεταξύ τους δημιουργούν ένα πολύμορφο δίκτυο.
Αν στόχος των κυρίαρχων είναι ένας ολικά διοικούμενος κόσμος, με ενσωματωμένες σε κάθε πλευρά της ζωής τις εντολές της αγοράς και με τη βοήθεια ενός ολοκληρωτικού κράτους επιτήρησης και ελέγχου, τότε στόχος δικός μας πρέπει να είναι να γίνουμε μη κυβερνήσιμοι, μη διαχειρίσιμοι. Αλλά για να μπορέσει να υπάρξει γενικευμένη πολιτική ανυπακοή, πρέπει να υπάρχουν υλικές βάσεις που θα μας δίνουν τη δυνατότητα να είμαστε πραγματικά αυτόνομοι από αγοραίες, επιχειρηματικές και κρατικές σχέσεις. Αυτή είναι η προοπτική της αυτοδιαχείρισης που εκβάλλει στη γενικευμένη κοινωνική αυτοδιεύθυνση, δημιουργώντας, όπως γράφει κι ο Βασίλης Κωστάκης στο βιβλίο Το Ομότιμο Μανιφέστο, “τον κόσμο που θέλουμε να δημιουργήσουμε μέσα στον κόσμο που θέλουμε να αλλάξουμε”.