«Κανείς μας ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει πως είμαστε οι πρώτες σταγόνες της καταιγίδας που έφτανε, η πρώτη αχνή γραμμή μιας ατέλειωτης ανθρωποθάλασσας που θα ξεχυνόταν σε λίγο σ’ εκείνο το άγνωστο λιμάνι.
Αρχίσαμε να βαδίζουμε πιασμένοι απ’ το χέρι, κοντά ο ένας στον άλλον, χαμένοι, μουδιασμένοι, δισταχτικοί, σαν να ‘μαστέ τυφλοί και δεν ξέραμε πού θα μας φέρει το κάθε βήμα που αποτολμούσαμε. Γυρεύαμε ξενοδοχείο στο λιμάνι για ν’ ακουμπήσουμε και να περιμένουμε τους δικούς μας. Όπου κι αν ρωτούσαμε, παίρναμε την ίδια στερεότυπη απόκριση:
— Απ’ τη Σμύρνη έρχεστε; Δε δεχόμαστε πρόσφυγες.
— Μα, θα σας πληρώσουμε καλά, ανθρώποι του Θεού, έλεγε η θεία Ερμιόνη.
Εκείνοι επέμεναν στην άρνησή τους:
— Φοβόμαστε τις επιτάξεις. Στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στη Σάμο επιτάξανε όλα τα σχολεία, τα ξενοδοχεία, τα πάντα…
… … … … … … … … … … … …
Στο τέλος βρέθηκε ένας αναγκεμένος ξενοδόχος και μας έδωσε ένα σκοτεινό, άθλιο δωμάτιο με έξι κρεβάτια. Για πότε γινήκαμε πραγματικοί πρόσφυγες δεν το καταλάβαμε. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα όλος ο κόσμος αναποδογύρισε. Βαπόρια φτάναν το ένα πίσω από τ’ άλλο και ξεφόρτωναν κόσμο, έναν κόσμο ξεκουρντισμένο, αλλόκοτο, άρρωστο, συφοριασμένο, λες κι έβγαινε από φρενοκομεία, από νοσοκομεία, από νεκροταφεία. Έπηξαν οι δρόμοι, τα λιμάνια, οι εκκλησίες, τα σκολειά, οι δημόσιοι χώροι. Στα πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιά και πέθαιναν γέροι.
Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω από την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δέντρα, το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη, το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν, να φεύγουν κυνηγημένοι απ’ το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Και λογίζονταν τυχεροί που αντάλλαξαν το έχει τους, την πατρίδα τους, το παρελθόν τους με μια στάλα σιγουριά… Άρπαξαν βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια και πέρασαν τη θάλασσα σ’ έναν ομαδικό, φοβερό ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι, άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας, του Βόλου, της Πάτρας.
Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπάρκαραν στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: «Πρόσφυγες!». Πού ν’ ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; Τι να ξεχάσουν; Τι να πράξουν; Πού να δουλέψουν; Πώς να ζήσουν;
Τρέμαν ακόμα από το φόβο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα απ’ το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρικόλακες. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ’ αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα, κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές και στα καζάντια»…
ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ «Μέσα στις φλόγες» – απόσπασμα –
Εμείς εδώ μέσα στις φλόγες του ολοκληρωτικού καπιταλισμού που απειλεί να μας ισοπεδώσει παραμένουμε ακόμη θεατές της ιστορίας που επαναλαμβάνεται, παρακολουθούμε τον ξεριζωμό χιλιάδων ανθρώπων – που για πολλούς από εμάς το ζήσαν οι παππούδες κι οι γιαγιάδες μας μερικές γενιές πίσω, – με προσφυγιά, κατατρεγμό, εξαθλίωση και θάνατο, ωσάν να μην μας αφορά, ωσάν να μην πρόκειται να μας αγγίξει – γιατί σήμερα αφορά τους άλλους… Αλλά ότι απεύχεσαι δεν το αποτρέπεις …
Και τότε οι «δικοί μας» της Μικρασιατικής καταστροφής και σήμερα οι «ξένοι», οι «άλλοι» από τη Συρία, είμαστε όλοι εμείς που απειλούμαστε άμεσα από την ίδια ανθρωποφαγία, που έχει την ίδια αιτία, που δεν θα σταματήσει να συμβαίνει ούτε με παρακάλια, ούτε με ευχές, ούτε και με κατάρες.
Εμείς εδώ μέσα «στις φλόγες» της θερινής εκλογικής παρωδίας, ζούμε τη σύγχρονη ελληνική τραγωδία τσουρουφλισμένοι από τα μνημόνια και τα χαράτσια, αναζητούμε το «σωτήρα», θρέφουμε ακόμα τις αυταπάτες μας, πνίγουμε το φόβο για το αύριο, συγκινούμαστε – όχι όλοι – βλέποντας τα καραβάνια των ξεριζωμένων να ψάχνουν καταφύγια, αλλά ελπίζουμε – χωρίς λόγο και αιτία- ότι κάτι θα γίνει για μας εδώ την τελευταία στιγμή. …
Εμείς εδώ είμαστε εν δυνάμει οι επόμενοι πρόσφυγες. Μέσα στη χώρα. Στα χώματα και τις πεζούλες που με αίμα και ίδρωτα ποτίσαμε. Εν δυνάμει πρόσφυγες και στην ουσία σκλάβοι. Η σύγχρονη φεουδαρχία έριξε τις κερκόπορτες. Ποτέ δεν έλειψαν οι Εφιάλτες …
«Ξυπνήστε νέες, ξυπνήστε νιοί / βγέστε απ’ του τάφου τη σιωπή / δείτε του κόσμου τη ντροπή / γίνετε χίλιοι κεραυνοί / και κάψτε μας ή σώστε μας / γλιτώστε μας, ή θάψτε μας» – Πάνος Τζαβέλας
Άκις Ξενάκις