Στα τέλη του 1918, Αγγλία και Γαλλία αποφάσισαν την εκστρατεία στην Ουκρανία, προκειμένου να υποστηρίξουν τις δυνάμεις της ντόπιας ολιγαρχίας εναντίον των Μπολσεβίκων. Ένα συνοθύλευμα από Ουκρανούς εθνικιστές, οπαδούς του Τσάρου, στρατιωτικούς και τοπικούς ηγεμόνες και τσιφλικάδες.
Ένας από τους βασικού λόγους που προτάχθηκαν ήταν η αποχώρηση από τη συμμαχία της Αντάντ των δυτικών και βεβαίως η άρνηση αποπληρωμής του χρέους από τους Μπολσεβίκους, που είχε συνάψει η Τσαρική Ρωσία από την Γαλλία. Επι της ουσίας η λαϊκή επανάσταση των Μπολσεβίκων και η επικράτησή τους στη Ρωσία είχε τρομοκρατήσει όλες τις δυτικές αποικιοκρατικές δυνάμεις της εποχής ενώ παράλληλα είχε αναπτερώσει το ηθικό και τοις ελπίδες της εργατικής τάξης σε όλο τον κόσμο , γεγονός που μεγάλωνε την ανησυχία της δυτικής ολιγαρχίας σε βαθμό παραληρήματος.
Ο Ελ. Βενιζέλος έχοντας το όραμα «της μεγάλης ιδέας», ουσιαστικά υπηρετώντας το όραμα της μεγάλης χρηματοικονομικής ιδέας που είχε αναπτύξει η αστική τάξη της εποχής ( βλ. ανατολική Θράκη και απόβαση στη Μ. Ασία), συμφώνησε στην πρόσκληση του Γάλλου πρωθυπουργού Κλεμανσώ για τη συμμετοχή της χώρας στην εκστρατεία των συμμάχων.
Ο κεντρώος πολιτικός Νικόλαος Πλαστήρας που έλαβε μέρος στην εκστρατεία συνεπικουρούμενος με το όραμα της τότε ελληνικής αστικής τάξης στήριξε τον Βενιζέλο λέγοντας χαρακτηριστικά: «από τη συμμετοχή μας στην εκστρατεία έχουμε να ωφεληθούμε πολύ, ο δρόμος για τη Θράκη και τη Μικρά Ασία περνάει από την Ρωσία»
Όπως σημειώνεται και στην έκδοση του ΓΕΣ/ Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού. «Η Ελληνική Κυβέρνησις, αποβλέπουσαν εις την εκπλήρωσιν των εθνικών διεκδικήσεων, ιδία εν Μικρά Ασία έχουσα δε ανάγκη της ηθικής συμπαραστάσεως των Συμμάχων προς υποστήριξιν αυτών, έκρινεν ότι έπρεπε να δεχτεί την συμμετοχήν του Ελληνικού Στρατού της εκστρατείας εις την Ρωσίαν»
Η εκστρατεία κατέληξε σε τραγική αποτυχία για τα στρατεύματα της δύσης που συνέτριψε η ισχυρότερη αριθμητικά δύναμη του νέου σοβιετικού στρατού στην Οδησσό και την Κριμαία, έχοντας πρώτα συντρίψει κυριολεκτικά τα Ουκρανικά εθνικιστικά αυτονομιστικά στρατεύματα.
Η πρώτη μάχη με την εμπλοκή ελληνικών δυνάμεων ξεκίνησε στις 25 Φεβρουαρίου προκειμένου να υποστηριχθεί η φρουρά της Χερσώνας που πολιορκούσε ο Κόκκινος στρατός. Οι μάχες τερματίστηκαν 20 Μαρτίου 1919, όταν έπειτα από απόφαση των συμμάχων δόθηκε εντολή για το τέλος της εκστρατείας και την εκκένωση της Οδησσού.
Οι ελληνικές μονάδες στην υποχωρώντας παρατάχθηκαν στη δυτική όχθη του ποταμού Δνείστερου για να υπερασπίσουν την περιοχή της Βεσσαραβίας (σημερινή Μολδαβία) από την επέλαση του Κόκκινου Στρατού. Εκεί εκτελώντας τις εντολές της δυτικής συμμαχίας και της αστικής τάξης έφθασαν μέχρι του σημείου να επιτεθούν στους εξεγερμένους εργάτες της Σεβαστούπολης που υποστηρίζονταν και από άνδρες του Γαλλικού ναυτικού που είχαν στασιάσει και βρέθηκαν στο πλευρό τους. Η επέλαση όμως του Κόκκινου στρατού με τη δεδομένη αριθμητική υπεροπλία και την ιδέα της επανάστασης που φλόγιζε τις καρδιές των εξεγερμένων δεν ήταν δυνατόν να ηττηθεί. Υπερίσχυσε σε όλη τη μετέπειτα Σοβιετική επικράτεια.
Συνολικά οι απώλειες του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στη Ρωσία, όπως έχουν καταγραφεί αριθμούν 398 νεκρούς και 657 τραυματίες.
Το όραμα της «μεγάλης ιδέας» έμελλε να συντριβεί λίγο αργότερα στη Μικρασιατική εκστρατεία. Η διπλωματική ήττα και οι συνακόλουθες συνέπειες αυτής της εκστρατείας ήταν ακόμη μεγαλύτερες και με ανυπέρβλητο κόστος για τις ελληνικές κοινότητες στη Ν. Ρωσία.