Κυριακή , 24 Νοεμβρίου 2024

Η περίοδος της «δημιουργικής ασάφειας» έλαβε τέλος

ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΜΕ ΧΑΡΑΤΣΙΑΈντιμα και επώδυνα

Πηγή: Του Παναγιώτη Θεοδωρόπουλου και του Παναγιώτη Σωτήρη“Unfollow”

Η περίοδος της «δημιουργικής ασάφειας» έλαβε τέλος. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και των συμμάχων του μπήκε με γοργά βήματα στο δρόμο του επώδυνου συμβιβασμού. Η αλλαγή πορείας σηματοδότησε και την απεμπόληση της όποιας ρήξης. Αυτή πλέον μπορεί να έρθει όχι με τη μορφή της συνειδητής πολιτικής επιλογής, αλλά μόνο με τη μορφή του «ατυχήματος», ως απόρροια της αδυναμίας της ελληνικής πλευράς να αποπληρώσει τις δόσεις προς τους πιστωτές της, αρχής γενομένης από τον τρέχοντα μήνα.

Αντιμέτωπη με τη συνθήκη χρηματοδοτικής ασφυξίας, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ επιδιώκει την επίτευξη μιας προσωρινής συμφωνίας, διάρκειας 3 έως 6 μηνών, η οποία ουσιαστικά θα αποτελεί το κλείσιμο της αξιολόγησης που προέβλεπε η συμφωνία της 20ής Φεβρουάριου. Αυτή θα συνοδεύεται από την εξασφάλιση μερικής χρηματοδότησης από τους «θεσμούς» για την καταβολή στους πιστωτές των δόσεων που εκκρεμούν το επόμενο διάστημα. Άσχετα με την τελική ονομασία της, θα ισοδυναμεί με παράταση της υπάρχουσας δανειακής σύμβασης -άρα και του Μνημονίου- και θα αποτελεί προπομπό και «γέφυρα» για την επόμενη δανειακή σύμβαση.

Πήγαν περίπατο οι κόκκινες γραμμές

Σύμφωνα με πληροφορίες, το Σαββατοκύριακο 30-31 Μαΐου, μετά από διαδοχικές κυβερνητικές συσκέψεις υπό τον Αλέξη Τσίπρα, συντάχθηκε κείμενο συμφωνίας, προκειμένου να κατατεθεί στο Euroworking Group της 4ης Ιουνίου. «Μέσα στην εβδομάδα θα πρέπει να έχουμε λύση και συμφωνία, η οποία θα είναι έντιμη, καθαρή, διαυγής, αλλά και αρκετά επώδυνη», ανέφερε το Σάββατο 30 Μαΐου σε δηλώσεις του ο υπουργός Εσωτερικών Νίκος Βούτσης, δίνοντας μια γεύση για τα κυοφορούμενα νέα μέτρα…

Πλέον η κυβέρνηση υποχωρεί από τις κόκκινες γραμμές της και βάζει στο ράφι τις προεκλογικές υποσχέσεις της. Ετοιμάζεται να πάρει μέτρα ύψους τουλάχιστον 5 δισ. ευρώ. Η Ελλάδα θα πρέπει να πετύχει πρωτογενή πλεονάσματα 0,75 με 1% για το 2015 και 2% του ΑΕΠ για το 2016. Πώς θα επιτευχθεί αυτό; Η κυβέρνηση θα δεσμευτεί να προχωρήσει στην αλλαγή των συντελεστών του ΦΠΑ, με στόχο την αύξηση των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού κατά 1% του ΑΕΠ ή 1,8 δισ. ευρώ. Να προχωρήσει σε μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης. Να επιβάλει μείωση των μισθών στις ΔΕΚΟ με την επέκταση του ενιαίου μισθολογίου του Δημοσίου. Να προχωρήσει σε αύξηση κατά 30% της έκτακτης εισφοράς σε εισοδήματα άνω των 30.000 ευρώ. Να ιδιωτικοποιήσει λιμάνια, αεροδρόμια και σιδηροδρόμους. Να διατηρήσει το χαράτσι του ΕΝΦΙΑ, που είχε υποσχεθεί ότι θα καταργήσει.

Επιπλέον, εντός του φθινοπώρου, θα προχωρήσει σε ανατροπές στο Ασφαλιστικό με περιορισμό των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων (ο Α. Τσίπρας έχει σχετική έκθεση στο συρτάρι του), με σχέδιο ενοποίησης των Ταμείων, που θα φέρει εκ των πραγμάτων μείωση των παροχών, έναρξη διαλόγου για την εφαρμογή της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος στα επικουρικά ασφαλιστικά ταμεία. Επιπλέον, στις ελληνικές καλένδες φαίνεται να μετατίθεται το νομοσχέδιο για τα εργασιακά, που θα προέβλεπε την επανεκκίνηση των συλλογικών συμβάσεων και την αύξηση του κατώτατου μισθού, εκτός και αν δούμε να συνδυάζεται με το Ασφαλιστικό, πράγμα που θα σημαίνει νέο μέτωπο στην αγορά εργασίας σε βάρος των εργαζομένων.

Σύμφωνα με κυβερνητικούς αξιωματούχους, στόχος του πρωθυπουργού είναι η προσωρινή συμφωνία να κλείσει και να ανακοινωθεί μέσα στην πρώτη εβδομάδα του Ιουνίου, ώστε να υπάρξουν εκ νέου δανειακές ροές και να πληρωθούν κανονικά οι τέσσερις δόσεις προς το ΔΝΤ εντός του μήνα, συνολικού ύψους περίπου 1,5 δισ. ευρώ, με την πρώτη, ύψους 298,6 εκατ. ευρώ, να πρέπει να καταβληθεί στις 5 Ιουνίου. Σε διαφορετική περίπτωση, το ενδεχόμενο ενός ατυχήματος δεν μπορεί να αποκλειστεί, αν και κυβερνητικά στελέχη διαρρέουν ότι υπάρχει περιθώριο οι δόσεις προς το Ταμείο να πληρωθούν συγκεντρωτικά στο τέλος Ιουνίου, κάνοντας χρήση της σχετικής «δυνατότητας χάριτος». Πάντως, στόχος είναι να πληρωθεί κανονικά η δόση στις 5 Ιουνίου, καθώς σε διαφορετική περίπτωση υπάρχει φόβος για τη δημιουργία πανικού στην αγορά και για διακοπή της χρηματοδότησης από την ΕΚΤ.

Η κυβέρνηση επιδιώκει πλέον μια προσωρινή συμφωνία. Το Μέγαρο Μαξίμου και η «Πολιτική Ομάδα Διαπραγμάτευσης» έχουν εγκαταλείψει τις αναφορές στην επίτευξη μιας «μεγάλης ενιαίας συμφωνίας», που θα έκλεινε την περίοδο των μνημονίων και της τρόικας, θα άνοιγε δρόμους ανάπτυξης και θα έθετε τις βάσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους.

Στόχος της κυβέρνησης είναι, παράλληλα με τη συμφωνία, , να υπάρξουν έστω και φραστικές ανακοινώσεις από αξιωματούχους της ΕΕ για τη «διευθέτηση» του δημόσιου χρέους και την παροχή ενός αναπτυξιακού πακέτου από την Κομισιόν. «Αν υπάρξει αναφορά στη συμφωνία για αναδιάρθρωση του χρέους και αναπτυξιακές πολιτικές, τότε η συμφωνία θα ψηφιστεί από τη συντριπτική πλειοψηφία των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ» μας ανέφερε βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος. Για το φόβο των Ιουδαίων, βέβαια, μερίδα κομματικών και κυβερνητικών στελεχών, με μπροστάρη τον υπουργό Επικράτειας Νίκο Παππά, ξεκαθαρίζουν ότι θα τεθεί θέμα «κομματικής πειθαρχίας» με ό,τι αυτό συνεπάγεται για πιθανούς διαφωνούντες…

Πρώτα τα μέτρα μετά οι δόσεις

Από την πλευρά των δανειστών τα πράγματα είναι πολύ πιο σαφή. «Για την Ελλάδα χωρίς μνημόνιο δεν υπάρχει ευρωζώνη» δήλωσε στις 28 Μαΐου ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Την ίδια χρονική περίοδο η Κομισιόν και το ΔΝΤ απέστειλαν το ένα μετά το άλλο τα τελεσίγραφα προς την ελληνική κυβέρνηση για την επίτευξη συμφωνίας μέχρι τις 30 Ιουνίου.

Στις διαδοχικές τηλεδιασκέψεις τους, η Μέρκελ και ο Ολάντ συμφωνούσαν ότι, αν δεν ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, δεν θα προχωρήσει η εκταμίευση των δόσεων ύψους 7,2 δισ. ευρώ που απομένουν από το προηγούμενο δανειακό πρόγραμμα. Το ΔΝΤ εμφανιζόταν ακόμα πιο σκληρό απαιτώντας τη λήψη πρόσθετων μέτρων. Γνωρίζοντας ότι η ελληνική κυβέρνηση τον Ιούνιο, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο έπρεπε να καταβάλει σε κεφάλαια και τόκους στους δανειστές ποσά άνω των 10 δισ ευρώ, οι «θεσμοί» ενέτειναν τους εκβιασμούς.

Ολοκλήρωση της «αξιολόγησης» για τους δανειστές σημαίνει ότι η ελληνική πλευρά, ύστερα από μια διαπραγμάτευση σε τεχνικό και πολιτικό επίπεδο, αναλαμβάνει συγκεκριμένες δεσμεύσεις και μέτρα και τα νομοθετεί. Σε απλά ελληνικά, οι «θεσμοί» θέλουν να δουν ένα «e-mail Βαρουφάκη» κατά το πρότυπο του διαβόητου «e-mail Χαρδούβελη», να το εγκρίνουν και στη συνέχεια να δουν την ελληνική Βουλή να ψηφίζει τους αντίστοιχους εφαρμοστικούς νόμους.

Πριν και μετά την ψήφισή του, αναμένεται να δώσουν μικρό τμήμα της δανειακής δόσης: περίπου 1,8 δισ. ευρώ από την τελευταία δόση του EFSF, 1,9 δισ. ευρώ από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων που παρακρατά η ΕΤΚ για το 2014 και πιθανά 1,5 δισ. ευρώ που αναλογούν στα κέρδη του 2015. Επειδή, όμως, με αυτά τα χρήματα δεν μπορούν να καλυφθούν οι δανειακές ανάγκες, φημολογείται ότι θα υπάρξει άδεια της ΕΚΤ στις ελληνικές τράπεζες για την αγορά επιπλέον 5 δισ. ευρώ έντοκων γραμματίων του ελληνικού δημοσίου. Ένα από τα χρηματοδοτικά σενάρια είναι να δοθεί τμήμα του ποσού των 10 δισ. ευρώ από τα αδιάθετα κεφάλαια του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που έχει επιστρέψει στο EFSF, αφού δεν χρησιμοποιήθηκε για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών. Όλα, όμως, θα δοθούν με το σταγονόμετρο και αφού πρώτα υπάρξει συμφωνία και ψηφιστούν μέτρα.

Η τακτική της κυβέρνησης απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα ήταν να προσπαθήσει αρχικά να ταράξει κάπως τα νερά, δηλώνοντας ότι θα εφαρμόσει το δικό της πρόγραμμα και ότι δεν θα δεχτεί επιτήρηση από την τρόικα. Όμως, στην πρώτη δοκιμασία, αυτή της 20ής Φεβρουάριου, έκανε πίσω. Αντιμέτωπη με τον εκβιασμό να διακοπεί η παροχή ρευστότητας (σενάριο για το οποίο όφειλε να είναι προετοιμασμένη με βάση την εμπειρία της Κύπρου), δεσμεύτηκε για την αποπληρωμή μέχρι κεραίας των δανειστών και για τη λήψη επώδυνων μέτρων. Δεν υπήρχε ούτε προετοιμασία, ούτε -πολύ περισσότερο- πολιτική βούληση για οποιαδήποτε ρήξη. Μέσα σε ένα τρίμηνο η νέα κυβέρνηση πλήρωσε σε τοκοχρεολύσια περίπου 7 δισ. ευρώ, αδειάζοντας τα κρατικά ταμεία και δεσμεύοντας τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων και των δημόσιων οργανισμών.

Στη βάση αυτή, μικρή σημασία έχει επομένως εάν όντως οι Ευρωπαίοι είχαν υποσχεθεί στις 20 Φλεβάρη την καταβολή όλης ή μέρους της δανειακής δόσης και μετά αθέτησαν το λόγο τους ή εάν ήταν λάθος του Βαρουφάκη που δεν απαίτησε γραπτές δεσμεύσεις.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που ακολούθησε ήταν μια ατέλειωτη υποχώρηση της ελληνικής πλευράς. Πέραν της διατήρησης του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και της περιοριστικής πολιτικής (αποδοχή της έννοιας του πρωτογενούς πλεονάσματος), οι υποχωρήσεις δείχνουν ότι τελικά οι κόκκινες γραμμές των δανειστών είναι πιο ισχυρές από αυτές της κυβέρνησης.

Η «διευθέτηση του χρέους» και τα νέα μνημόνια

Η κυβέρνηση ετοιμάζεται να επιβάλει μέτρα που θα πλήξουν τη ζωή των λαϊκών νοικοκυριών που την πίστεψαν και τη στήριζαν προεκλογικά. Προκειμένου να χρυσώσουν το χάπι, κυβερνητικά στελέχη ισχυρίζονται ότι, πέρα από τα επώδυνα μέτρα, η συμφωνία θα περιλαμβάνει και δράσεις αναπτυξιακού χαρακτήρα και πρόβλεψη για την απομείωση του χρέους. Στόχος της κυβέρνησης είναι να αντέξει σε αυτήν τη φάση της διαπραγμάτευσης, να αποφύγει συμβολικά μεγάλες υποχωρήσεις με πρόσθετες περικοπές στους βασικούς μισθούς, τον κύριο όγκο των συντάξεων, την πώληση υποδομών ενέργειας, να πάρει τμήμα της δανειακής δόσης και να αρχίσει η ροή κεφαλαίων από το νέο ΕΣΠΑ – παραβλέποντας βέβαια ότι το προηγούμενο κάθε άλλο παρά έδωσε διέξοδο στην ύφεση όπου οδήγησαν την ελληνική οικονομία τα μνημόνια.

Η κυβέρνηση δεν κάνει πλέον λόγο για «κούρεμα» του χρέους.

Επιζητά μια ήπια αναδιάρθρωση μέσα από τη μείωση των επιτοκίων δανεισμού. Σε συνέντευξή του στην Αυγή, ο Γ. Βαρουφάκης υποστήριξε ότι ιδανική λύση θα ήταν η χορήγηση ενός «χαμηλότοκου δανείου 30ετίας από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, στον οποίο και θα περάσει το χρέος που σήμερα κατέχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα», με παράλληλη αναδιάρθρωση των άλλων μερών του χρέους. Ανάλογο σενάριο έχει κυκλοφορήσει και στους κόλπους της ΕΕ. Κάνουν λόγο ακόμα και για μεταφορά 50 δια ευρώ του ΔΝΤ και της ΕΚΤ στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, ο οποίος, αφού πρώτα αποπληρώσει τους πιστωτές, στη συνέχεια θα μετατραπεί σε πρόσθετο πιστωτή της Ελλάδας. Με άλλα λόγια, να βρεθούμε με μια νέα δανειακή σύμβαση με μνημονιακούς όρους.

Με τον τρόπο αυτό, η ελληνική πλευρά θα βρεθεί σε ακόμη πιο δυσμενή θέση, αφού τα δάνεια που απομένουν είναι στην πραγματικότητα διακρατικά και είναι πολύ δύσκολο κυβερνήσεις όπως αυτή της Γερμανίας να πουν στους ψηφοφόρους τους ότι θα αποδεχτούν εθελοντικά απομείωση ενός χρέους που στηρίχτηκε στα χρήματα των φορολογούμενων τους.

Κυνικοί υπολογισμοί

Είναι σαφές ότι η ηγετική κυβερνητική ομάδα κάνει έναν σχεδόν κυνικό υπολογισμό: η έλλειψη πολιτικού αντιπάλου, με την τεράστια απονομιμοποίηση των Σαμαρά και Βενιζέλου και την αδυναμία του Ποταμιού να αποτελέσει εναλλακτική λύση, αλλά και το γεγονός ότι η κοινωνία ζει σε συνθήκες μειωμένων προσδοκιών, μαζί με τον τροφοδοτημένο και από την κυβέρνηση φόβο της χρεοκοπίας, σημαίνουν ότι μεγάλο μέρος του εκλογικού ακροατηρίου δεν αναμένει καν βελτίωση της θέσης του και μπορεί να αρκεστεί στη μη επιδείνωση.

Όμως, αυτό δεν πρόκειται να διαρκέσει για πάντα: τα επιπλέον μέτρα λιτότητας απειλούν να οδηγήσουν σε έναν νέο κύκλο ύφεσης, η παράταση της υψηλής ανεργίας μπορεί να διαμορφώσει συνθήκες απρόβλεπτες, τυχόν αλλαγές στο Ασφαλιστικό να αποδιαρθρώσουν το κοινωνικό δίκτυ ασφαλείας. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει να υπολαμβάνει την ίδια ανοχή.

Σε αυτό ας προστεθεί και μια πολιτική διάσταση. Για τους δανειστές το πρόβλημα, δεν είναι η μία ή η άλλη ρύθμιση. Άλλωστε, όλη η Ιστορία της ΕΕ περιλαμβάνει πλήθος από παλινωδίες. Ωστόσο, είναι σημαντικό να δείξουν ότι στην πραγματικότητα δεν έσπασε ο πυρήνας της νεοφιλελεύθερης πολιτικής τους στην Ελλάδα. Με άλλα λόγια, να στείλουν μήνυμα στους υπόλοιπους λαούς ότι δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει εύκολα από το σενάριο των μνημονίων και των πολιτικών λιτότητας. Απέναντι σ” αυτό τον εκβιασμό, η κυβέρνηση στην πραγματικότητα φέρεται ως εάν να θέλει να έρθει στη θέση να εκβιαστεί, επιζητώντας μια συμφωνία με κάθε κόστος.

Η ρήξη που επαγγέλλονταν προεκλογικά τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ φαίνεται ότι δεν ήταν παρά ένα ρητορικό επιχείρημα. Η ρήξη δεν ήταν μέσα στις επιλογές της κυβέρνησης και ας ρίχνει σήμερα το μπαλάκι στην απουσία «ετοιμότητας» του ελληνικού λαού να υποστεί τις συνέπειες. Η ρήξη για μια κυβέρνηση της Αριστερός θα έπρεπε να είχε προετοιμαστεί στη βάση ενός σχεδίου με συγκεκριμένα βήματα, τα οποία θα περιλάμβαναν την αθέτηση πληρωμών, τον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος, ακόμα και την έξοδο από το ευρώ εάν ήταν αναγκαίο.

Η ρήξη θα σήμαινε επεξεργασία ενός άλλου δρόμου όχι μόνο για τα δημοσιονομικά, αλλά και γι’ αυτό που -ενίοτε και παραπλανητικά- ονομάζεται «παραγωγική ανασυγκρότηση». Πάνω από όλα θα σήμαινε προετοιμασία της κοινωνίας για τις δυσκολίες που συνεπάγεται, αλλά και συστράτευσή της στην προσδοκία που διαμορφώνει. Διαφορετικά, όσες τακτικές κινήσεις και αν γίνουν, όσες αλλαγές στη διαπραγματευτική ομάδα και αν πραγματοποιηθούν, όσοι λεονταρισμοί και αν ακουστούν, οι επώδυνοι συμβιβασμοί καθίστανται μονόδρομος.

ΠΗΓΗ: http://vathikokkino.gr/archives/96434

Δείτε επίσης

ΣΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

  «Στην τυραννία πρέπει να πας κόντρα εξαρχής. Η απολυταρχία όταν καβαλικέψει είναι δύσκολο να …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *