ΕΒΕΛΥΝ ΡΗΝΤ* –
Η Βιολογία, όπως και η Ανθρωπολογία, είναι μια νέα επιστήμη κι υπόκειται εξίσου σε παρανοήσεις, επιπόλαια συμπεράσματα και ξεκάθαρα ψέματα, σε θέματα πού έχουν βαρύτατες κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις. Αυτό διπλασιάζει τη δυσκολία πού παρουσιάζει η αποκάλυψη της αλήθειας για το θηλυκό φύλο, καθώς τόσοι πολλοί βιολόγοι, όπως επίσης κι ανθρωπολόγοι, είναι δέσμιοι της καπιταλιστικής ιδεολογίας. Υποθέτουν ότι επειδή ή γυναίκα γεννιέται έχοντας μια μήτρα, δε μπορεί ν’ απελευθερωθεί άπ’ τον άμεσο βιολογικό έλεγχο και πρέπει να παραμείνει σκλαβωμένη για πάντα στις αναπαραγωγικές της λειτουργίες.
Αυτή ή «μητρική θεωρία» τής γυναικείας κατωτερότητας, δεν είναι περισσότερο βάσιμη άπ’ ότι η αναγκαία της συνέπεια, ή «φαλλική θεωρία» της αντρικής ανωτερότητας. Για μερικούς περίεργους κι ανεξήγητους λόγους, αυτά τα σεξουαλικά γεννητικά όργανα υποτίθεται ότι έχουν καθορίσει όλες τίς άλλες ικανότητες των δυο φύλων. Η γυναίκα, αφού έγινε ηλίθια εξαιτίας των λειτουργιών της μήτρας της, στάθηκε ανίκανη ν’ αναπτύξει τίς πνευματικές της ικανότητες, τα ταλέντα της κι ανώτερες πολιτιστικές ικανότητες. Ο άντρας, άπ’ την άλλη μεριά, με την Ισχυρή σεξουαλική του ρώμη, αντί της επονείδιστης μήτρας, μπόρεσε ν’ αναπτύξει το πνεύμα του και τίς συνδεόμενες μ’ αυτό ικανότητες. Όμως κι οι δυο υποθέσεις ανήκουν στο χώρο τής φαντασίας, όχι τής επιστήμης.
Στην πραγματικότητα, εκείνο που μειονεκτεί μέσα στο ζωικό κόσμο είναι το αρσενικό κι όχι το θηλυκό. Αυτό οφείλεται στα διασπαστικά χαρακτηριστικά τής αρσενικής σεξουαλικότητας μέσα στη φύση. Όπως μάς δείχνουν τα στοιχεία πού διαθέτουμε, τ’ αρσενικά είναι υπερβολικά ανταγωνιστικά κι αγωνίζονται ενάντια στ’ άλλα αρσενικά για να προσεγγίσουν τα θηλυκά. Παρόλο πού συχνά αυτό ονομάζεται «ζήλεια», δεν είναι ζήλεια, με την έννοια πού χρησιμοποιούμε τον όρο, δηλαδή, επιθυμία απόκτησης ενός συγκεκριμένου θηλυκού. Είναι μάλλον ένα ώμο επιθετικό ένστικτο, πού δε μπορεί να μεταμορφωθεί άπ’ οποιοδήποτε αίσθημα ατομικής προτίμησης ή τρυφερότητας, το οποίο οδηγεί το αρσενικό ζώο να πλησιάσει οποιοδήποτε κι όλα τα θηλυκά. Σέ μερικά είδη, τ’ αρσενικά μπορεί να πολεμούν ανάμεσά τους, απλώς για την απόκτηση τής δυνατότητας αναπαραγωγής, ενώ σέ άλλα πάλι, μπορεί να πολεμούν κι όταν δεν υπάρχουν θηλυκά. Όπως λέει δρ. Σόλλυ Ζούκερμαν: «Η επιθετικότητα των ζώων πού βρίσκονται σέ οργασμό, αποτελεί μια έκφραση τής φυσιολογικής τους κατάστασης και δε καθορίζεται αναγκαστικά απ’ την παρουσία των θηλυκών. (η Κοινωνική Ζωή των Μαϊμούδων και των Πιθήκων, ROVT-LEDGE AND KEGAN ΡΑΠ, LTD, σ. 69).
Χάρη σ’ αυτό το μαχητικό χαρακτηριστικό τής αρσενικής σεξουαλικότητας, τ’ αρσενικά ζώα είναι μοναχικά, ατομιστικά κι ανίκανα να συνασπιστούν από κοινού σέ συνεργατικές ομάδες. Στην καλύτερη περίπτωση, μπορεί ν’ ανεχθούν το ένα την παρουσία του άλλου, εκμεταλλευόμενα τις ίδιες δυνατότητες διατροφής κι αναπαραγωγής. Σε μερικά είδη, όπως ανάμεσα στα μεγάλα σαρκοφάγα, υπάρχουν μοναχικά ζώα, τα οποία περιφέρονται αναζητώντας τη λεία. Αυτή η ανικανότητα των αρσενικών, να συνεργαστούν ανάμεσά τους μέσα στη φύση, αποτελεί ένα σοβαρό μειονέκτημα, στο βαθμό πού άφορά τη σύσφιξη των δεσμών μιας ομάδας.
Τα θηλυκά, από την άλλη μεριά, χάρη στις λειτουργίες της μητρότητας, δε μειονεκτούν μ’ αυτό τον τρόπο. Σχηματίζουν οικογένειες, αποτελούμενες από τη μητέρα και τα μικρά της, στις όποιες υπάρχει συνεργασία καθώς κι ή δυνατότητα ανάπτυξης γενεαλογικών δεσμών. Σε μερικά είδη όπως οι λέμουροι, ή ακόμα και σε μια ομάδα λέαινες, ένας αριθμός θηλυκών και των μικρών τους συνενώνονται και σχηματίζουν μια μεγαλύτερη οικογένεια.
Επιπλέον, ενώ το αρσενικό ζώο έχει να φροντίσει μόνο για τον εαυτό του, μέσα στον αγώνα για την επιβίωση, το θηλυκό, διά μέσου των μητρικών του λειτουργιών, πρέπει να φροντίσει και να προστατέψει τόσο τα μικρά του, όσο και τον εαυτό του. Διά μέσου τής συνεχούς εξάσκησης αυτών των λειτουργιών της ομάδας, εκείνο πού ’ναι φυσιολογικά, το πιο έξυπνο, πιο συνετό πιο πανούργο και πιο ικανό, είναι το θηλυκό κι όχι το αρσενικό.
Αυτό αναγνωρίζεται από τούς κυνηγούς πού θεωρούν το θηλυκό, ιδιαίτερα εκείνο πού έχει μικρά, σαν το πιο επικίνδυνο φύλο και παίρνουν τις απαραίτητες προφυλάξεις. Αυτή η οξυδέρκεια που παρατηρείται στα θηλυκά, βρίσκει τον ψηλότερο βαθμό ανάπτυξής της στα ανώτερα θηλαστικά — εδώ επεκτείνονται πιο πολύ οι λειτουργίες τής μητρότητας κι η φροντίδα των μικρών — και φθάνει στο αποκορύφωμά της με τούς λέμουρους. Ακόμα κι ο Ρόμπερτ ‘Αντρυ, ένας φλογερός θιασώτης της αντρικής ανωτερότητας, παραδέχεται ότι: «Όπως εξελίσσεται το ζωικό βασίλειο, έτσι εξελίσσεται παρόμοια κι η δύναμη τού θηλυκού… Η στενοκεφαλιά τού αρσενικού, υπήρξε ή πηγή τής θηλυκής δύναμης, πολύ μακριά πίσω στο παρελθόν» (Ή Γέννηση τής ’Αφρικής DELL PUBLISHING CO, σ. 125) . Ο Ρόμπερτ Μπρίφωλτ, θεωρεί, δίχως περιστροφές, τ’ αρσενικά ζώα πιο ηλίθια από τα θηλυκά.
Αυτές οι σκέψεις δείχνουν ότι δεν υπάρχει καμιά φυσική θεμελίωση της «μητρικής θεωρίας» της γυναικείας κατωτερότητας Αν όχι τίποτα άλλο, η φύση ευνόησε το θηλυκό φύλο, αφού αυτό είναι το φύλο άπ’ το όποιο εξαρτιέται η διαιώνιση των ειδών. Η εκτέλεση των μητρικών τους λειτουργιών, πρόσφερε στα θηλυκά ένα πλεονέκτημα, μέσα στον αγώνα για την επιβίωση, καθιστώντας Ικανό το παρακλάδι των ανθρωποειδών πιθήκων, άπ’ τούς όποιους προερχόμαστε, να περάσει άπ’ το φυσικό τρόπο επιβίωσης στον ανθρώπινο τρόπο επιβίωσης διά μέσου τής εργασίας. Στη μετάβαση άπ’ τον πίθηκο στον άνθρωπο, εκείνο πού άνοιξε το δρόμο ήταν το θηλυκό κι όχι το αρσενικό. Έχοντας αναπτύξει περισσότερο τίς δυνατότητές τους και την ικανότητα για συνεργασία, τα θηλυκά ήταν εκείνα που έβαλαν τα θεμέλια τής παραγωγικής ζωής και δημιούργησαν έτσι το νέο και μοναδικό ανθρώπινο είδος. Να γιατί ξεπρόβαλλε μέσα άπ’ τη μητρική οικογένεια τού ζωικού κόσμου, το μητρικό σύστημα ομαδοποίησης, ή «μητριαρχία», τού προϊστορικού ανθρώπινου κόσμου. Το ότι ή γυναίκα υποβιβάστηκε στο επίπεδο τού ζώου, υποχρεωμένη ν’ ασχολείται αποκλειστικά με τα καθήκοντα τής μητρότητας, σέ βάρος των ανώτερων ανθρώπινων άξιών, πού αναπτύχθηκαν στην πορεία τής κοινωνικής ζωής, συνέβητε μόνο στη πατριαρχική, ταξική κοινωνία, ή οποία εγκαθιδρύθηκε ένα εκατομμύριο χρόνια μετά τη γένεση τού ανθρώπινου είδους. Σέ μια κοινωνία, πού στηρίζεται πάνω στην ατομική ιδιοκτησία, το θεσμό τής οικογένειας και την αντρική υπεροχή, τα φυσικά χαρίσματα τής γυναίκας — ή μήτρα της κι οι λειτουργίες τής μητρότητας — μετατράπηκαν στα δεσμά τής εκμετάλλευσης και τής καταπίεσης που υφίσταται σήμερα. Άλλα’ αυτή είναι μια κατάσταση πού τη δημιούργησε άντρας κι όχι ή φύση.
Εκείνοι πού υιοθετούν τη «μητρική θεωρία» τής γυναικείας κατωτερότητας, προσπαθούν συχνά να στηρίξουν τα λαθεμένα τους συμπεράσματα, αναφορικά με τις γυναίκες, με μια εξίσου λαθεμένη θεωρία για την παντοτινή υπεροχή τού αντρικού φύλου. Υποβιβάζοντας την επιστήμη τής βιολογίας σέ επιστημονική φαντασία, προβάλλουν την εικόνα τής σύγχρονης πατριαρχικής οικογένειας, πίσω στο ζωικό κόσμο. Γι’ αυτούς ή ζωική οικογένεια, όπως κι ή ανθρώπινη οικογένεια, έχει σαν αρχηγό ένα αρσενικό, το όποιο φροντίζει και προστατεύει το θηλυκό και τα μικρά του, πού εξαρτώνται απ’ αυτό κι αυτό ακριβώς είναι πού το κάνει ανώτερο. Αυτό το ζώο – ήρωας, ονομάζεται συνήθως «κυρίαρχο αρσενικό». Όπως περιγράφεται από αυτούς τούς συγγραφείς έργων επιστημονικής φαντασίας, το ζώο αυτό είναι το αντίστοιχο τού συζύγου και πατέρα τής πατριαρχικής οικογένειας. Αυτοί πού διαθέτουν ακόμα μεγαλύτερη φαντασία, περιγράφουν αυτό το αρσενικό ζώο ακόμα και σαν ένα είδος πριγκηπικού δυνάστη, ο όποιος περιβάλλεται από ένα χαρέμι συζύγων, παλλακίδων και θηλυκών σκλάβων, ελέγχοντας τη ζωή και την μοίρα τους. Ποια είναι ή αλήθεια πού κρύβεται πίσω απ’ αυτή τη φαντασίωση;
Το Κυρίαρχο αρσενικό: μύθος και πραγματικότητα.
Το φαινόμενο πού ονομάζουμε «κυρίαρχο αρσενικό» υπάρχει πραγματικά στη φύση, αφού τα αρσενικά ζώα, όπως αναφέρθηκε προηγούμενα, είναι πολύ ανταγωνιστικά και πολεμούν μεταξύ τους. Στη σεξουαλική σφαίρα, το καθένα αγωνίζεται να πάρει την πρωτοκαθεδρία, εξουδετερώνοντας τούς αντιπάλους. Το ζώο πού νικάει κυριαρχεί πάνω στ’ άλλα αρσενικά, τουλάχιστον για ένα διάστημα ή ως ότου πάρει τη θέση του κάποιο δυνατότερο. Αλλά το βασικό σημείο, αναφορικά μ’ αυτόν τον αγώνα για κυριαρχία, συνήθως αγνοείται ή διαστρεβλώνεται. Είναι μια πάλη ανάμεσα στ’ αρσενικά, όπου το καθένα πολεμάει τ’ άλλα. Ακόμα κι όταν το κυρίαρχο ζώο εξουδετερώσει τους αντιπάλους του, αυτό δε το κάνει κυρίαρχο πάνω στο θηλυκό ή την ομάδα των θηλυκών πού κατάφερε να πλησιάσει.
Στο μέτρο που άφορά τα θηλυκά, τα τελευταία μπορεί να δεχτούν το αρσενικό, πού νίκησε, σαν επιβήτορα, άλλα αυτό είναι όλο. ’Ακόμα κι αυτή η αποδοχή παίρνει ένα τέλος, όταν τα θηλυκά μπαίνουν στον κύκλο της εγκυμοσύνης, στη διάρκεια του όποιου ξεφεύγουν άπ’ την επιρροή των αρσενικών για ν’ ασχοληθούν αποκλειστικά με τη γέννηση και τη φροντίδα των μικρών τους. Όποια κι να είναι ή έκβαση της πάλης ανάμεσα στ’ αρσενικά, τα θηλυκά παραμένουν αυτάρκη και φροντίζουν τα μικρά τους δίχως τη βοήθεια των αρσενικών.
Αντίθετα μ’ όλες τις παιδιάστικες Ιστορίες που αναφέρονται σ’ αυτό το θέμα, οι όποιες έχουν γραφτεί συχνά από άντρες που αυτοαποκαλούνται επιστήμονες, στο ζωικό κόσμο δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο όπως ή πατρική οικογένεια. Ανάμεσα σέ μερικά είδη ψαριών και πουλιών, τ’ αρσενικά μπορεί να συμμετέχουν στη φροντίδα των αυγών. Αυτό όμως δεν καθορίζει το είδος της οικογένειας, αλλά αποτελεί μάλλον μια ειδικευμένη μορφή τεκνοποιίας. Στη μεγάλη πλειονότητα των ειδών και πάνω από όλα στα θηλαστικά, οι μητέρες είναι εκείνες πού εξασκούν όλες τίς λειτουργίες πού σχετίζονται με τη φροντίδα των μικρών. Όπως τονίζει ο Μπρίφωλτ, «κάθε ώριμο ζώο, αρσενικό ή θηλυκό, φροντίζει για τον εαυτό του σ’ ότι άφορά τις οικονομικές του ανάγκες» κι ή μόνη εξαίρεση είναι ή φροντίδα τής μητέρας για τα μικρά της.
Με άλλα λόγια, η αρσενική σεξουαλικότητα στο ζωικό κόσμο δεν επιτελεί πατρικές λειτουργίες. Μόνο στον ανθρώπινο κόσμο ανακαλύπτουμε ένα τέλεια αναπτυγμένο αρσενικό αντίστοιχο τής μητρότητας, πού ονομάζουμε πατρότητα. Αυτό δημιουργήθηκε όταν οι αρσενικοί άρχισαν να χειραφετούνται από τον άμεσο βιολογικό έλεγχο — ή τα ένστικτα — και καλλιέργησαν νέα κι ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Μέσα στην κοινωνική ζωή και διαμέσου αυτής ήταν πού έμαθαν ένα νέο είδος σεξουαλικής συμπεριφοράς και συνακόλουθα αποκτημένων πατρικών λειτουργιών.
Λέγεται μερικές φορές ή, συμπεραίνεται ότι, επειδή τ’ αρσενικά είναι το μαχητικό φύλο, αποτελούν τούς «προστάτες» των ζωικών τους οικογενειών. Κι αυτό επίσης είναι μια φαντασίωση. Ανάμεσα σέ μερικά είδη λέμουρων, υπάρχει μια περιφέρεια από αρσενικούς κύκλους γύρω από ένα κεντρικό πυρήνα από θηλυκά και τα μικρά τους και μ’ ένα έμμεσο τρόπο δημιουργεί μια εξωτερική ομάδα από «σκοπούς» οι όποιοι βγάζουν μια κραυγή σέ περίπτωση κινδύνου. Αλλά τ’ αρσενικά ζώα δεν αγωνίζονται για να προστατέψουν το ταίρι τους και τα μικρά. ’Αγωνίζονται για να υπερασπίσουν τη δική τους ζωή.
Στο ζωικό κόσμο κάθε ζώο υπερασπίζεται τον εαυτό του, είτε με την πάλη, είτε με τη φυγή. Η μοναδική εξαίρεση αυτού τού κανόνα είναι το θηλυκό ζώο, το όποιο θα παλέψει για να υπερασπίσει τα μικρά του. Επομένως ή λεγάμενη ζωική οικογένεια δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια θηλυκή οικογένεια την οποία φροντίζει και προστατεύει ή μητέρα. Δεν παρουσιάζει την παραμικρή ομοιότητα με την πατριαρχική οικογένεια τής κοινωνίας μας, όπου ό πατέρας φροντίζει και εξουσιάζει τη γυναίκα και τα παιδιά του.
Ένα άλλο γνωστό επιχείρημα, πού υποτίθεται ότι αποδείχνει τη φυσική υπεροχή και κυριαρχία του αρσενικού φύλου πάνω στο θηλυκό, βασίζεται στο γεγονός ότι σέ μερικά είδη (αν κι όχι σέ όλα) τα αρσενικά είναι πιο σωματώδη από τα θηλυκά ή έχουν πιο ανεπτυγμένη μυϊκή δύναμη. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι τα μαχητικά χαρακτηριστικά των αρσενικών έχουν συντελέσει στην ανάπτυξη αυτής τής δύναμης. Όπως είπε δρ. Χένρυ Β Νίσσεν των TERKES LABORATORIES, αναφορικά με τούς αρσενικούς λέμουρους: «Το πιο μεγαλόσωμο ζώο παίρνει την περισσότερη τροφή, το δυνατότερο αρσενικό παίρνει τα περισσότερα θηλυκά». (SCIENTIFIC AMERICAN, Σεπτέμβρης 1960)
Είναι όμως λάθος να υποθέσουμε πώς αυτή η επιπλέον μυϊκή δύναμη αντιπροσωπεύει μια υπεροχή των αρσενικών πάνω αυτά θηλυκά. Είναι μόνο μια υπεροχή, των δυνατότερων αρσενικών πάνω στα ασθενέστερα αρσενικά. Μέσα στη φύση, τα θηλυκά είναι εκείνα πού αποφασίζουν αν θέλουν να δεχτούν ανάμεσά τους ή όχι εάν αρσενικό, κι αυτό ισχύει επίσης και για τα δυνατότερα αρσενικά. Όταν γίνεται μια τέτοια αποδοχή, αυτή ισχύει όσο είναι καλή ή συμπεριφορά τού αρσενικού και στο μέτρο πού τα θηλυκά βρίσκουν την παρουσία του επιθυμητή. Αυτό βγαίνει απ’ το γεγονός ότι όταν αποσύρεται ένα θηλυκό, όπως κάνει όταν γεννάει, τ’ αρσενικά το αφήνουν ολότελα μόνο.
Επομένως αποτελεί μια χοντρή παραποίηση τής ζωής και τής συμπεριφοράς των ζώων, το να παρουσιάζουμε το θηλυκό σαν εάν αβοήθητο, εξαρτημένο πλάσμα πού δεν μπορεί να επιζήσει δίχως τη φροντίδα και την προστασία ενός «κυρίαρχου αρσενικού», πού παίζει το ρόλο τού συζύγου και τού πατέρα. Η πατρική οικογένεια αποτελεί αποκλειστικά έναν ανθρώπινο θεσμό, ο οποίος, επιπλέον, εμφανίστηκε πολύ αργά μέσα στην κοινωνική ιστορία, συμπίπτοντας με την ανάπτυξη τής ατομικής Ιδιοκτησίας και των ταξικών διαχωρισμών.
Επομένως ο μύθος τής ζωικής «πατρικής οικογένειας» βαδίζει παράλληλα με τη «μητρική θεωρία» τής γυναικείας κατωτερότητας. Τ’ αληθινά στοιχεία πού αναφέρονται στη βιολογία, διαστρεβλώνονται και παραποιούνται με σκοπό να κρύψουν τις κοινωνικές ρίζες της καταπίεσης των γυναικών.
- Κεφάλαια απο το βιβλίο Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑΣ με κείμενα των Λη Κόμερ, Εβελυν Ρηντ, Έμμα Γκολνμαν – Εκδόσεις ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ