«Δεν υπήρξα ποτέ ο άνθρωπος που είμαι. Ολόκληρη τη ζωή μου μάθαινα για να γίνω ο άνθρωπος που είμαι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχω ξεχάσει τον άνθρωπο που υπήρξα, ή, για να μιλήσω ακριβέστερα, τους ανθρώπους που υπήρξα. Κι αν ανάμεσα στους ανθρώπους εκείνους και σε μένα υπάρχει αντίφαση, αν νομίζω πως αλλάζοντας έχω μάθει, έχω προοδεύσει, όταν γυρίζω και κοιτάζω εκείνους εκεί τους ανθρώπους, δεν ντρέπομαι καθόλου γι’ αυτούς, δεν μπορώ να πω εγώ, χωρίς αυτούς.
Γνωρίζω ανθρώπους που γεννήθηκαν με την αλήθεια στην κούνια τους, που δεν ξεγελάστηκαν ποτέ τους, που δεν τους χρειάστηκε να προχωρήσουν ούτε ένα βήμα σ’ ολόκληρη τη ζωή τους, επειδή από τότε που ήταν ακόμα στις φασκιές είχαν κιόλας φτάσει. Ξέρουν ποιο είναι το καλό, πάντα το ήξεραν. Για τους άλλους έχουν τη αυστηρότητα και την περιφρόνηση που τους δίνει η θριαμβευτική τους σιγουριά πως έχουν δίκιο.
Δεν τους μοιάζω. Εμένα η αλήθεια δε μου αποκαλύφθηκε στα βαφτίσια μου, δεν την βρήκα ούτε απ’ τον πατέρα μου ούτε απ’ την κοινωνική τάξη της οικογένειάς μου. Ό,τι έχω μάθει μου κόστισε ακριβά, ό,τι ξέρω το ’χω αποκτήσει με δικές μου δαπάνες.
Δεν έχω ούτε και μίαν έστω βεβαιότητα που να μην την σχημάτισα μέσω της αμφιβολίας, του άγχους, του ιδρώτα, της οδυνηρής εμπειρίας. Έτσι, νιώθω σεβασμό γι’ αυτούς που δεν ξέρουν, γι’ αυτούς που ψάχνουν, που ψηλαφούν, που σκοντάφτουν.
Για κείνους που η αλήθεια τούς είναι εύκολη, αυθόρμητη, αισθάνομαι βέβαια έναν κάποιον θαυμασμό, αλλά ομολογώ, πολύ λίγο ενδιαφέρον.
Όταν λοιπόν πεθάνουν, ας γραφτεί πάνω στον τάφο τους:
Είχε πάντα δίκιο… αυτό τους αξίζει, τίποτα παραπάνω».
«Ναι, παίζω. Σ έναν κόσμο όπου όλα τα χαρτιά είναι σημαδεμένα, όπου βρίσκομαι στη μεριά εκείνων που πάντα χάνουν και πια μπούχτισαν να χάνουν. Το παιχνίδι μου είναι το δικό τους παιχνίδι. Παίζω για να τους δώσω όπλα. Διάλεξα, απ’ τα νεανικά μου χρόνια, το παιχνίδι της πένας. Το έπαιξα μ ένα σωρό τρόπους, έμαθα σιγά σιγά να χάνω. Τη ζωή μου, την ψυχή μου. Είχα καλά χαρτιά, που πάντα έχαναν. Κι ένιωθα μάλιστα κάποιαν ηδονή να τα βλέπω να τα παίρνει ο άνεμος.» Απόσπασμα από τον Πρόλογο του Λουί Αραγκόν.
Λουί Αραγκόν, Μ’ ανοιχτά χαρτιά, Εκδόσεις Θεμέλιο.