Η παρακάτω τραγική ιστορία είναι μια από τις χιλιάδες που δημιουργήθηκαν μετά από τον πόλεμο του ελληνικού κράτους με το αντίστοιχο τούρκικο το 1922. Την παραπάνω ιστορία μου την διηγήθηκε ο μπάρμπα Στρατής Κισόγλου στα 102 του χρόνια και είναι η ιστορία της δικιάς του οικογένειας τις πρώτες μέρες εκείνου του Σεπτέμβρη του 1922 στην Σμύρνη. Η ιστορία αυτή περιλαμβάνεται, επίσης, σε βιβλίο του ίδιου και επιμέλεια της Μαρίας Σταθέα με τον τίτλο «Ημερολόγιον της Ζωής – Ευστράτιος Κισόγλου – 1922».
Η δημοσίευση της στο φύλλο της Διαδρομής φιλοδοξεί να προσφέρει ένα λιθαράκι στην συλλογική μας μνήμη, καθώς συμπληρώθηκαν ήδη 93 χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή και την γενοκτονία εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων από τις δολοφονικές ορδές του υπό ανασύσταση τουρκικού κράτους. Να υπογραμμίσουμε ότι πίσω από την κρατική ιστορία, με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, τις συμφωνίες, τις συνθήκες και τα διατάγματα, υπάρχουν μεγάλες ανθρώπινες ιστορίες που περιλαμβάνουν ξεριζωμό, πόνο, απώλεια, θάνατο και βάρος… το βάρος της μνήμης για τους ζωντανούς.
Προύσα-Κωστάντζα-Σμύρνη
Η οικογένεια του μπάρμπα Στρατή καταγόταν από την Προύσα της Μικράς Ασίας. Οι γονείς του ήταν ο Κωνσταντίνος και η Βηθλεέμ, τα αδέλφια του ήταν ο Γιάννης, η Τασία και η Σοφία. Το ξέσπασμα των βαλκανικών πολέμων και η ταυτόχρονη άνοδος των Νεότουρκων, αναγκάζουν τη οικογένεια το 1914, να εγκαταλείψει το σπίτι της και να αναζητήσει ασφαλές μέρος στην Κωστάντζα της Ρουμανίας. Η νέα εγκατάσταση στην Κωστάντζα κρατάει τέσσερα χρόνια και το 1918, με την προσάρτηση της περιοχής της Σμύρνης στο ελληνικό κράτος, η οικογένεια μετακινείται ξανά προς την Μικρά Ασία, αλλά αυτή την φορά προς το Σεβτικιόγι της Σμύρνης.
Τέσσερα χρόνια πέρασαν από τη νέα εγκατάσταση. Η μεγάλη αδερφή της οικογένειας, η Τασία παντρεύεται ένα στρατιώτη καταγόμενο από την Κυπαρισσία. Η ζωή φαίνεται να κυλάει ομαλά, πολλοί ήταν αυτοί που ξαναβρήκαν παλιούς φίλους και γείτονες από την εποχή προ των βαλκανικών πολέμων και των Νεότουρκων. Όλα φαίνονταν κάπως να βρίσκουν μια ροή, αλλά η κυριαρχία δεν έχει τελειώσει με το μοίρασμα των εδαφών, η ιστορία συνεχίζει να γράφεται και το αίμα δεν στέρεψε.
Τον Σεπτέμβρη του 1922 το μέτωπο του πολέμου σπάει και ο ελληνικός στρατός υποχωρεί άτακτα προς τα παράλια και την πόλη της Σμύρνης, μαζί και ο ελληνικός πληθυσμός που ψάχνει απεγνωσμένα τρόπο διαφυγής. Η οικογένεια του μπάρμπα Στρατή εγκαταλείπει το νέο της σπίτι μετά από επίθεση των Κέτηδων. Οι Κέτηδες (ή Τσέτες ήταν ένοπλοι Τούρκοι εθελοντές που δρούσαν οργανωμένα σε τάγματα ή συμμορίες) πιάνουν το μικρότερο μέλος της οικογενείας την Σοφία. Η Σοφία αντιστέκεται, κλαίει, βρίζει και τους κλωτσάει. Την αρπάζουν και την σέρνουν λίγα μέτρα στο δρόμο όπου την εκτελούν μπροστά στα μάτια όλης της οικογένειας. Ο μπάρμπα Στρατής την σκηνή αυτή δεν θα την ξεχάσει σε όλη του την ζωή, δεν συμβαίνει το ίδιο όμως και με το πρόσωπο της αδερφής του όπου η μνήμη το ξεθώριασε.
Μετά τον χαμό της Σοφίας η οικογένεια κατευθύνεται κυνηγημένη προς την Σμύρνη. Σκοπός ήταν το πέρασμα τους στον ελλαδικό χώρο. Η Σμύρνη καίγεται και το σκηνικό θυμίζει κόλαση του Μπος. Τρέχουν ανάμεσα σε καμένα κτήρια, σκοτωμένους ανθρώπους και ματωμένες λόγχες. Μέσα στον πανικό η οικογένεια βρίσκει καταφύγιο σε μια εκκλησία με λαμαρινένια στέγη, όπου φρουρείται από Ιταλούς στρατιώτες. Εκατοντάδες είναι στοιβαγμένοι σε αυτό τον χώρο. Στην εκκλησία η μητέρα του Στρατή διαπιστώνει ότι ο πατέρας, τα δύο αδέρφια και ο γαμπρός της οικογένειας έχουν μείνει έξω από αυτήν. Για λίγο επικρατεί πανικός και κλάματα αλλά η μητέρα, αφού προσπαθεί να εξηγήσει στους Ιταλούς στρατιώτες τη συμβαίνει, αφήνει τον Στρατή στην εκκλησία και βγαίνει έξω να αναζητήσει τους υπόλοιπους.
Στο δρόμο βρίσκει την μια της έγκυο κόρη παρέα με τον γαμπρό της να έχουν αιχμαλωτιστεί από Τούρκους στρατιώτες. Πέφτει στα πόδια τους και αφού παριστάνει την τουρκάλα καταφέρνει να τους αποσπάσει. Εν το μεταξύ ο πατέρας και ο μεγαλύτερος γιος βρίσκονται σε ένα σχολείο όπου επίσης φρουρείται από Ιταλούς. Όλοι μαζί κατευθύνονται στην εκκλησία όπου ο Στρατής τους περιμένει. Για λίγο είναι πάλι όλοι μαζί, μα έχει φύγει για πάντα η Σοφία. Η φωτιά που έχει ξεσπάσει στην πόλη πλησιάζει στα διπλανά κτήρια της εκκλησίας. Η λαμαρινένια στέγη της εκκλησίας πυρώνει κάνοντας την κατάσταση στο εσωτερικό της αποπνικτική. Πολλοί δεν αντέχουν και πεθαίνουν.
Οι Ιταλοί την νύχτα ανοίγουν την πίσω πόρτα του ναού λέγοντας στους εγκλωβισμένους ότι θα τους οδηγήσουν στην προκυμαία με την προϋπόθεση να φωνάζουν «Ιτάλιαν» γιατί αλλιώς θα κινδύνευαν με παράδοση στους Τούρκους.
Οι Ιταλοί στην προκυμαία ξεχωρίζουν αυτούς που φώναζαν «Ιτάλιαν» προς την μεριά της θάλασσας, ενώ τους υπόλοιπους προς την φλεγόμενη πόλη. Αυτός ο διαχωρισμός δεν κράτησε για πολύ αφού ο κόσμος που ήταν στην μεριά της πόλης έσπασε το μπλόκο των Ιταλών. Παρ’ όλα αυτά οι εγκλωβισμένοι στην προκυμαία, είτε ήταν υπό «ιταλική προστασία» είτε όχι δεν καταφέρνουν να ξεφύγουν. Κάποιοι σκοτώνονται και οι υπόλοιποι αιχμαλωτίζονται.
Η Αιχμαλωσία
Το ξημέρωμα βρίσκει την οικογένεια αιχμάλωτη των Τούρκων όπου οδηγείται στο Μπουρνόβα, προάστιο έξω από την Σμύρνη. Τους χτυπούν με ξύλα προστάζοντας τους να κινηθούν γρήγορα. Οι αργοί και οι άρρωστοι εκτελούνταν ή αφήνονταν να πεθάνουν στο δρόμο. Στο Μπουρνόβα οι αιχμάλωτοι στοιβάζονται σε παράγκες, και δέχονται την επίσκεψη Αμερικάνων αξιωματικών όπου τους διαβεβαιώνουν ότι θα τους στείλουν τρόφιμα και ότι σχεδιάζεται η απελευθέρωσή τους. Πράγματι λίγες μέρες μετά μοιράζονται αλεύρι, κονσέρβες και ψωμάκια στους αιχμαλώτους. Ο μπάρμπα Στρατής μέχρι το τέλος της ζωής του θυμόταν τη λεπτομέρεια ότι τα ψωμάκια ζύγιζαν 100 δράμια. Τα πράγματα στο συγκεκριμένο στρατόπεδο συγκέντρωσης ήταν φρικτά, ο κόσμος υπέφερε από πείνα, ψείρες και αρρώστιες και σαν να μην έφταναν αυτά οι στρατιώτες έμπαιναν τα βράδια στις παράγκες και διάλεγαν τα ομορφότερα κορίτσια για να ικανοποιήσουν τις άρρωστες ορέξεις τους. Μια μέρα μάζεψαν όλους τους άνδρες από 16-60 χρονών, ο πατέρας, ο μεγάλος γιος και ο γαμπρός αρπάζονται και εξαφανίζονται, δεν ξαναγυρνούν πίσω. Απόγνωση για την μητέρα, το μικρό Στρατή και την κόρη που έμειναν πίσω.
Μετά από είκοσι μέρες οι εναπομείναντες αιχμάλωτοι μπαίνουν σε σειρά και μεταφέρονται πάλι στην Σμύρνη. Όσους φορούν ρούχα και παπούτσια που βρίσκονται κάπως σε καλή κατάσταση, τους αναγκάζουν να τα βγάλουν και τους υποχρεώνουν να περπατούν ημίγυμνοι. Στην Σμύρνη στοιβάζονται σε ένα μαντρότοιχο. Η τροφή τους περιοριζόταν σε ξεροκόμματα που τα πετούσαν οι στρατιώτες από τον μαντρότοιχο και οι πεινασμένοι αιχμάλωτοι τσακώνονταν για το ποιος θα τα πάρει. Τα ξεροκόμματα έπεφταν στις λάσπες, στα σκουπίδια και στα περιττώματα αλλά συνέχιζαν να είναι εξαιρετικό δώρο επιβίωσης αλλά και μήλο της έριδος μεταξύ των αιχμαλώτων.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό η κόρη γεννάει και η μάνα παίρνει το παιδί και το πετάει στα σκουπίδια, σκεπτόμενη πως ένα μωρό θα ήταν αδύνατο να ζήσει σε αυτές τις συνθήκες παρέα με την ανασφάλεια της καθημερινής απειλής για την δικιά τους ζωή. Η παραπάνω τραγική πρακτική φαίνεται πως ήταν διαδεδομένη μεταξύ των αιχμαλώτων που ήταν ετοιμόγεννες. Ρούχα για να τυλιχτεί το παιδί δεν υπήρχαν, οι γυναίκες ήταν ήδη πεινασμένες και έμοιαζαν με ανθρώπινα ράκη πράγμα που επηρέαζε άμεσα τον θηλασμό με την έλλειψη γάλατος. Όσο κι αν φαίνεται υπερβολικό και απάνθρωπο, από την μεριά του θεατή, η ζωή εκείνων των ανθρώπων έπαιζε τραγικά παιχνίδια με ακόμα πιο απάνθρωπα διλήμματα ζωής και θανάτου σε καθημερινή βάση.
Η Φυγή
Μετά από ένα μήνα οι κρατούμενοι οδηγούνται, με συνοδεία ιππέων και διαχωρισμένοι από το υπόλοιπο πλήθος της πόλης με ένα σκοινί, στο λιμάνι της Σμύρνης ώστε να επιβιβαστούν σε πλοία με προορισμό ορισμένα λιμάνια ελληνικών πόλεων. Στο δρόμο δεν ήξεραν που οδηγούνται και μόνο όταν έφτασαν στην προβλήτα και είδαν τα πλοία που περίμεναν κατάλαβαν ότι ήρθε η ώρα να φύγουν και ξέσπασαν σε κλάματα χαράς.
Κάπου εκεί η μητέρα Βηθλεέμ με τα δυο παιδιά της τον Στρατή και την Τασία επιβιβάζεται μαζί με άλλους σε πλοίο που τους αφήνει στο Μεσολόγγι. Από τα 7 άτομα που απαριθμούσε οι οικογένεια είχαν μείνει 3. Μετά από μέρες στην πόλη του Αγρινίου ο μικρός γιος συναντάει ανέλπιστα τον πατέρα. Ο πατέρας έχοντας αποδράσει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης είχε επιβιβαστεί και αυτός σε πλοίο για το Μεσολόγγι. Τα βάσανα μόλις είχαν τελειώσει προς το παρόν… όχι όμως και ο πόνος που προκαλούν οι αναμνήσεις και η θύμηση των χαμένων δικών τους ανθρώπων. Ο αδερφός και ο γαμπρός τού Στρατή χάθηκαν για πάντα στα στρατόπεδα εργασίας.
Στο Αγρίνιο ένας οδηγός φορτηγού πείθει την οικογένεια να τους μεταφέρει στην Καλαμάτα. Η οικογένεια του Στρατή εγκαθίσταται στην παραλία κάτω από ένα αρμυρίκι. Στην αρχή τους αντιμετώπιζαν σαν άγρια θηρία, έρχονταν κόσμος να τους δει και τους έλεγαν τουρκόσπορους. Σιγά σιγά οι μόνιμοι κάτοικοι τους συνήθισαν, τους πρόσφεραν στέγη και δουλειά, όμως το μελάνι της ιστορίας συνέχισε να στιγματίζει το σώμα και την καρδιά του μπάρμπα Στρατή: λιμενεργάτης στην αιματοβαμμένη εξέγερση στην Καλαμάτα τον Μάιο του 1934, στρατιώτης και τραυματίας στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, αντάρτης στο τάγμα του Ταϋγέτου, βασανισμοί και πολλά χρόνια φυλακή.
Ο μπάρμπα Στρατής έφυγε από αυτή τη ζωή σε ηλικία 103 χρονών. Σε μία από τις βόλτες που κάναμε στην παραλία της Καλαμάτας, ένα χρόνο περίπου πριν φύγει, περάσαμε από το αρμυρίκι όπου η οικογένεια του είχε εγκατασταθεί, όταν είχε πρωτοέρθει στην πόλη. Το δέντρο αυτό ήταν το τέλος της μικρασιατικής του περιπέτειας και η αρχή για μια νέα ζωή σε ένα καινούργιο τόπο. Το αγκάλιασε και το φίλησε, σαν κάποιον συνομήλικο φίλο από τα παλιά, όπου μετά από χίλια κύματα ξαναβρίσκονται και ο καθένας κατάφερε να μείνει στην θέση του με αξιοπρέπεια. Μου είχε πει τότε: «Καμιά φορά που περνάω από εδώ το αγκαλιάζω, είναι ο μόνος φίλος που μου έχει απομείνει από εκείνα τα χρόνια».
*Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.153, Οκτώβριος 2015