«Τελικά, πιστεύω πως το όραμα μιας μελλοντικής κοινωνίας πού επαγγέλλεται την ευτυχία του ανθρώπου θα πρέπει να είναι μια κοινωνία όπου ή κοινωνική πρακτική και δραστηριότητα θα ισούται, θα εκφράζεται με το παιχνίδι. Μιας κοινωνίας πού θα κάνει οίστρο της ζωής το φόβο του θανάτου…»
Αντικομφορμιστής, – περιθωριακός, ασυμβίβαστος – επαναστάτης, πνεύμα που δεν υποτάχθηκε ποτέ ούτε μέσα στα στενά κελιά των φυλακών ούτε και χώραγε ποτέ στα κλειστά γραφεία των κομματικών επιτελείων. Το πρώτο του βιβλίο «Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς» αποτελεί τη προσωπική του μαρτυρία για τα μεταπολεμικά χρόνια με το μοναδικά συνταρακτικό τρόπο που είχε διαλέξει για να γράφει, να μιλάει και να εκφράζεται. Δεν άλλαξε ποτέ, δεν αποδέχτηκε να δρέψει κανενός είδους δάφνες, έζησε κι έφυγε περήφανος, αξιοπρεπής και ασυμβίβαστος.
Σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του στο «κουτί της Πανδώρας» αναφέρθηκε στην πολυεπίπεδη σημερινή κρίση:
«Σήμερα το σύστημα ασκεί τη βία στον εγκέφαλο. Κάνει λοβοτομή. Είναι πολύ δύσκολο σήμερα να διαμορφώσει συνείδηση ο άνθρωπος. Ζει σ” έναν ψεύτικο κόσμο, μια ψεύτικη ζωή. Υπάρχει καταναλωτισμός, διαφήμιση, τηλεόραση. Από τις δικές μας γενιές αφαίρεσαν την ποιότητα ζωής. Από τις σημερινές γενιές τους αφαιρούν την ίδια τη ζωή. Ο νέος άνθρωπος τι μέλλον έχει σε αυτή τη χώρα; Ακούει καθημερινά νούμερα, μνημόνια, χρεοκοπίες και τα ρέστα. Είναι δημοκρατία να έχουν συμβεί όλα αυτά τα τραγικά μετά την μεταπολίτευση, να έχει οδηγηθεί η χώρα σε υποδούλωση, σε εθνική υποτέλεια, τόσα σκάνδαλα, μίζες και να μην έχει πάει ένας άνθρωπος φυλακή; Ένας να μην έχει ζητήσει συγνώμη; Ένας ρε! Ποια δικαιοσύνη; Ποια δημοκρατία;».
… … …
«Τι να κάνουμε; Να ξαναφτιάξουμε την πατρίδα μας. Να ξαναεποικίσουμε τη γη μας. Να ξαναστήσουμε τη γεωργία μας. Έχουμε μια χώρα παράδεισο. Παράγουμε τα πάντα και τόσο εκλεκτά. Να γυρίσουμε στα χωριά μας, να ξαναδεθούμε με τη γη. Να πάνε στο διάολο οι δανειστές και τα χρέη μας. Τι θα κάνουν; Θα μας στείλουν τους πεζοναύτες; Θα υποφέρουμε, αλλά θα υποφέρουμε για μας και ό,τι δημιουργήσουμε θα είναι δικό μας πια».
Ό Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά. Αυτή την περίοδο, ή οικογένεια του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ό Χ.Μ. δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού. Στην Κατοχή, o Ερυθρός Σταυρός στέλνει αποστολές παιδιών σε αγροτικές περιοχές για να τα σώσει από την πείνα. Ό Χ.Μ. βρίσκεται τσοπανόπουλο στα Γιαννιτσά, απ’ όπου, με το κοπάδι του, περνάει στους αντάρτες πού τον χρησιμοποιούν ως σύνδεσμο. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη, κι από κει και πέρα ή ζωή του ακoλουθεί την περιπέτεια της αριστεράς στην Ελλάδα. Οργανώνεται στο Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων, και το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται άγρια, και καταδικάζεται σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν, καί γλίτωσε τό θάνατο χάρη σ’ ένα τυχαίο γεγονός. Τό 1953 αποφυλακίζεται, παρουσιάζεται στο στρατό και στέλνεται στο Μακρονήσι, κι αργότερα στον «Αι-Στράτη, όπου μένει ως το 1962 πού διαλύθηκε το στρατόπεδο, με μικρά διαλείμματα ελεύθερου βίου. Από το 1962 πού βγαίνει, δουλεύει ως στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ. Ή δικτατορία τού ’67 τον βρίσκει μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ. Ν. Λαμπράκη, υπεύθυνο για την οργανωτική δουλειά. Περνάει στην παρανομία από την πρώτη στιγμή, και μαζί με άλλα στελέχη της Δ.Ν. Λαμπράκη ιδρύουν το Πανελλήνιο Αντιδικτατορικό Μέτωπο.
Το Νοέμβρη του 1967 συλλαμβάνεται και καταδικάζεται από το στρατοδικείο της Χούντας σε δεκαοχτώ χρόνια φυλακή. Και πάλι Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός, ως την αμνηστία τού Παπαδόπουλου, τον Αύγουστο του 1973. Ζει στην Αθήνα. Με τα χρήματα από το πρώτο του βιβλίο καταφέρνει να φτιάξει ένα σπίτι στο Καπανδρίτι και ζει εκεί βλέποντας μόνο λίγους φίλους μέχρι τις 20 Νοεμβρίου 2012.