Το Κράτος για τον Michel Foucault είναι αποτέλεσμα της “θεσμικής συνένωσης των σχέσεων εξουσίας” και όχι το προϊόν της ιστορικής εξέλιξης της κοινωνίας μέχρι το σημείο που τα αντίθετα ταξικά συμφέροντα γίνονται ασυμβίβαστα μεταξύ τους, το όργανο επιβολής της εξουσίας της κυρίαρχης τάξης πάνω σε όλες τις άλλες. ΄Στο “ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ” έχει αναρτηθεί άρθρο για το μεγάλο αυτό διανοητή που ωστόσο παρέμεινε μέχρι το τέλος του εχθρικός στο διαλεχτικό υλισμό, και χάθηκε τελικά στον δαίδαλο του υποκειμενικού ιδεαλισμού, την απόλυτη κυριαρχία των ΛΟΓΩΝ, που αποσπασμένοι από την κοινωνικοοικονομική τους βάση μετατρέπονται σε νεκρές, άδειες ΑΦΑΙΡΕΣΕΙΣ. Η αστική ιδεολογική κυριαρχία, που την είδε να οργανώνεται μέσα από τους ιδεολογικούς λόγους (για το σεξ, την τιμωρία, την τρέλα) ασκήθηκε πάνω του με τον πιο βίαιο τρόπο, τον καταβρόχθισε και τον έκανε τελικά όργανό της.
Γράφει ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΗΧΟΣ
ΦΟΥΚΩ: «Αν το προλεταριάτο πάρει την εξουσία, είναι πολύ πιθανό να ασκήσει στις τάξεις στις οποίες θα έχει επικρατήσει μια βίαιη, δικτατορική, ακόμη και αιματηρή εξουσία. Δεν βλέπω τι είδους αντίρρηση μπορεί κανείς να φέρει σ’ αυτό. Αλλά, αν με ρωτούσατε τι θα μπορούσε να συμβεί αν το προλεταριάτο ασκούσε αιματηρή, τυραννική και άδικη εξουσία στον ίδιο του τον εαυτό, τότε θα σας έλεγα ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνο αν δεν είχε πάρει πραγματικά την εξουσία το προλεταριάτο, αλλά την είχε πάρει μια τάξη έξω από το προλεταριάτο, μια ομάδα ανθρώπων μέσα στο προλεταριάτο, μια γραφειοκρατία ή μικροαστικά στοιχεία».
(Από τη συζήτηση ανάμεσα στον ΜΙΣΕΛ ΦΟΥΚΩ και τον ΝΟΑΜ ΤΣΟΜΣΚΙ για την ανθρώπινη, μια από τις τέσσερις φιλοσοφικές συζητήσεις που έγιναν το 1971 για λογαριασμό της ολλανδικής ραδιοφωνίας-τηλεόρασης (Nederlandse Omroep Stichting: Nos) με συντονιστή τον Fons Elders).
Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
Ο θάνατος του Μισέλ Φουκώ, στις 25 Ιούνη 1984, συνοδεύτηκε από ένα κύμα πανηγυρικών σ΄ όλη την Ευρώπη. Οι διανοούμενοι, από τους “νέους φιλοσόφους” μέχρι τον Αντόνιο Νέγκρι, έχυσαν κορόμηλο το δάκρυ για το “χαμένο μεγάλο φιλόσοφο”, υμνώντας το έργο του. Ποτέ πριν φιλόσοφος – που ανήκε, υποτίθεται, στον κύκλο των “καταραμένων” – δεν τιμήθηκε τόσο πολύ στην εποχή του. Στο χορό πήρε βέβαια μέρος, όσο μπορούσε, κι η ελληνική γαλλοσπουδασμένη μικροαστική ιντελιγκέντσια, με επικεφαλής τους ευρωσταλινικούς. Αυτό που κυρίως έθελγε όλους αυτούς στη φιλοσοφία του Φουκώ ήταν ο βαθύτατος σκεπτικισμός του για την εργατική τάξη και την επανάσταση.
Η φιλοσοφία του Μ. Φουκώ – που αναπτύχθηκε στα πλαίσια του ρεύματος του στρουκτουραλισμού, χωρίς όμως να περιοριστεί σ΄ αυτά στην πορεία της – είναι αντιπροσωπευτική μιας εποχής του τέλους της μεταπολεμικής άνθησης και μιας τάξης, της γαλλικής μικροαστικής τάξης. Ο στρουκτουραλισμός άρχισε να ανθεί στη Γαλλία στη δεκαετία του ΄60, σαν κριτική της γαλλικής φαινομενολογίας και σημειολογίας που κυριαρχούσε στην προηγούμενη δεκαετία. Η παράδοση του γαλλικού ορθολογισμού κινητοποιήθηκε για να αντιμετωπίσει τα αδιέξοδα της φαινομενολογίας και του υπαρξισμού. Δημιουργήθηκε ένα ρεύμα υπερορθολογισμού που συχνά φλέρταρε με το μαρξισμό ή ακόμα και μεταμφιεζόταν σε μαρξισμό.
Το 1961 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Μ. Φουκώ “Η ιστορία της τρέλας στην κλασική εποχή”. Οι θεωρίες του μπήκαν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της μικροαστικής ιντελιγκέντσιας την περίοδο του Ντε Γκωλ. Μετά το Μάη του ΄68 και την προσωρινή αναχαίτιση των φοιτητικών κινημάτων στη Δυτική Ευρώπη, στους κύκλους των μικροαστών διανοούμενων κυριάρχησε ο πεσιμισμός. Άρχισαν να ανθούν διάφορες θεωρίες για το ανέφικτο της Επανάστασης και να φουντώνουν τα μικροαστικά κινήματα κοινωνικής κριτικής και διαμαρτυρίας. Τα “κοινωνικά κινήματα” (αυτονομία στην Ιταλία, κίνημα ομοφυλόφιλων, οικολόγων, γυναικών κλπ.), θεωρήθηκαν ότι μπορούσαν να υποκαταστήσουν την Επανάσταση.
Αυτός ο πεσιμισμός βρήκε τη θεωρητική του έκφραση στον Μισέλ Φουκώ. Το έργο του άρχισε να γίνεται το ευαγγέλιο όλων των απογοητευμένων μικροαστών, που ήθελαν να βρίσκονται με το μέρος των καταπιεσμένων (τρελών, φυλακισμένων κλπ.), αλλά όχι με το μέρος της επαναστατικής, εργατικής, τάξης. Η “μικροφυσική της εξουσίας” που έπαιρνε τη θέση της μαρξιστικής θεωρίας του κράτους σαν όργανου καταπίεσης και επιβολής της εξουσίας της κυρίαρχης τάξης απέναντι σ΄ όλες τις άλλες, γινόταν το θεωρητικό κάλυμμα της απόλυτης υποταγής στο Κράτος. Η πολιτική δράση περιοριζόταν πιά σε απλή διαμαρτυρία, αφού οι μικροεξουσίες διαπερνούν τα πάντα και επιτρέπουν μόνο περιορισμένες εστίες αντίστασης. Η συνολική ρήξη με το καπιταλιστικό καθεστώς θεωρείται ανέφικτη. Η πάλη περιορίζεται σε επιμέρους ρήξεις στα διάφορα μικρο-επίπεδα της κοινωνικής ζωής.
Αυτό το θεωρητικό αδιέξοδο κορυφώθηκε με την άνοδο του καθεστώτος Μιτεράν. Η βαθιά κρίση αυτού του καθεστώτος φούντωσε τον μικροαστικό σκεπτικισμό για τις δυνατότητες του σοσιαλισμού. Ο γαλλικός ορθολογισμός, έχοντας φτάσει στα ακραία του όρια, μετατράπηκε στο αντίθετό του, στην πιο σκοταδιστική μορφή ανορθολογισμού. Αντιπροσωπευτικός εκφραστής αυτού του ανορθολογισμού ο Μισέλ Φουκώ. Κομματιάζει την κοινωνική πράξη σε ανεξάρτητα τμήματα, τα οποία ανάγει τελικά σε λεκτικές πρακτικές (pratiques Discursives). Σε μια αέναη περιστροφή γύρω από τον εαυτό του, το κατακερματισμένο άτομο επιδίδεται σε μια αέναη ερμηνεία ενός πλήθους λόγων. Δεν είναι πια το περιεχόμενο του αντικειμενικού κόσμου που αναμοχλεύει τη γνώση, αλλά λόγια που εξηγούν άλλα λόγια, σε μια απελπισμένη φυγή μακριά από την κοινωνική πράξη επαναστατικής αλλαγής του κόσμου.
Με την “Ιστορία της σεξουαλικότητας” (1978), η πολιτική ζωή ανάγεται στην ιδιωτική, και αντίστροφα, και η αστική κυριαρχία πάνω στις σεξουαλικές σχέσεις οργανώνεται μέσα από τους διάφορους “λόγους” για το σεξ. Στο έργο του Μ. Φουκώ βρίσκεται συμπυκνωμένος ο ανορθολογισμός και η απελπισία μιας ιστορικά ξεπερασμένης τάξης, που θεωρεί “τρέλα” την υπέρβαση της ταξικής κοινωνίας. Για να χρησιμοποιήσουμε τη χαρακτηριστική φράση του Ernst Bloch για τον Νίτσε, “είναι το εγώ του αστού που θέλει τον εαυτό του και που δεν θέλει τον εαυτό του”.
Η βασική φιλοσοφική αφετηρία του Μισέλ Φουκώ είναι η απόρριψη της διαλεχτικής του Αντικείμενου και του Υποκείμενου που στηρίζεται στην άρνηση της αντικειμενικότητας του εξωτερικού, υλικού κόσμου. Γι΄ αυτόν, το υποκειμενικό δεν είναι μιά στιγμή στην ιστορική ανάπτυξη του αντικειμενικού. Πηγή του υποκείμενου δεν είναι η Φύση που υπάρχει ανεξάρτητα απ΄ αυτό και τις εμπειρίες του. Πηγή είναι η ίδια η εμπειρία. “Είναι η εμπειρία που αποτελεί την έλλογη έκφραση μιας διαδικασίας, αυτής καθεαυτής προσωρινής, που απολήγει σ΄ ένα υποκείμενο ή καλύτερα σε υποκείμενα”.(1)
Η κοινωνική εμπειρία κάθε εποχής ταξινομείται σύμφωνα μ΄ ένα “ιστορικό a priori” (“l΄ a priori historique”) και σχηματίζει το Υποκείμενο της Εποχής. Αυτό το a priori έχει ένα σύνολο κενών λεκτικών μορφών. “A priori, όχι από αλήθειες που θα μπορούσαν να μην είχαν ποτέ πραγματικά δοθεί στην εμπειρία. αλλά από μια ιστορία που είναι δοσμένη επειδή είναι η ιστορία πραγμάτων που πράγματι έχουν λεχθεί”. (2)
Η ιστορική κοινωνική πράξη του ανθρώπου εξαφανίζεται μέσα σε μια θάλασσα από λόγια, η ιστορία του κοινωνικού ανθρώπου μετατρέπεται σε ιστορία “λόγων”. Τη θέση της κοινωνικής – ιστορικής πράξης παίρνουν οι διάφορες λεκτικές πρακτικές του ανθρώπου (pratiques discursives). Ετσι ο Φουκώ βάζει στη θέση της Ιστορίας μια “αρχαιολογία” που έρχεται να περιγράψει τους λόγους σαν εξειδικευμένες πρακτικές. “Η αρχαιολογία δεν είναι η επιστροφή στο ίδιο το μυστικό της ρίζας, της καταγωγής. Είναι η συστηματική περιγραφή ενός λόγου – αντικείμενου”. (3)
Δεν υπάρχουν λοιπόν τα πράγματα, αλλά τα λεγμένα πράγματα (des choses d i t e s), δεν υπάρχει η κοινωνική πράξη αλλά η επιμέρους λεκτική πρακτική. Το a priori του Φουκώ δεν αφορά καν αναγκαίες μορφές λειτουργίας της σκέψης (όπως οι apriori κατηγορίες του Καντ) αφορά κύρια αναγκαίες μορφές λειτουργίας της γλώσσας, ιστορικά περιορισμένες.
Η ίδια η γνώση δεν είναι παρά “αυτό για το οποίο μπορούμε να μιλήσουμε μέσα σε μια λεκτική πρακτική που γίνεται έτσι εξειδικευμένη”. (4) Έτσι η γνώση της Ψυχιατρικής π.χ. του 19ου αιώνα είναι το σύνολο αυτών τα οποία μπορούσε να πει ο ψυχιατρικός λόγος, η γνώση της κλινικής ιατρικής είναι το σύνολο αυτών που μπορεί να ασκήσει το υποκείμενο του ιατρικού λόγου, κλπ. Μέσα σ΄ αυτό το βασίλειο της παντοδυναμίας των λόγων, η ίδια η ιστορική εξέλιξη πραγματοποιείται μέσα από την αλληλεπίδραση τυχαίων παραγόντων. “Οι δυνάμεις που επενεργούν στην ιστορία δεν υπακούουν ούτε στη μοίρα ούτε σε μια μηχανή, αλλά ούτε στο τυχαίο της πάλης… Εμφανίζονται πάντα μέσα στη μοναδική τύχη του συμβάντος (evenement)”(5)
Για τον Φουκώ, στην ιστορική εξέλιξη, υπάρχει μόνο αμοιβαιότητα, συνάφεια (αλληλεπίδραση τυχαίων συμβάντων). Δεν υπάρχει αιτιότητα στην κίνηση της ιστορίας, με την έννοια της αντικειμενικά πραγματικής αλληλοσύνδεσης, όπου η αιτία εξαφανίζεται μέσα στο αποτέλεσμα και το αποτέλεσμα μέσα στην αιτία και με τον ίδιο τρόπο ξαναγίνεται μέσα σ΄ αυτήν. “Αν δεν προχωρήσει κανείς πιο πέρα από το σημείο θεώρησης ενός δοσμένου περιεχόμενου απλώς και μόνο από την άποψη της αμοιβαιότητας, τότε κρατά μια στάση η οποία δεν προσφέρει καμιά δυνατότητα κατανόησης. Τότε έχει να κάνει με ένα ανεπεξέργαστο γεγονός και η απαίτηση διαμεσοποίησης, η οποία πρωταρχικά πραγματοποιείται με την εφαρμογή της σχέσης της αιτιότητας, παραμένει ανικανοποίητη”. (6)
Από τη συνύπαρξη λοιπόν πρέπει να προχωρήσει κανείς “στην αιτιότητα και από μια μορφή σχέσης και αλληλεξάρτησης σε μια άλλη, πιο βαθιά, πιό γενική μορφή”.(7). Και είναι αυτή η πιο βαθιά και πιο γενική μορφή σχέσης των φαινομένων, η αναγκαιότητα, που εξαφανίζεται στο έργο του Φουκώ, μαζί με την αιτιότητα. “Στην ανάλυση που προτείνω υπάρχει πληθώρα σχέσεων και γραμμών ανάλυσης και ταυτόχρονα όχι αρκετή μονολιθική αναγκαιότητα. Υπάρχει πληθώρα καταληπτοτήτων (intelligibilites) και έλλειψη αναγκαιότητας”. (8) Η αναγκαιότητα των φαινομένων δεν μπορεί να εγκαθιδρυθεί στο επίπεδο της εμπειρίας. “Η εμπειρική παρατήρηση δεν θα μπορέσει ποτέ να αποδείξει μόνη της κατά τρόπο επαρκή την αναγκαιότητα… Η απόδειξη της αναγκαιότητας βρίσκεται στην ανθρώπινη δραστηριότητα” (8α)
Για τον Φουκώ υπάρχει μια πολυμορφία στοιχείων, σχέσεων και πεδίων αναφοράς των “συμβάντων”. Μέσα σ΄ αυτόν τον “πολυμορφισμό των συμβάντων” εξαφανίζεται και η έννοια του Καθολικού. Μέσα στο φιλοσοφικό και πολιτικό νομιναλισμό του Φουκώ δεν υπάρχει Καθολικό. Όλα είναι κατακερματισμένα ατομικά, περιορισμένα στα πλαίσια της εμπειρίας, που βρίσκονται τυχαία σε κάποια σχέση μεταξύ τους. Η καταγωγή των θέσεων αυτών του “πολυμορφισμού των συμβάντων” πρέπει οπωσδήποτε να αναζητηθεί στη νεοκαντιανή θεωρία των “παραγόντων” του 19ου αιώνα. Τη θέση των παραγόντων παίρνουν εδώ τα “τυχαία συμβάντα”. Αυτά βέβαια, αποσπασμένα από το συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο του οποίου αποτελούν πλευρές, μετατρέπονται σε άδειες αφαιρέσεις, στερημένες από κάθε κίνηση, νεκρές.
Για τον Φουκώ, η ιστορική ανάλυση, στηριγμένη στην κατηγορία του συμβάντος, μέσα από μια ρήξη με το προφανές (evidence), είναι ένα προτσές “συμβαντοποίησης” (evenementualisation) χωρίς καμιά αναφορά στις κοινωνικές σχέσεις και την οικονομική τους βάση, μια “μηχανική παράθεση ατόμων που γεννιέται και αλλάζει τυχαία”. Όμως, “μόνο η αναγωγή των κοινωνικών σχέσεων στις παραγωγικές σχέσεις και αυτών των τελευταίων στο επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων έδοσε μια σταθερή βάση για να αντιλαμβανόμαστε την εξέλιξη των κοινωνικών σχηματισμών σαν μια φυσικοιστορική πορεία. Και είναι αυτονόητο ότι χωρίς μια τέτοια αντίληψη δεν μπορεί να υπάρχει κοινωνική επιστήμη”. (9).
Μέσα στο εφιαλτικό βασίλειο, που δημιουργεί ο Φουκώ, απουσίας ελευθερίας και απουσίας αναγκαιότητας, όπου κυριαρχεί το τυχαίο, ο άνθρωπος είναι ανίκανος για οποιαδήποτε ιστορική πρωτοβουλία, πεδίο απλά δράσης ανεξέλεγχτων δυνάμεων, παθητικός θεατής της Ιστορίας που διαδραματίζεται τελικά ανεξάρτητα από τη θέληση και τη δράση του. Αντίθετα, σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, “η ιστορία είναι πάντοτε συγκεκριμένη, διαγεγραμένη, άπειρα τραχιά και ποικιλόμορφη. Έχει συνδυασμούς και προοπτικές. Δεν αρκεί να καταργήσουμε προληπτικά την προϋπόθεση των παραγόντων. Γιατί όποιος εξιστορεί βρίσκεται συνεχώς μπροστά σε πράγματα που φαίνονται διακεκριμένα, ανεξάρτητα και καθεαυτά. Η δυσκολία βρίσκεται στο να συλλάβουμε το σύνολο σαν σύνολο, και να διακρίνουμε τις σχέσεις με διάρκεια από τα σύντομα συμβάντα”. (10)
Κάτω από την επίδραση των αστικών “κοινωνικών επιστημών” που χρησιμοποιήθηκαν σ΄ ένα βαθμό από την αστική τάξη σαν αντίβαρο στον μαρξισμό, και ερμηνεύοντας μεταφυσικά τις ανακαλύψεις του F de Saussure και της γλωσσολογίας, ο Μ. Φουκώ θεμελίωσε το οικοδόμημα του υποκειμενικού ιδεαλισμού του. Από τη μια στηρίχτηκε στην μονόπλευρη και υπερβολική εξόγκωση ορισμένων πλευρών των “κοινωνικών Επιστημών”, αλλά, από την άλλη, συνεπής με τον σκεπτικισμό του, τις αμφισβήτησε σαν επιστήμες. Γι΄ αυτόν οι “επιστήμες του ανθρώπου” δεν είναι καθόλου επιστήμες. Επιστήμες είναι η φυσική και τα μαθηματικά, η βιολογία, η οικονομία, η γλωσσολογία (όταν δεν ασχολείται με τον άνθρωπο) και ο φιλοσοφικός στοχασμός. Οι επιστήμες του ανθρώπου δεν είναι παρά “a priori historiques” που γεννήθηκαν το 19ο αιώνα και θεωρούνται επιστήμες επειδή δανείζονται τα μοντέλα των πραγματικών επιστημών. Θα εξαφανιστούν και κάποια άλλη ποικιλία θα τις διαδεχτεί. Γι΄ αυτό “ο Φουκώ στην αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου αναζητά τα εννοιολογικά αρχέτυπα (les archetypes conceptuels) που συνδέονται πρωταρχικά με τη γλώσσα”.(11)
Σ΄ αυτό το σημείο διαφοροποιείται σημαντικά η φιλοσοφία του Φουκώ από το γενικό ρεύμα του στρουκτουραλισμού, από το οποίο αρχικά βγήκε. Οπως τονίζει ο j. Piaget, “δεν είναι λοιπόν υπερβολικό να ορίσουμε τον στρουκτουραλισμό του Φουκώ σαν στρουκτουραλισμό χωρίς στρουκτούρες. Κρατά από το στατικό στρουκτουραλισμό όλες τις αρνητικές πλευρές του: την υποτίμηση της ιστορίας και της γένεσης, της γένεσης, την περιφρόνηση των λειτουργιών και σ΄ ένα βαθμό άνισο, την άρνηση του ίδιου του υποκείμενου, γιατί ο άνθρωπος πρόκειται σύντομα να εξαφανιστεί. Οσο για τις θετικές πλευρές, οι δομές του δεν είναι παρά τα συμβολικά σχήματα κι όχι τα συστήματα μεταμορφώσεων που αναγκαία διατηρούνται μέσα από αυτορύθμιση. Το μόνο σταθερό σημείο σ΄ αυτό τον τελικό παραλογισμό του Φουκώ είναι η καταφυγή στη γλώσσα, που θεωρείται ότι κυριαρχεί πάνω στον άνθρωπο, γιατί είναι εξωτερική στο άτομο”. (12)
Ο λόγος (diskours) και ο λόγος ύπαρξης (raison d΄ etre) του κώδικα. Οι σχέσεις των ανθρώπων μετατρέπονται σε σχέσεις κωδίκων – πεδίων ομιλίας. Εδώ συναντιέται ο Φουκώ με τον Lacan, για τον οποίο ο λόγος θεμελιώνει τους κοινωνικούς δεσμούς. Μέσα σ΄ αυτό το σύστημα ομιλίας, το σύστημα του λόγου, εξαφανίζεται η ίδια η σχέση του υποκείμενου με τον αντικειμενικό εξωτερικό κόσμο, με τη Φύση.
“Εν αρχή ήν η λέξη – και η λέξη ήν προς τον Θεόν και Θεός ήν η Λέξη. Και η Λέξη σαρξ εγένετο”. Εκεί καταλήγει τελικά ο υποκειμενικός ιδεαλισμός του Φουκώ. Σ΄ έναν κόσμο λέξεων όπου λέξεις εξηγούν λέξεις και ο κρυπτογραφικός κώδικας καθορίζει το κρυπτογραφημένο μήνυμα, αδιαφορώντας για το αντικειμενικό περιεχόμενό του. Έτσι οδηγείται στον απόλυτο φορμαλισμό, όπου μαζί με τον αντικειμενικό κόσμο εξαφανίζεται και το ίδιο το υποκείμενο. “Είμαστε διαφορά, η λογική μας (raison) είναι η διαφορά των λόγων (discours), η ιστορία μας, η διαφορά των χρόνων, το εγώ μας η διαφορά των μασκών”(13) Εδώ γίνεται φανερό ότι το αδιέξοδο του υποκειμενικού ιδεαλισμού που ξεκινά δοξολογώντας το άτομο και εξαφανίζοντας τον αντικειμενικό κόσμο για να καταλήξει τελικά να εξαφανίσει και το ίδιο το άτομο μέσα στον λαβύρινθο της Ιστορίας, έναν λαβύρινθο που για τον Φουκώ είναι μια τυχαία πολυφωνία χωρίς μουσικούς και χωρίς αντίλαλο στους δαιδαλώδεις άγνωστους διαδρόμους του. Γιατί, όπως τονίζει ο Μιχαήλοφ “η ανθρώπινη ατομικότητα είναι η αμίμητη αυθεντικότητα κάθε ατόμου Homo Sapiens που πραγματώνει τη δραστηριότητα της ζωής του σαν υποκείμενο κοινωνικοιστορικής ανάπτυξης” (14)
Ο σκεπτικισμός του Φουκώ τον οδηγεί στο να προσεγγίζει την έννοια της αλήθειας ταυτολογικά: αληθινό είναι ότι ένας κώδικας το ξεχωρίζει από το ψεύτικο. “Τι μπορεί να είναι η ιστορική γνώση μιας ιστορίας που παράγει το διαχωρισμό αληθινό-ψεύτικο, από το οποίο συνάγεται αυτή η γνώση;”(15) Το αληθινό δεν είναι παρά κώδικας ομιλίας, ιστορικά καθορισμένος κώδικας διαχωρισμού του αληθινού από το ψεύτικο, για κάθε πεδίο. Ο κώδικας είναι βέβαια ανεξάρτητος από το μήνυμα που εκπέμπει, ανεξάρτητος από τον εκπέμποντα και επίσης προηγείται του ίδιου του μηνύματος. Αφού λοιπόν το αληθινό δεν μπορεί να οριστεί καθεαυτό, είναι φυσικό να μην μπορεί να υπάρξει αντικειμενική αλήθεια. Όλα ανάγονται σε υποκειμενικές, ατελείς, περιορισμένες ερμηνείες, εκδοχές, αποφάνσεις, που κι αυτές δεν είναι παρά ερμηνείες άλλων, προηγούμενων ερμηνειών.
“Αν η ερμηνεία δεν μπορεί ποτέ να ολοκληρωθεί, αυτό συμβαίνει επειδή απλούστατα δεν υπάρχει τίποτε προς ερμηνεία. Δεν υπάρχει τίποτε που η ερμηνεία του να είναι απολύτως απαραίτητη, γιατί κατά βάθος όλα είναι ήδη ερμηνείες, κάθε σημείο είναι το ίδιο μια ερμηνεία άλλων σημείων, και όχι αντικείμενο που προσφέρεται προς ερμηνεία” (16) Ο Φουκώ αρνείται να δεχτεί ότι κάθε αλήθεια σχετική, ιστορικά περιορισμένη στα όρια ανάπτυξης της επιστήμης περιέχει “κόκκους απόλυτης αλήθειας”. Στοιχεία του αντικειμενικού κόσμου που διατηρούνται και εμπλουτίζονται με νέο, αντικειμενικό περιεχόμενο. Γι΄ αυτόν τον υποκειμενικό ιδεαλιστή, τη θέση του αντικειμενικού κόσμου και της αντικειμενικής αλήθειας παίρνει ένα puzzle ερμηνευτικών δυνατοτήτων, μακριά από οποιαδήποτε αξίωση αντικειμενικότητας. Ο ίδιος φυσικά ταχυδακτυλουργεί με δεξιοτεχνία μ΄ αυτές τις δυνατότητες.
Μέσα σ΄ αυτό το σύστημα, η όποια αλήθεια δεν μπορεί παρά να οδηγεί αναπόφευκτα στην εξουσία, που την ορίζει και τη στηρίζει. “Η “αλήθεια” συνδέεται κυκλικά με συστήματα εξουσίας που την παράγουν και την υποστηρίζουν και σε επιπτώσεις εξουσίας, που επιτυγχάνει και πιο τη συνοδεύουν” (17) Για τον Φουκώ, η εξουσία είναι πανταχού παρούσα, έρχεται από παντού, διαπερνά τα πάντα. Συνοδεύεται πάντα από μια γενική΅ εξουσία του πατέρα, του δάσκαλου, του αφεντικού, του γιατρού, κλπ. Αλληλοσυμπλέκεται με τη σεξουαλικότητα και την ηδονή. Αλληλοτροφοδοτούνται. Η εξουσία μιλά για τη σεξουαλικότητα και στη σεξουαλικότητα. (18) Για τον Φουκώ, το Κράτος είναι αποτέλεσμα της “θεσμικής συνένωσης των σχέσεων εξουσίας” και όχι το προϊόν της ιστορικής εξέλιξης της κοινωνίας μέχρι το σημείο που τα αντίθετα ταξικά συμφέροντα γίνονται ασυμβίβαστα μεταξύ τους, το όργανο επιβολής της εξουσίας της κυρίαρχης τάξης πάνω σε όλες τις άλλες. Γι΄ αυτόν η εξουσία του Κράτους σχετικοποιείται μέσα στις πολλές μικρο-εξουσίες, σε “ευέλικτους μηχανισμούς εξουσίας” και τις “τελετουργίες” τους. “Με τον όρο εξουσία νομίζω πως πρέπει καταρχήν να εννοούμε το πλήθος των σχέσεων δύναμης που ενυπάρχουν στο χώρο όπου ασκούνται και είναι συστηματικές της οργάνωσής τους… Την προϋπόθεση του δυνατού της εξουσίας και οπωσδήποτε τη σκοπιά που επιτρέπει να γίνεται κατανοητή η άσκησή της, ίσαμε και στις πιο περιφερειακές της ενέργειες, και που επιτρέπει επίσης να χρησιμοποιούμε τους μηχανισμούς της σαν κλειδί για την κατανόηση του κοινωνικού χώρου, δεν πρέπει να αναζητάμε στην πρωταρχική ύπαρξη ενός κεντρικού σημείου, σε μια ενιαία εστία κυριαρχίας απ΄ όπου εκπέμπονται διάφορες παράγωγες και κατιούσες μορφές. Είναι το κινούμενο υπόβαθρο των σχέσεων δύναμης, που οδηγούν αδιάκοπα, με την ανισότητά τους, σε καταστάσεις εξουσίας, πάντοτε όμως τοπικές και ασταθείς” (19)
Ο Φουκώ βλέπει ανθρώπους και θεσμούς, σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και σχέσεων αυτών με τους θεσμούς. Αρνείται όμως να κάνει την διάκριση ανάμεσα σε Κράτος και κοινωνία των πολιτών, ανάμεσα στις κοινωνικές σχέσεις και θεσμούς και τις προσωπικές σχέσεις και τους πολιτικούς θεσμούς. Γι΄ αυτόν η κοινωνία είναι απλά η συσσώρευση ατόμων. Εδώ συναντιέται με τον C. L. Strauss, για τον οποίο η κοινωνία συντίθεται από άτομα και ομάδες που επικοινωνούν μεταξύ τους. Γι΄ αυτό, η εξουσία “έρχεται από κάτω” και, αφού δεν υπάρχουν αντίπαλες τάξεις “δεν υπάρχει στη βάση των σχέσεων εξουσίας και σαν γενική μήτρα, κάποια δυαδική και καθολική αντίθεση ανάμεσα στους εξουσιαστές και στους εξουσιαζόμενους”. (20)
Ξεκινώντας από το άτομο και τις περιπέτειες της συνείδησής του μέσα στον χρόνο, χάνεται στον βάλτο της αφηρημένης ατομικότητας. Γυρίζοντας την πλάτη στη ζωντανή αντικειμενική πραγματικότητα παγιδεύεται στο αδιέξοδο των αντιφάσεων της δικής του σκέψης. Έτσι, από τη μια δηλώνει ότι η εξουσία είναι το “όνομα που δίνουμε σε μια πολυσύνθετη κατάσταση”, και απ΄ την άλλη, εντάσσει την εξουσία, στην υποδομή της κοινωνίας (και η σεξουαλικότητα επίσης ανήκει στην υποδομή της κοινωνίας!), βλέπεις τις σχέσεις εξουσίας “να παίζουν έναν άμεσα παραγωγικό ρόλο”.(21)
Η ανάλυση του Φουκώ γίνεται από τη σκοπιά της “κοινωνίας των πολιτών” με την έννοια που δίνει ο Μαρξ όταν σημειώνει στις Θέσεις στον Φόϊερμπαχ: “Η σκοπιά του παλιού υλισμού είναι η κοινωνία των πολιτών. Η σκοπιά του νέου υλισμού είναι η ανθρώπινη κοινωνία ή η κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα” (22) Αυτή η ¨κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα” δημιουργήθηκε αρχικά από τον ίδιο τον καπιταλισμό και πρέπει τώρα αυτή να τον ανατρέψει – όχι στη σφαίρα της σκέψης αλλά στα ίδια τα υλικά του θεμέλια. Αυτό σημαίνει κύρια τη συνείδηση της αναγκαιότητας καταστροφής του καπιταλιστικού κράτους από την εργατική τάξη και όλους τους καταπιεσμένους και την οργάνωση της δράσης του επαναστατικού κόμματος με αυτό το στόχο. Για τον Φουκώ δεν υπάρχει καμιά τέτοια αναγκαιότητα. Χαμένος στον απόλυτο πεσσιμισμό του βλέπει μόνο ατομικές, μεμονωμένες εστίες αντίστασης στην φετιχοποιημένη μικροφυσική της εξουσίας.
“Όπως ακριβώς το δίκτυο των σχέσεων εξουσίας τελικά σχηματίζει ένα πυκνό ιστό που διασχίζει τους μηχανισμούς και τους θεσμούς χωρίς να εντοπίζεται με ακρίβεια πάνω της, με τον ίδιο τρόπο και η διασπορά των σημείων αντίστασης διασχίζει τις κοινωνικές στρωματώσεις και τις ατομικές μονάδες”. (23) Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς γιατί ο Φουκώ έχει γίνει το ίνδαλμα όλων των μικροαστών σκεπτικιστών, που έντρομοι μπροστά στο φάσμα της επανάστασης φεύγουν μακριά από την επαναστατική τάξη και την πάλη της, εκλογικεύοντας αυτή τη φυγή με τέτοια θεωρητικά σχήματα. Πίσω από την αποφυγή της αντικειμενικής πραγματικότητας σαν αφετηρία και βάση οποιαδήποτε ανάλυσης και γνώσης βρίσκεται η απεγνωσμένη αποφυγή αντιμετώπισης των αντιφάσεων αυτής της πραγματικότητας. Ο σκεπτικιστής καταλήγει να αρνείται την ύπαρξή τους. “Η αντίφαση είναι η αυταπάτη μιας ενότητας που κρύβεται ή που είναι κρυμμένη: δεν έχει τον τόπο της παρά στην αγεφύρωτη τομή ανάμεσα στη συνείδηση και το ασυνείδητο, ανάμεσα στη σκέψη και το κείμενο”. (24) Η αντίφαση μετατρέπεται κατά τον Φουκώ σε αυταπάτη. Οπως λέει ο Λένιν “η τυπική σκέψη παίρνει σαν σταθερή της αρχή ότι η αντίφαση είναι αδιανόητη” (25). Χωρίς, λοιπόν, κανένα αντικειμενικό υπόβαθρο και περιεχόμενο, οι αντιφάσεις δεν είναι παρά παιχνίδια του λόγου, που μπορούν στην ανάλυσή του να εμφανίζονται ή να εξαφανίζονται “ανάλυση του λόγου (discours) shma;inei emf;anish kai ejaf;anish tvn antif;asevn”. (26)
Για τον Καντ, οι αντιφάσεις υπάρχουν μόνο στην σκέψη. Για τον Φουκώ δεν υπάρχουν παρά μόνο στον λόγο. Εμφανίζονται στα λόγια και εξαφανίζονται με λόγια. Η παντοδυναμία του λόγου αρθρώνεται με την παντοδυναμία των μικροεξουσιών. Όλα πηγάζουν από κει, ακόμα και η γνώση. “Η εξουσία και η γνώση σπονδυλώνονται μέσα στον Λόγο… Ο Λόγος μεταφέρει και παράγει εξουσία”. (27) Το τέλος όλου αυτού του εφιαλτικού απελπισμένου κόσμου λόγου και εξουσίας δεν μπορεί παρά να σημάνει τον θρίαμβο της τρέλλας. Για τον Φουκώ, ουσία της τρέλλας είναι (με μια χεγγελιανή έννοια), η “απουσία έργου” – η ζωή του τρελού είναι μη λειτουργική, οι κινήσεις του χωρίς σκοπιμότητα. Μετά το τέλος της Ιστορίας, την θριαμβευτική στιγμή της άρνησης της άρνησης, όταν δεν θα έχει απομείνει τίποτε πια να κάνει και να πει ο άνθρωπος, τότε κυρίαρχος του κόσμου θα είναι η τρέλα.
“Το μεγάλο έργο της ιστορίας του κόσμου συνοδεύεται απαράγραπτα από μια απουσία έργου, που κάθε στιγμή ανανεώνεται, αλλά που, απαράλλακτο όσον αφορά την αναπόφευκτη κενότητά του, διατρέχει όλη την διάρκεια της ιστορίας: κι ακόμα πριν από την ιστορία, αφού την βρίσκουμε στην πρωτόγονη απόφαση, κι ακόμα και μετά από την ιστορία, αφού η απουσία αυτή έργου θα θριαμβεύσει κατά την τελευταία λέξη που θα προφέρει η ιστορία”. (28) Ο Θεός πέθανε, ο άνθρωπος περιπλανιέται ατελεύτητα χωρίς σκοπό. Εδώ συναντιέται ο Φουκώ με τον Νίτσε. Σ΄ αυτό το σημείο κάνει την εμφάνισή του ο μηδενισμός του φιλόσοφου. Η πραγματικότητα του ανθρώπου στο τέλος της ιστορίας του είναι η αλήθεια της σιωπής του, το σκοτάδι της αιώνιας νύχτας του. “Δεν θέλησα να γράψω την ιστορία μιας γλώσσας αλλά την αρχαιολογία μιας σιωπής”, (28α) δήλωνε ο Φουκώ μιλώντας για το βιβλίο του “Η ιστορία της τρέλας στην κλασική εποχή”. “Η τρέλα αρχίζει με τα γηρατειά του κόσμου και κάθε πρόσωπο που παίρνει η τρέλα στο πέρασμα του χρόνου διηγείται τη μορφή και την αλήθεια αυτής της διαφθοράς” (29) Η τρέλα είναι το αρνητικό του Λόγου (Raison), είναι deraison, απουσία Λόγου ή άρνηση Λόγου. Γίνεται αντικείμενο της ψυχιατρικής γνώσης στην βάση ακριβώς αυτής της διαίρεσης.
“Η τρέλα γίνεται μια μορφή σχετική με τη λογική, ή μάλλον η τρέλα και η λογική μπαίνουν σε μια σχέση διαρκώς αντιστρεπτή που κάνει ώστε κάθε τρέλα να έχει τη λογική της που την κρίνει και την ελέγχει, κάθε λογική την τρέλα της στην οποία βρίσκει την γελοία αλήθεια της. Η κάθε μια είναι το μέτρο της άλλης και μέσα σ΄ αυτή την κίνηση αμοιβαίας αναφοράς, η κάθε μια θεωρεί τον εαυτό της αναρμόδιο, αλλά η καθεμιά γίνεται το θεμέλιο της άλλης”. (30). Η Ψυχιατρική γνώση γεννήθηκε μετά τον εγκλεισμό από τον 19ο αιώνα, του τρελού στα ψυχιατρικά ιδρύματα, όπου αυτός αντιμετωπίζεται πια σαν ασθενής. Στο ψυχιατρικό νοσοκομείο συνδυάζεται ο εγκλεισμός με τη νοσηλεία – ο ίδιος ο εγκλεισμός γίνεται πια θεραπευτική πράξη. Έτσι η τρέλα γίνεται ψυχασθένεια που αντιμετωπίζεται θεραπευτικά από την ψυχιατρική επιστήμη. Αλλά η Ψυχιατρική πραγματεύεται το θέμα της τρέλας από τη σκοπιά της λογικής. Γι΄ αυτό δεν μπορεί να γνωρίσει ποτέ πραγματικά την τρέλα. Ανάμεσα στη λογική και το αρνητικό της, την τρέλα, υψώνεται ένας απόλυτος φραγμός που ο ψυχίατρος είναι ανίκανος να διαβεί.
Η κεντρική φιλοσοφική θέση του Καντ (δεν μπορείς να φτάσεις ποτέ στην απόλυτη γνώση γιατί δεν μπορείς να γνωρίσεις τις προϋποθέσεις της), που ανάτρεψε σωστά ο Χέγκελ κάνει εδώ την εμφάνισή της, οδηγώντας, μέσα από το μονοπάτι του αγνωστικισμού, στον ανορθολογισμό, στον τελικό θρίαμβο της τρέλας, που έχει πια τον τελευταίο λόγο. “Πανουργία και νέος θρίαμβος της τρέλας: αυτός ο κόσμος που πιστεύει πως τη μετρά, τη δικαιώνει μέσω της ψυχολογίας, πρέπει σ΄ αυτήν να απολογηθεί, γιατί μέσα στην προσπάθεια και τις μάχες της, μετράται με το μέτρο έργων όπως του Νίτσε, του Βαν Γκογκ, του Αρτώ. Και τίποτε σ΄ αυτόν, και προπαντός όχι αυτό που μπορεί να γνωρίσει από την τρέλλα, δεν του εγγυάται ότι αυτά τα έργα της τρέλας τον δικαιώνουν”. (31)
Πατώντας στους 3 κύριους άξονες της δουλειάς του – ιστορία της τρέλας, ιστορία του σωφρονιστικού συστήματος, ιστορία της σεξουαλικότητας – ο Μ. Φουκώ υψώνει φωνή διαμαρτυρίας ενάντια στην καταπίεση. Ασκεί έντονη κοινωνική κριτική, μιλά στο όνομα των καταπιεσμένων, αλλά δεν δρα με το μέρος της επαναστατικής τάξης. Έτσι δεν βλέπει φως από πουθενά. Το πυκνό δίχτυ των “μικροεξουσιών” τον πνίγει κι αυτόν τον ίδιο. Δεν μπορεί να δει καμιά δυνατότητα υπέρβασης αυτής της ταξικής κοινωνίας που καταγγέλλει. Και φτάνει στο μηδενισμό. Μένοντας μέχρι το τέλος του εχθρικός στο διαλεχτικό υλισμό, χάθηκε τελικά στο δαίδαλο του υποκειμενικού ιδεαλισμού, την απόλυτη κυριαρχία των λόγων, που αποσπασμένοι από την κοινωνικοοικονομική τους βάση μετατρέπονται σε νεκρές, άδειες αφαιρέσεις. Η αστική ιδεολογική κυριαρχία, που την είδε να οργανώνεται μέσα από τους ιδεολογικούς λόγους (για το σεξ, την τιμωρία, την τρέλα) ασκήθηκε πάνω του με τον πιο βίαιο τρόπο, τον καταβρόχθισε και τον έκανε τελικά όργανό της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Μ. Φουκώ: “Ιστορία της σεξουαλικότητας – από το αφιέρωμα του “Σχολιαστή”, Αύγουστος 1984
2) Μ. Φουκώ: “L΄ archeologie du savoir”, ed Gallimard, p. 167
3) ο.π.π., p. 183
4) ο.π.π., p. 238
5) “Hommage a jean Hippolite, 1971, p. 161
6) Β.Ι. Λένιν: “Σημειώσεις πάνω στη Λογική του Χέγκελ”, εκδ. “Ρινόκερως”, σελ. 67
7) ο.π.π., σελ. 118
8) βλ. 5, σελ. 46
8α) Εγκελς: “Διαλεχτική της Φύσης”, εκδ. “Αναγνωστίδη”, σελ. 338-9
9) Β.Ι. Λένιν: “Τι είναι οι φίλοι του λαού”, σελ. 14, εκδ. “Κλασσικά κείμενα”
10) Antonio Lambriola: “Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας”, εκδ. “Οδυσσέας”, σελ. 201
11) J. Piaget: “Le structuralisme”, ed. PUF, P. 109
12) Ο.π.π. p. 114
13) Βλ. 2 p. 173
14) Michailov, “The riddle of the Self”, Progress Publishers, Moscow, p. 167
15) Debat avec M. Foucault, table ronde 20 Mai 1978, στο “L΄ impossible prison”, ed. Seuil, p. 51
16) Nietzsche”, ed. Minuit, 1967, p. 189
17) Μ. Φουκώ: “Η πολιτική λειτουργία του διανοούμενου”, περιοδ. “ΣΧολιαστής”, Αύγουστος 1984
18) Μ. Φουκώ: “Ιστορία της σεξουαλικότητας”, 1, σελ. 61, εκδ. “Ράππα”.
19) ό.π.π., σελ. 116
20) ο.π.π., σελ. 117
21) ο.π.π., σελ. 116-117
22) Κ. Μαρξ: “Θέσεις στον Φόϊερμπαχ” – 10η θέση
23) βλ. 18, σελ. 120
24) βλ. 2, p. 197
25) βλ. 6, σελ. 123
26) βλ. 2, P. 198
27) βλ. 18, σελ. 125
29) Μ. Φουκώ: “Histoire de la folie a l΄ age classique”, ed. Gallimard, p. 538
30) ό.π.π., p 41
31) ο.π.π., p. 557