Ως «Θεομβαίκτης» απάντησε το 1931 στην τότε Ιερά Σύνοδο της εκκλησίας ο Κώστας Βάρναλης, για ανακοίνωση των ημερών όπου καταδίκαζε τους «μαλλιαροκομμουνιστές» (εκπαιδευτικό όμιλο και τον ίδιο τον Βάρναλη) ενώ από την άλλη μέσα στη βαθιά καπιταλιστική κρίση της εποχής κήρυττε την «εγκράτεια» στους πεινασμένους.
“Κατά φυσικήν λοιπόν ακολουθίαν αν ο λεγόμενος ούτος εκπαιδευτικός όμιλος εξακολουθήση τον διασυρμόν της αγίας ημών πίστεως, τον σφαγιασμόν της χριστιανικής ηθικής, τον εξευτελισμόν του εσταυρωμένου Σωτήρος και του τιμίου Σταυρού προ των παιδικών ομμάτων και διά των παιδικών χειρών, αν εξακολουθήση η δηλητηρίασις των ελληνοπαίδων διά της εν τοις σχολείοις διδασκαλίας επί τη βάσει των εθνοκτόνων και ψυχοφθόρων εμπνεύσεων Γληνού, ων βρίθουσι το περιοδικόν «Αναγέννηση», η Ιστορία Χωραφά, «Ο Αέρας» του Τζαμασφύρα, τα Νεολληνικά Κοντοπούλου, «Ο Ήλιος» του Παπαμιχαήλ, «Η Ιχνογραφία» του Ρούμπου, τα άρθρα και δημοσιεύματα της Έλλης Λαμπρίδου, τα έργα του Βάρναλη και άλλων συνεργατών αυτών, εντός ολίγου δεν θα έχη η Εκκλησία πιστά τέκνα, οι πατέρες υιούς, αι μητέρες θυγατέρας, οι στρατηγοί στρατιώτας, η πολιτεία τιμίους υπαλλήλους και η Ελλάς ορθοδόξους αληθείς «Έλληνας»-“.
Το ποίημα συμπεριλήφθηκε στα «Ποιητικά» του Βάρναλη το 1959 με τον τίτλο «Πρωτοχρονιάτικο» και κάποιες αλλαγές. Αρχικά τιτλοφορείτο «Μποναμάς» και είναι αυτούσιο το παρακάτω:
ΜΠΟΝΑΜΑΣ
Σαράντα σβέρκοι βοδινοί με λαδωμένες μπούκλες
σκεμπέδες σταβροθόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες
ξετσίπωτοι ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι
ντυμένοι στα μαλάματα κι επίσημοι κι ωραίοι.
Εξήντα λύκοι με προβιά (γι’ αυτούς βαράν καμπάνες)
φάγανε γουρουνόπουλα, στραγγίσαν νταμιτζάνες!
Κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στα τζάκια,
κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στα μπατζάκια.
Την προσευκή τους κάνανε τα πράματα ν’ αλλάξουν
να ξεπροβάλουν οι κυράδες του Δεκαημέρου
χωρίς καπίστρι και λουρί, πολλές μαζί… (φυλάξου
τα πισινά του μουλαριού τα μπρος του καλογέρου!)
Κι ο Σατανάς τούς άκουσε που πιο καλά τους ξέρει
κι έστειλε τον καθηγητή της ηθικής ξεφτέρι…
Όξω οι φτωχοί φωνάζανε: «Πεινάμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες.
Κι οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυρέοι
ανοίξαν το παράθυρο κι είπανε: «Φταιν οι αθέοι».
ΓΕΡΒΑΣΙΟΣ Ο… ΘΕΟΕΜΒΑΙΚΤΗΣ
(Διά το γνήσιον Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ)