Του Χ.Μ. –
Το ομόσπονδο κράτος της Αυστραλίας συγκροτήθηκε το 1901. Βάσεις του ήταν, από τη μια πλευρά, ο διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους, νομοθετώντας, όμως, από την άλλη, την έννοια του πολίτη της χώρας κυρίως με βάση αυτήν του λευκού Βρετανοαυστραλού. Η πολιτική αυτή επικράτησε και κυριάρχησε μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Για του λόγου το αληθές, μια από τις πρώτες νομοθετικές πράξεις του νεοσύστατου κράτους, ήταν ο περιορισμός της μετανάστευσης. Στη χώρα έπρεπε να εγκαθίστανται λευκοί, άνθρωποι που προέρχονταν ως επί το πλείστο από την Ευρώπη.
Επίσης, στις αρχές του 20ού αιώνα, άτομα με διαφορετικά φυλετικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά, θεωρούνταν ξένα και κατώτερα της κατεστημένης και επικρατούσας αγγλοκελτικής παράδοσης και εν δυνάμει επικίνδυνα.
Ο ξένος, ο μετανάστης, ο φυλετικά εκτός της κυρίαρχης βρετανοαυστραλιανής κοινωνίας, γίνεται εν μέρει κοινωνικά αποδεκτός, αλλά μόνο ως νομοταγής οικονομική μονάδα, μόνο, δηλαδή, ως εργαζόμενος και, μάλιστα, εκμεταλλευόμενος πολλαπλά. Ούτε λόγος να γίνεται για τη διατήρηση ή ανάπτυξη των ιδιαίτερων εθνοτικών και πολιτισμικών του καταβολών και παραδόσεων και σε όποιες περιπτώσεις επιτρέπεται κάτι τέτοιο, αυτό πρέπει να συνάδει και να συμμορφώνεται με την επικρατούσα πολιτική.
Από εκεί και πέρα, η «γιγάντωση» της Αυστραλίας, καθίσταται ζήτημα και οικονομικής ανάπτυξης αλλά και προστασίας της λεγόμενης εθνικής ασφάλειας. Αυτό που επιτεύχθηκε μεταπολεμικά με τα προγράμματα μαζικής μετανάστευσης είναι επικό. Από τη μια, το αυστραλιανό κράτος κατάφερε, ανάμεσα σε άλλα, να τριπλασιάσει τον πληθυσμό της χώρας και να φέρει στη χώρα μετανάστες από περισσότερες από 150 και πλέον διαφορετικές χώρες, από την άλλη, όμως, κατορθώθηκε να μην αλλοιωθεί ο κυρίαρχος αγγλοκελτικός χαρακτήρας της αυστραλιανής κοινωνίας.
Έτσι, ενώ ο ξένος, ο μετανάστης, είναι αρκετά ορατός στο νεοσύστατο κράτος, ο αυτόχθονας, ο ιθαγενής, εντούτοις, καθίσταται και θεσμικά αόρατος, χωρίς να καταγράφεται η παρουσία του στις απογραφές, μέχρι το 1967 και χωρίς να του αναγνωρίζεται το δικαίωμα ιδιοκτησίας – στην ίδια του τη γη – μέχρι και το 1992!
Αλλά ακόμα και για τους λευκούς νομιμόφρονες νοτιοευρωπαίους μετανάστες (Έλληνες, Ιταλούς, Γιουγκοσλάβους κ.ά.), η προπολεμική Αυστραλία ήταν ιδιαίτερα σκληρή και αφιλόξενη χώρα. Τα φακελώματα και οι περιορισμοί την περίοδο εκείνη, οι βίαιες εξεγέρσεις και εκρήξεις εναντίον των μη αγγλικής καταγωγής μεταναστών, ειδικά την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι μερικές ενδεικτικές περιπτώσεις ανοιχτής εχθρότητας.
Οι παλαιοί ‘Ελληνες μετανάστες αντιμετώπισαν ρατσισμό από τους Αγγλοσάξωνες παλαιότερους αποίκους ,που ως γνωστόν οι πρόγονοί τους κυρίευσαν την γη των αυτόχθονων -γηγενών Αβορίγινων ,εξοντώνοντας κυριολεκτικά την συντριπτική πλειοψηφία αυτών.
Οι εργασιακές συνθήκες στα εργοστάσια, στα ορυχεία, στα έργα υποδομής της Αυστραλίας, ήταν πολύ σκληρές για τους πρώτους μετανάστες.Πέρασαν 70 χρόνια από τότε που τα καράβια με 40 μερόνυχτα ταξίδι μετέφεραν το πρώτο μεγάλο μεταπολεμικό κύμα Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία. Αυτό το πρώτο μεγάλο κύμα ξενιτειάς, ήταν αποτέλεσμα του σκληρού και αυταρχικού μετεμφυλιακού Ελληνικού Κράτους των διώξεων ,των φυλακίσεων ,των εξοριών και της πείνας και της ανέχειας του λαού. Κάποιοι κατόρθωσαν να ανοίξουν κάποια μικρομάγαζα, αλλά και αυτά δεχόντουσαν κάποιες ρατσιστικές επιθέσεις. Λογικό ήταν ,κάτω από αυτές τις συνθήκες ,σχεδόν όλοι να σκέφτονται την επιστροφή στην πατρίδα. Σύμφωνα με αξιόπιστες μαρτυρίες μόνον το 5% το κατάφεραν και επέστρεψαν.Στο κρίσιμο διάστημα 1967-1974 που προγραμμάτιζαν αρκετοί την επιστροφή τους ,δεν την κατόρθωσαν ,επειδή στην πατρίδα εγκαταστάθηκε η χούντα των συνταγματαρχών και μάθαιναν για τις νέες διώξεις και φυλακίσεις. Μένοντας εδώ ,δημιούργησαν οικογένειες, συλλόγους, πλαισίωσαν την Ελληνική κοινότητα που λειτουργούσε ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, ενώ η Ελληνική ορθόδοξη εκκλησία καπέλωσε πολλές δραστηριότητές τους, δημιουργώντας Αρχιεπισκοπή και ναούς, αλλά χωρίς να ζουν αμιγώς σε γκέτο, κατόρθωσαν να διατηρήσουν έθιμα και παραδόσεις του λαού μας, την γλώσσα, ακολουθώντας βέβαια έναν τρόπο ζωής της συνεχώς εξελισσόμενης πολυπολιτισμικής Αυστραλίας. ‘Εγιναν αρκετοί μικτοί γάμοι επίσης.
Σήμερα στην Αυστραλία υπάρχουν 600.000 Ελληνικής καταγωγής, κατανεμημένοι σε 4 γενιές. Στην Μελβούρνη ζουν οι 300.000 από αυτούς. Οι μισοί περίπου ασχολούνται με δικές τους επιχειρήσεις σε διάφορους κλάδους και οι άλλοι μισοί στελεχώνουν διάφορους κλάδους του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.
Κανείς δεν αφήνει τον τόπο του για να μεταναστεύσει σε άλλον ,αν μπορεί να ζήσει σε αυτόν, λένε όλοι οι μετανάστες σε όλα τα μέρη της γης.
Στην Ελλάδα της ΕΕ και της Ευρωζώνης επιδεινώθηκαν όλες οι υφιστάμενες παραγωγικές σχέσεις στα πλαίσια μίας καπιταλιστικής οικονομίας, σαν αποτέλεσμα της πτώσης της παραγωγής, της διόγκωσης του εξωτερικού χρέους και της επιβολής μνημονιακών οδηγιών και πολιτικών εκ μέρους των ισχυρών της ΕΕ.
Οι επιβαλλόμενες μνημονιακές πολιτικές από το 2010 και μετά ,που ευχαρίστως ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της χώρας δέχτηκε να τις εφαρμόσει, στόχευαν στην κερδοφορία του κεφαλαίου στις διαμορφούμενες συνθήκες και στην αφαίμαξη παραγωγικών πόρων της χώρας.
Έτσι, στο νέο αυτό αποικιοκρατικό καθεστώς, μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας ξεπουλήθηκαν στο διεθνές μεγάλο κεφάλαιο, η ανεργία διογκώθηκε σε πρωτόγνωρα ύψη ,επικράτησε ο εργασιακός μεσαίωνας στους χώρους δουλειάς με δραματική πτώση μισθών. Αρκετοί αυτοαπασχολούμενοι και μικρο-επιχειρηματίες αναγκάστηκαν να σταματήσουν την δραστηριότητά τους ,εξαιτίας της υψηλής φορολογίας ,αλλά και της νέας διάρθρωσης στους κλάδους δραστηριοποίησής τους ,π.χ με την είσοδο μεγάλων αλυσίδων λιανεμπορίου.
Χάνοντας η τοπική οικονομία ένα 25% του ΑΕΠ της, η ανεργία του εργατικού δυναμικού της χώρας ξεπέρασε το 30%,με αποτέλεσμα ,σύμφωνα με εκτιμήσεις, επειδή δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία, περίπου 800χιλ. Έλληνες να αναζητήσουν εργασία στο εξωτερικό ,κυρίως στις χώρες της ΕΕ, σαν νεο-μετανάστες.
Όσοι από την Ελλάδα τώρα, μετά το 2010, σκέφτηκαν να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία, η συντριπτική πλειοψηφία αυτών (σχεδόν 95%) είχαν προηγουμένως κάποια σχέση με την Αυστραλία. Είναι απόγονοι παλαιών μεταναστών της Αυστραλίας που είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα(εκείνο το 5% που αναφέρθηκε παραπάνω).Είναι δηλαδή άτομα διπλής υπηκοότητας. Είναι Έλληνες πολίτες, αλλά και Αυστραλοί πολίτες, είτε επειδή γεννήθηκαν στην Αυστραλία, είτε επειδή κάποιος γονέας τους είχε πάρει την Αυστραλέζικη υπηκοότητα.
Τα άτομα αυτά, η Αυστραλία, δεν τα θεωρεί μετανάστες και φυσικά δεν τα συμπεριλαμβάνει στα στατιστικά της μετανάστευσης στην χώρα. Αυτό δημιουργεί το πρόβλημα της ακριβούς αποτύπωσης του αριθμού των πραγματικών νεομεταναστών από την Ελλάδα ,από το 2010 μέχρι σήμερα. Εκτιμήσεις πάντων των διαφόρων συλλόγων και της Ελληνικής κοινότητας ,αναφέρουν ότι οι Έλληνες νεομετανάστες στην Αυστραλία είναι περίπου 40.000 και συνεχίζουν κάθε μέρα που περνά να έρχονται νέοι. Εκτιμάται ότι 30.000 ήρθαν στην Μελβούρνη.
Τι προβλήματα αντιμετώπισαν αυτού του είδους οι νεομετανάστες ερχόμενοι στην Αυστραλία;
To πρώτο και κυριότερο πρόβλημα είναι η εξεύρεση στέγης. Δεν νοικιάζονται σπίτια σε ανέργους. Σαν νεοφερμένοι,δεν είχαν εργασία. Αναγκάστηκαν στην αρχή να φιλοξενηθούν σε συγγενείς εδώ στην παροικία ή να μείνουν σε ξενοδοχεία. Ευτυχώς ,σαν Αυστραλοί πολίτες ,αμέσως πήραν επίδομα ανεργίας 1.000 δολ. κατά άτομο μέχρι να βρούν εργασία και medicare κάρτα δωρεάν ιατρικής κάλυψης σε περίπτωση ασθένειας. Οι περισσότεροι από αυτούς, δεν είναι σαν τους παλαιούς μετανάστες. Είναι μορφωμένοι, με ανώτερες και ανώτατες σπουδές, με εξειδικεύσεις σε διάφορους τομείς ,με γνώσεις της Αγγλικής γλώσσας. Επειδή η ανεργία στην Αυστραλία κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα (6%),σχετικά εύκολα βρήκαν κάποια απασχόληση είτε στο αντικείμενό τους ,είτε όχι. Είτε μόνιμη εργασία ή εκ περιτροπής. Σε πολλές περιπτώσεις χρειάστηκε να παρακολουθήσουν διάφορα σεμινάρια πιστοποίησης για συγκεκριμένα επαγγέλματα. Πολλά από αυτά τα σεμινάρια είναι χρηματοδοτούμενα από την πολιτεία.
Βρήκαν εργασία σε κλάδους εστίασης, γηροκομείων, κατασκευών, δημοσίων υπηρεσιών, μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών, τμημάτων πληροφορικής, εκπαίδευσης, ιατρικών επαγγελμάτων, συνεργείων αυτοκινήτων, ηλεκτρισμού, μεταφορών κλπ. Κάποιοι, ένα μικρό ποσοστό, υπολογίζεται περίπου στο 5%,δεν τα κατάφεραν και γύρισαν πίσω. Κάποιοι άλλοι ,άνοιξαν μικρές επιχειρήσεις, δανειοδοτούμενοι εύκολα από το τραπεζικό σύστημα, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι είναι πανεύκολη η διαδικασία ανοίγματος βιβλίων στην Εφορία. Δεν υπάρχει υποχρεωτική ασφάλιση για τον μικροεπιτηδευματία (π.χ ΤΕΒΕ κλπ).
Η αμοιβή τους (αυτών που βρήκαν απασχόληση)είναι περίπου 25 δολ/ ώρα σε γενικές γραμμές. Ο μισθός τους, περίπου 3.000-4000 δολ/μήνα. Η δαπάνη όμως για την στέγη, απορροφά τον μισό μηνιαίο μισθό τους. Δεν υπάρχουν κρατήσεις επί του μισθού, παρά μόνον αυτές της Εφορίας. Το αφορολόγητο είναι στα 18.250 δολ/έτος. Ο ΦΠΑ είναι στο 10% ,αλλά 0% σε όλα, μα όλα τα είδη πρώτης ανάγκης. Οι εργοδότες υποχρεούνται βάσει νόμου να καταθέτουν ένα επιπλέον 9,5% του μισθού κάθε εργαζόμενου σε ειδικά ταμεία επιλογής του εργαζόμενου για να το πάρουν οι εργαζόμενοι στα 55 τους.
Η Αυστραλία όμως, αν και είναι μία εξαγωγική χώρα, ενέργειας, ορυκτών προϊόντων, τεχνογνωσίας, γεωργικών προϊόντων, πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, με άφθονες πλουτοπαραγωγικές πηγές, με χαμηλό δημόσιο χρέος ,με πλήρη αυτάρκεια σε όλα τα προϊόντα, με ισχυρή μεσαία τάξη (κοντά στο 60% του πληθυσμού των 24 εκ.κατοίκων), με ισχυρή κατασκευαστική δραστηριότητα στον τομέα των υποδομών και με ραγδαία αύξηση του πληθυσμού, χάνει διαρκώς βιομηχανική παραγωγή που μεταναστεύει σε χώρες φτηνού εργατικού δυναμικού της Ν.Α Ασίας. Πρόσφατα έκλεισαν πολλά εργοστάσια παραγωγής αυτοκινήτων. Ελάχιστα εργοστάσια παραγωγής ειδών ένδυσης έχουν απομείνει. Αυτό οδηγεί στο να λαμβάνονται μέτρα αυστηρότατης μεταναστευτικής πολιτικής ,όπως θα δούμε παρακάτω.
Το υψηλό ιδιωτικό χρέος προς τις τράπεζες για αγορά κατοικίας (που είναι πανάκριβες ,π.χ διαμέρισμα 2 δωματίων μπορεί να αγοραστεί με 500.000 δολ.) δημιουργεί ανησυχίες για την ευστάθεια του συστήματος. Καθίσταται ανυπέρβλητο πρόβλημα η αγορά κατοικίας για ένα νέο ζευγάρι. Σύμφωνα με την πρόσφατη απογραφή του 2016, οι κατοικούντες στην Αυστραλία, χωρίζονται σε τρείς ισοποσοστιαίες κατηγορίες.Το 1/3 έχει αποπληρωμένη ιδιόκτητη κατοικία, το 1/3 την χρωστάει στην τράπεζα ακόμη και το υπόλοιπο 1/3 διαμένει σε πανάκριβες ενοικιαζόμενες κατοικίες. Δεν έχει αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ότι κατά την επόμενη δεκαετία, η Αυστραλία ίσως αντιμετωπίσει κύμα κατασχέσεων σπιτιών και πτωχεύσεων, παρόμοιων με εκείνες στις ΗΠΑ και την Ευρώπη.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη των Bill Randolph και Laurence Troy (από το Futures Research Centre, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Sydney Morning Herald τον περασμένο Μάρτη, κατονομάζεται σειρά κυβερνητικών πολιτικών – όπως το λεγόμενο negative gearing και η έκπτωση κατά 50% επί του φόρου κεφαλαιουχικών κερδών για τους επενδυτές ακινήτων- ως υπεύθυνες για την κρίση και την οικονομική πιστότητα.Βλέπουμε λοιπόν εδώ ,ότι η υπόθεση “μέριμνα”για λαϊκή στέγη, δεν ισχύει. Στα 24 εκ.των κατοίκων, υπολογίζεται ότι υπάρχουν 100 χιλ.άστεγοι οι οποίοι έχουν πεταχτεί έξω από το οικονομικό σύστημα και για τους οποίους οι κρατικές δομές στέγης δεν επαρκούν, αν και αυτές συνεχώς πολλαπλασιάζονται , αλλά πολλαπλασιάζονται και οι άστεγοι. Οι κυβερνήσεις της Αυστραλίας στελεχώνονται από τα δύο κυρίαρχα κόμματα, των φιλελευθέρων και των εργατικών, συνήθως εναλλάξ και υπηρετούν πιστά τις καπιταλιστικές συνταγές διαμόρφωσης και συγκρότησης της κοινωνίας και φυσικά αφίστανται των λαϊκών αναγκών για στέγη π.χ, επειδή έχουν αναγάγει την υπόθεση στέγη σε εμπόρευμα ,βοηθώντας κάποιους ισχυρούς επενδυτές να αποκομίζουν οφέλη δραστηριοποιούμενοι στην αγορά κατοικίας.
Πρόσβαση επίσης στην δωρεάν ανώτατη εκπαίδευση , δεν υπάρχει. Οι φοιτητές ,πρέπει να δανειοδοτηθούν από το Αυστραλιανό Κράτος, για να πληρώσουν δίδακτρα περίπου 20-30 χιλιάδες δολ. για όλη την διάρκεια των σπουδών τους και ανάλογα τον κλάδο που σπουδάζουν. Το δάνειο αυτό ,βάσει νομοθεσίας, θα αρχίσουν να το αποπληρώνουν μετά την αποφοίτησή τους και μόνον αν κερδίζουν 53 χιλ.δολ./’ετος από την εργασία τους. Επιδοτεί βέβαια μηνιαίως τους φοιτητές που δεν διαμένουν στο πατρικό τους σπίτι. Αυτό ισχύει μόνον για τους Αυστραλούς πολίτες φυσικά, επειδή η Αυστραλία πουλάει εκπαίδευση σε όλη την Ν.Α Ασία, με τα υψηλής και ποιοτικής ομολογουμένως στάθμης πανεπιστήμιά της ,τα οποία είναι ανεξάρτητοι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί και τα δίδακτρα που εισπράττουν τα επενδύουν σε έρευνα και υποδομές.
Ο τομέας της υγείας, το σύστημα υγείας ,χαρακτηρίζεται σαν ικανοποιητικό.Τα δημόσια νοσοκομεία είναι καλά στελεχωμένα, δεν υπάρχουν τα γνωστά φακελάκια. Οι εξετάσεις στον GP είναι δωρεάν, όπως και σε κάθε δημόσιο νοσοκομείο η περίθαλψη. Συνεχώς όμως οι κυβερνήσεις, απειλούν και θέλουν να εφαρμόσουν μία μικρή πληρωμή για κάποιες πρωταρχικές εξετάσεις.
Γενικά, οι έχοντες διπλή υπηκοότητα νεομετανάστες στην Αυστραλία, ήρθαν σε μία αναπτυγμένη χώρα του καπιταλισμού, 13η στην παγκόσμια κατάταξη, η οποία μεταπολεμικά εφάρμοσε κάποιες σημαντικές κοινωνικές παροχές ,τύπου σοσιαλδημοκρατίας,αλλά από τις αρχές της δεκαετίας του 90 και μετά, δηλαδή με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, και την εποχή της ανόδου του θατσερισμού και του νεοφιλελευθερισμού, συνεχώς “σβήνει”κοινωνικές κατακτήσεις. Μερικά μόνον παραδείγματα: Ανεβάζει την ηλικία συνταξιοδότησης σταδιακά στα 67 χρόνια και μόνον σε όσους δεν έχουν περιουσία δίνει μία σύνταξη των 1350 δολ. Εξαιρεί φυσικά την πρώτη κατοικία, αλλά να μην υπερβαίνει αυτή σε αξία τις 700 χιλ.δολ. Καταργεί σταδιακά την εύκολη πραγματοποίηση της απεργίας. Εδώ και πολλά χρόνια, δεν αυξάνει τον κατώτατο μισθό σύμφωνα με την αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά τον αυξάνει μόνον κατά τον ρυθμό του πληθωρισμού(περίπου 2% /έτος).Πιέζει διαρκώς για ιδιωτικές ασφαλίσεις των πολιτών για θέματα υγείας. Παραχωρεί σημαντικές υποδομές, λιμάνια, αεροδρόμια, δίκτυα διανομής ηλεκτρισμού,με την μέθοδο της μακροχρόνιας ενοικίασης σε ιδιωτικές κοινοπραξίες. Ευτυχώς, όχι το νερό. Διόδια υπάρχουν μόνον μέσα στις πόλεις, σε συγκεκριμένες οδικές αρτηρίες και τα εισπράττουν κατασκευαστικές εταιρείες (όχι με μπάρες),που έφτιαξαν αυτές τις αρτηρίες. Δεν υπάρχουν διόδια για να ταξιδέψεις από μία πόλη στην άλλη.
Οι νεοφερμένοι αυτού του είδους διαπίστωσαν την πολυπολιτισμικότητα της Αυστραλίας, σε κάθε έκφραση της κοινωνικής ζωής. Στις πολλές ομιλούμενες γλώσσες, στις πολλές διαφορετικές κουζίνες, στα πολλά και διάφορα πολιτισμικά φεστιβάλ από τις διάφορες κοινότητες. Η ίδρυση μεταναστευτικών κοινοτήτων και ο πρωταγωνιστικός ρόλος τους μπορεί, από τη μια, να στόχευε και να στοχεύει στη διατήρηση της πολιτισμικής ταυτότητας των μεταναστών, αλλά στόχευε και στοχεύει και στην πολιτισμική τους πειθάρχηση, δηλαδή στην προώθηση του μοντέλου του καλού, συνεργάσιμου, νομοταγούς, υποτακτικού και μη διαμαρτυρόμενου προς την κυρίαρχη κουλτούρα και άποψη, μετανάστη. Αυτή η θέση υποστηριζόταν και εξακολουθεί να προωθείται και μέχρι σήμερα από τις μεταναστευτικές εφημερίδες και ΜΜΕ, την εκκλησία και τους επικεφαλείς των μεταναστευτικών οργανώσεων και φορέων. Πολυπολιτισμός στην υπηρεσία του νεοσυντηρισμού και της εξατομίκευσης ,δηλαδή. Έτσι, μέσω μιας καθαρά εξατομικευμένης «ισοπολιτείας» και «ισονομίας» των μεταναστών, ο μη βρετανοαυστραλιανός πληθυσμός της χώρας οδηγήθηκε και οδηγείται σε μια κατά πολύ ανώδυνη ενσωμάτωσή του στον κορμό της λευκής Βρετανοαυστραλίας.
Τι γίνεται όμως με τους νεο-μετανάστες που δεν έχουν την Αυστραλέζικη υπηκοότητα;
Aυτοί είναι μία μειοψηφία στο σύνολο των νεοφερμένων.’ Όμως εδώ μιλάμε για μία άλλη, τελείως διαφορετική κατάσταση. Τα προβλήματα είναι τεράστια σε αυτήν την κατηγορία.Η κατηγορία αυτή είναι αντιμέτωπη με την μεταναστευτική πολιτική της Αυστραλίας που είναι πάρα πολύ αυστηρή. Εφαρμόζεται στην ουσία η πολιτική των κλειστών συνόρων. Κάθε χρόνο η Αυστραλία δέχεται μόνον περίπου 200.000 μετανάστες στην χώρα από όλες τις χώρες του πλανήτη. Σε αυτόν τον αριθμό συμπεριλαμβάνονται και οι αριθμοί ατόμων που αφορούν επανένωση οικογενειών. Δηλαδή ,συμπεριλαμβάνονται και άτομα που έχουν συγγένεια με Αυστραλούς πολίτες.Για να έρθει κανονικά και νόμιμα κάποιος αλλοδαπός να κατοικήσει και να εργαστεί στην Αυστραλία, πρέπει πρώτα κάποιος εργοδότης από την Αυστραλία να τον καλέσει, για να του χορηγηθεί η περίφημη 457 visa εργασίας. Θα πρέπει επίσης η ειδικότητά του να συμπεριλαμβάνεται σε μία ειδική λίστα ειδικοτήτων που αλλάζει κάθε χρόνο. Θα πρέπει επίσης να είναι μικρότερος των 50 ετών σε ηλικία.Βλέπουμε εδώ, ότι το Αυστραλιανό κεφάλαιο φροντίζει πάνω από όλα τα συμφέροντά του. Αν κάποιος καταφέρει αυτήν την μέθοδο εισαγωγής στην χώρα, εύκολα καθίσταται αντιληπτό ότι γίνεται έρμαιο στα χέρια του εργοδότη του και στις απαιτήσεις του, διότι άν λυθεί η σύμβαση εργασίας είναι αναγκασμένος ο μετανάστης να εγκαταλείψει την χώρα μέσα σε 28 μέρες.
Επειδή αυτή η μέθοδος μετανάστευσης είναι πολύ δύσκολη, πάρα πολλοί νεοφερμένοι ήρθαν με τουριστική βίζα. Στον έλεγχο του αεροδρομίου, έπρεπε να έχουν όμως εισιτήριο επιστροφής. Όσοι δεν είχαν και δεν μπορούσαν να αποδείξουν ότι ήταν ικανοί να καλύψουν τα έξοδα παραμονής τους ,δεν τους επετράπη η είσοδος στην χώρα και επέστρεψαν πίσω. Όσοι όμως πέρασαν με τουριστική visa, προσπάθησαν να βρούν εργασία για να μετατρέψουν την visa τους σε εργασιακή. Ελάχιστοι το κατάφεραν και οι περισσότεροι γύρισαν στην Ελλάδα.
Κάποιοι άλλοι αυτής της κατηγορίας, κυρίως οι νεαρής ηλικίας, μετέτρεψαν την visa τους σε φοιτητική. Αυτή είναι μία εύκολη διαδικασία, επειδή όπως είπαμε πιο πάνω ,η Αυστραλία πουλάει εκπαίδευση. Αυτοί όμως αναγκάζονται να πληρώνουν τα δίδακτρα στις σχολές τους, έχουν δικαίωμα μόνον 20 ώρες εργασίας την εβδομάδα. Επειδή τα έξοδά τους τρέχουν ,είναι αναγκασμένοι να δουλεύουν περισσότερο. Παρανόμως βεβαίως και στην…μαύρη οικονομία. Πάρα πολλές Ελληνικές επιχειρήσεις, αλλά και άλλων εθνοτήτων ,τους προσφέρουν μαύρη εργασία ,με μικρότερη ωριαία αμοιβή και τους εκμεταλλεύονται. Οι εργασίες που κάνουν είναι σε εταιρείες καθαρισμού, σε εστιατόρια , σε κήπους κλπ. Είναι η πιο αδικημένη κατηγορία νεοφερμένων μεταναστών εδώ στην Αυστραλία.
Το όνειρο αυτής της κατηγορίας είναι να τελειώσουν τοις σπουδές τους, να βρούν μία καλή εργασία, να κατορθώσουν στην συνέχεια να πάρουν άδεια μόνιμης παραμονής.
Οι Έλληνες της Αυστραλίας διακρίνονται λοιπόν σε 3 κατηγορίες: Στους παλαιούς μετανάστες, στους νεο-μετανάστες με διπλή υπηκοότητα και στους νεο-μετανάστες χωρίς διπλή υπηκοότητα.
Επικεντρωθήκαμε στους νεομετανάστες, επειδή διαφέρουν σε νοοτροπία από τους παλαιότερους, επειδή είναι διαφορετικά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν από τους παλαιότερους και επειδή η μετανάστευσή τους είναι αποτέλεσμα των μνημονιακών πολιτικών.
Όμως και οι τρεις κατηγορίες έχουν το κοινό χαρακτηριστικό ότι ανήκουν στην ίδια τάξη, στην εργατική τάξη, και μάλιστα σε αυτήν της εκδιωχθείσας από τον τόπο της.
Άν το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα, η εργατική τάξη, εκ των συνθηκών αναγκάζεται συχνά να εγκαταλείψει την πατρίδα κάτω από αντίξοες συνθήκες και ενίοτε έχει την ψευδαίσθηση ότι είναι πολίτης όλου του κόσμου.
Χ.Μ