Θα σας περιμένω μέχρι τα φοβερά μεσάνυχτα αδιάφορος-
δεν έχω πια τι άλλο να πιστοποιήσω.
Οι φύλακες κακεντρεχείς παραμονεύουν το τέλος μου
ανάμεσα σε θρυμματισμένα πουκάμισα και λεγεώνες.
Θα περιμένω τη νύχτα σας αδιάφορος
χαμογελώντας με ψυχρότητα για τις ένδοξες μέρες.
Πίσω από το χάρτινο κήπο σας
πίσω από το χάρτινο πρόσωπό σας
εγώ θα ξαφνιάζω τα πλήθη
ο άνεμος δικός μου
μάταιοι θόρυβοι και τυμπανοκρουσίες επίσημες
μάταιοι λόγοι.
Μην αμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Το μέλλον μας θα έχει πολύ ξηρασία.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ
Στους καιρούς της ανάθεσης και της αδιαφορίας, στα χρόνια της αβάσταχτης μοιρολατρίας, στους «μάταιους θορύβους και τις επίσημες τυμπανοκρουσίες», στα γλυκερά κελεύσματα των στοχαστών της υποχώρησης και του μίζερου ατομικισμού, στις εφήμερες αποδράσεις της λογοτεχνίας των παραιτημένων, στην εξαπάτηση της εξουσίας όποιον μανδύα κι εάν ενδύεται κάθε φορά, ο Μιχάλης Κατσαρός συνεχίζει να φωνάζει «Αντισταθείτε»!
Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια
όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς
εγώ πάντα σωπαίνω.
Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια και μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν
εγώ πάντα σωπαίνω.
Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή
θʼ ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράκτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θʼ ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.
Πάλι σας δίνω όραμα.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ
Η κραυγή του στεντόρεια, προκλητική, ασυμβίβαστη όπως όλη του η ζωή, συνεχίζει να αντηχεί μέσα στους σάπιους θορύβους της συστημικής Βαβυλώνας που καταβροχθίζει ανθρώπους καλώντας μας να σηκώσουμε το ανάστημα ψηλά και να πολεμήσουμε χωρίς φραγμούς, συμβιβασμούς, «σχέδια» και «προαπαιτούμενα», χωρίς να ψάχνουμε «σωτήρες» ανατρέποντας τα όλα, για να ανατρέψουμε την άθλια και μίζερη ζωή που μας επιτρέπεται να ζούμε με όρια και προϋποθέσεις, αμίλητοι, υπάκουοι, συμβιβασμένοι και σκυφτοί, τυφλοπόντικες, ζωντανοί νεκροί.
Θα συνεχίζει να φωνάζει ο ποιητής ξέροντας πως η οργή μια μέρα θα γιγαντωθεί και θα ξεσπάσει. Ξέρει πως οι καιροί της αδιαφορίας δεν θα κρατήσουνε για πάντα. Ξέρει πως κι όσοι ακούνε σήμερα μπορεί να μην αντικρύσουνε στο διάβα της ζωής που απομένει τις λυτρωτικές λάμψεις από τις φωτιές σε δρόμους και σε λιμάνια που θα φωτίσουνε τη μακριά νύχτα της ιστορίας, αλλά εκείνος θα συνεχίσει να φωνάζει, μαζί τους, μέχρι τη μέρα που η βροντερή φωνή του πλήθους θα σκεπάσει τη δική του και τότε αυτός θα μπορέσει επιτέλους να αφεθεί στη γαλήνη της αλμυρής γης που τον έχει σκεπάσει …
ΑΚΙΣ ΞΕΝΑΚΙΣ