“Οι λευκοί αποβιβάζονται! Κανόνια! Θα μας βαφτίσουν, θα μας ντύσουν και θα μας βάλουν να δουλέψουμε” Αρθούρος Ρεμπώ –
“Με μια τέτοια εξύμνηση της εργασίας ήδη φαντάζει αρκετά απαιτητικό το να πληρώνεται κανείς, καθώς η μισθωτή εξάρτηση προϋποθέτει μια έχθρα προς την εργασία, την αναγνώριση ότι μόνο υπό τη θηλιά της φυσικής εξαχρείωσης θα αντάλλαζε κανείς τη ζωντάνια του. Όταν όμως το μόνο που μετράει για κάποιον είναι απλά να δουλεύει, τότε συμπυκνώνεται όλη η ματαιότητα της σύγχρονης ιδιώτευσης, διότι μόνο εφόσον πειστεί κανείς βαθιά μέσα του για την αδυναμία του να αλλάξει τις συνθήκες του κόσμου όπου ζει ή να λειτουργήσει μέσω της προσωπικής του πορείας ως ενάρετη ύπαρξη γίνεται ορατή και ικανή η υιοθέτηση στρατηγικών ψυχολογικής επιβίωσης με σκοπό να βελτιστοποιήσει τη δική του προσαρμογή μέσα στον ζόφο που τον περιβάλλει. Εξ ου και η μετατροπή της εργασίας σε «hobby», «job», ένα είδος ψευτο-απασχόλησης παραπλήσιο του jogging, της yoga, του stretching: να δημιουργούμε την εντύπωση της κινητικότητας, της αισθαντικής λειτουργικότητας, της ευελιξίας και της ελαστικότητας. Μια ελάχιστη οριακή αυτοέκφραση, κάτι απλώς για να περνάμε τον χρόνο μας και να ξεχνιόμαστε ή να αποφεύγουμε τους φόβους μας και τον εφιάλτη της ανεργίας”.
Αυτή η εξέχουσα θέση που καταλαμβάνει η εργασία σήμερα στο κοινωνικό φαντασιακό, η συνταύτισή της με τη ζωή στην ύψιστη κατάσταση, προλογίζει και το πέρασμα απ’ την κοινωνία πλήρους απασχόλησης στην κοινωνία διαρκούς απασχόλησης. Το όραμα της πλήρους απασχόλησης πάει στον παράδεισο μαζί με την εργατική τάξη, το μεταπολεμικό θαύμα του «welfare» ήταν ένα ευχάριστο τριακονταετές διάλειμμα. Έχουμε γυρίσει σελίδα απ’ τη φαινομενικότητα της κοινωνικής ειρήνευσης μέσω της οικονομικής ανάπτυξης για όλους. Στην εποχή που σημαδεύεται από την αποχαλίνωση του εκσυγχρονισμού και την καλπάζουσα εξατομίκευση της ύπαρξης, η μόνη συντεταγμένη που φαντάζει σαν προορισμός της κοινωνίας είναι η αέναη απασχόληση όσων αντέξουν, όσων μέσα σ’ αυτό τον συνολίζοντα πλέον ανταγωνισμό είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τα πάντα προκειμένου να τα βγάλουν πέρα. Η μόνιμη εγκατάσταση σ’ έναν τόπο, οι οικογενειακοί δεσμοί, οι φιλίες μεταξύ των ανθρώπων, η ερωτική προσήλωση σε μια σχέση, η μέθεξη στα δημόσια πράγματα και όλες οι παραδοσιακές δομές που θα μπορούσαν να εγγυηθούν μακροπρόθεσμα πλάνα και όνειρα μιας ολόκληρης ζωής ή να διαμορφώσουν την προσωπικότητα και τον εσώτερο χαρακτήρα ενός ανθρώπου αποδυναμώνονται και καταρρέουν από τις επείγουσες επιταγές των ιδιωτικοποιήσεων, την απορρύθμιση της αγοράς και τη λογική των άμεσων και βραχυπρόθεσμων αποτελεσμάτων. Από τη στιγμή που ο εκσυγχρονισμός του καπιταλισμού σαρώνει όποια μορφή κοινωνικότητας μοιάζει παρωχημένη και «αρχαϊκή», τότε το μόνο που μοιάζει ικανό να γραπωθούν οι άνθρωποι είναι η απασχόληση: στο γραφείο, στην επικοινωνία, στα χόμπι, στην ενημέρωση, στη μάθηση, στις αυτοφωτογραφήσεις, στον ακτιβισμό, στη διασκέδαση, στον εθελοντισμό, στις οθόνες των υπολογιστών, στην κυριακάτικη βόλτα στα IKEA. Στον βαθμό που δεν υπάρχει κάτι ανώτερο απ’ τη ζωή, ένα όραμα που ν’ αξίζει να πεθάνει κανείς γι’ αυτό, το μόνο που απομένει είναι η ταυτολογική διάθεση της ζωής στον εαυτό της, η «ζωή για τη ζωή» σαν αυτοκαταλυτική διαδικασία, ο συνεχής μεταβολισμός της προκειμένου να επιτείνεται το μαρτύριο της επιβίωσης με την ελπίδα ότι αυτό το δαρβινικό κυνήγι της ευτυχίας έχει και ευτυχή κατάληξη, ότι μέσα σ’ αυτό το ομιχλώδες παρόν υπάρχει ένας τελικός προορισμός.
Στον διπλό έλικα της διαρκούς απασχόλησης, όσοι εμμένουν αποκλειστικά στον δραματικό περιορισμό της κοινωνικής πρόνοιας, την περιστολή των εργασιακών δικαιωμάτων και τη νεοφιλελεύθερη στροφή της οικονομίας λένε μονάχα τη μισή αλήθεια. Η άλλη μισή αλήθεια κρύβεται πίσω απ’ την πρωτόγνωρη απελευθέρωση των λιβιδινικών δυνάμεων στην υπηρεσία της οικονομικής μεγαμηχανής, όπως αυτή εκφράστηκε σταδιακά μέσω της ανόδου της μετανεωτερικότητας και της έκρηξης μιας ναρκισσιστικής κουλτούρας η οποία έκτοτε δεν έχει σταματήσει να διογκώνεται και να προσανατολίζει το σύνολο των δομίζουσων σημασιών μέσα στις δυτικές κοινωνίες. Ο καπιταλισμός φτάνει σε επίπεδα κινητοποίησης όλων των συγκινήσεων και σπατάλης όλης της λιβιδινικής ενέργειας για τους σκοπούς της οργάνωσης της παραγωγής. Οι επιθυμίες, τα αισθήματα, οι πόθοι, η φαντασία, οι επικοινωνιακές ικανότητες, η σεξουαλικότητα, η γλώσσα, η αισθητική κρίση μετακινούνται στο επίκεντρο των εργασιακών σχέσεων, γίνονται προνομιακοί παράγοντες της παραγωγικής διαδικασίας, μεταμφιέζονται σε «ανθρώπινο κεφάλαιο». Εξαιτίας αυτής της εξέλιξης, ο χώρος εργασίας πλέον δεν μεθερμηνεύεται ως το αποστακτήριο της εκπόρνευσης της ανθρωπινότητας και της αλλοτρίωσης απ’ τον πραγματικό μας εαυτό μα το ακριβώς αντίθετο, ήτοι ως καταφύγιο δημιουργικότητας και αυτοπραγμάτωσης. Υπό αυτό το πρίσμα, η εργασία βιώνεται ως μια τροπικότητα εντός της οποίας είμαστε ο εαυτός μας στον μέγιστο δυνατό βαθμό1. Ε, λοιπόν, χωρίς αυτή την «οικειοποίηση» της εργασίας που κατέληξε στην αποθέωσή της, εφόσον πλέον θεωρείται το πιο ουσιώδες και «προσωποποιημένο» κομμάτι της ζωής μας, με τον μόχθο να έχει απωλέσει σταδιακά στις συνειδήσεις των ανθρώπων το στοιχείο του ξενιστή, θα ήταν αδύνατη η οικοδόμηση μιας κοινωνίας που βασίζεται στην απασχόληση, που μεταφράζει και διαμορφώνει όλες τις κοινωνικές σχέσεις και δραστηριότητες του ατόμου προς αυτή την κατεύθυνση.
Ας ρίξουμε μια ματιά στις επιπτώσεις: τα όρια μεταξύ εργασίας και ζωής, μεταξύ χρόνου απασχόλησης και ελεύθερου χρόνου γίνονται εύθραυστα· η δουλειά ξεκινάει το πρωί, αλλά κανείς δεν ξέρει πότε τελειώνει μέσα στη μέρα, κανείς δεν ξέρει καν πότε τελειώνει ημερολογιακά, ποια ενδεχομένως τα ηλικιακά όρια μεταξύ παραγωγικού και μη παραγωγικού βίου, αν η ξεκούραση επιτρέπεται χωρίς να γεμίζει το άτομο με τύψεις την ίδια στιγμή που η καθιερωμένη μεσημεριανή σιέστα δείχνει να ανήκει οριστικά στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας. Τίποτα δεν δείχνει ικανό να σταματήσει αυτή την κούρσα, το μόνο που μετράει είναι το απογυμνωμένο ερώτημα «με τι ασχολείσαι». Οι εργαζόμενοι γίνονται πρώτη ύλη για τη συσσώρευση του κεφαλαίου όλη την ώρα: εκμετάλλευση non-stop, «σε ζωντανή σύνδεση», just in time, «σε κατάσταση αναμονής», διαρκώς on call και χωρίς καθυστερήσεις. Οι στόχοι τίθενται όλο και πιο ψηλά με αποτέλεσμα να απαιτείται η ενίσχυση της ευελιξίας και της προσαρμοστικότητας σε διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες. Έχει αρχίσει να καλλιεργείται μια φαντασίωση ότι υπάρχουν συνεχώς αναξιοποίητες δυνατότητες που είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμες να χρησιμοποιηθούν για την αύξηση των κερδών. Δεν είναι τυχαίο που σήμερα στην αγορά εργασίας αυτό που κυκλοφορεί δεν είναι τόσο το «επάγγελμα» αλλά το «ταλέντο», η δυνητικότητα να μπορούμε να κάνουμε οτιδήποτε μας ζητηθεί και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες2. Οι εργαζόμενοι σήμερα οφείλουν να προσαρμόζονται σ’ αυτή την ανταγωνιστική λογική του υπερδραστήριου, του πρωταθλητή, του τροπαιούχου που είναι έτοιμος να σπάσει όλα τα ρεκόρ, να δουλεύει χωρίς όρια.
Το gadget υπηρετεί ακριβώς αυτή τη φαντασίωση: από τη στιγμή που δεν συνδέεται με την αντικειμενικότητα ενός συγκεκριμένου πράγματος, αυτό σημαίνει ότι δεν προσφέρει μια αντικειμενική λειτουργία μέσω της παραγωγής και της χρήσης του αλλά την υπόσχεση της ατελεύτητης διεύρυνσης των ικανοτήτων μας μέχρι την τελική «παντοδυναμία». Αυτή λοιπόν η τεχνολογική παρωδία που χαρακτηρίζεται από «λειτουργική αχρηστία»3 είναι ένα αξεσουάρ με wireless αλυσίδες, όπου όσο πιο εγκλωβισμένος και αιχμαλωτισμένος είναι κανείς στην ασχολία του τόσο πιο «απελευθερωμένος» αισθάνεται. Φορητοί υπολογιστές, smartphones, φωτογραφικές μηχανές, κάμερες, tablets, οθόνες: η σχετική και αντεστραμμένη κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, η αποκεντρωμένη διανομή τους υπό τη μορφή του καταναλωτικού gadget επιτρέπει στο animal laborans να είναι μονίμως διαθέσιμο στις σχέσεις παραγωγής του πληροφοριακού, ενημερωτικού, πορνογραφικού, επικοινωνιακού, καλλιτεχνικού, θεαματικού συμπλέγματος της νέας οικονομίας. Οι συσκευές προσωπικής χρήσης από εργαλεία εργασίας γίνονται αντιληπτές ως κομμάτι ολόκληρης της ζωής. Και φυσικά όλα αυτά συμβαίνουν χωρίς να απαιτείται κάποιου είδους πρόσληψη, η λαιμαργία για διαρκή απασχόληση είναι από μόνη της ικανή συνθήκη για τη γένεση ενός παγκόσμιου υποπρολεταριάτου που προσφέρει full-time και εθελοντικά τις υπηρεσίες του σ’ αυτή την οικονομική φούσκα. Ιδού το θαύμα της καπιταλιστικής τεχνικής: η απολύτρωση της εργασίας απ’ τη «μισθωτή σκλαβιά» πραγματώνεται σιγά σιγά μπρος στα μάτια μας, αν και μάλλον δείχνουμε να απέχουμε κατά πολύ από τα επιθυμητά αποτελέσματα. Οι προφητείες του Μαρξ δικαιώνονται αλλά με εντελώς διεστραμμένο τρόπο, καθώς ενώ στο οριστικό διάζυγιο της απασχόλησης απ’ το επάγγελμα και τον μόχθο, όπου θα είναι «δυνατό για μένα να κάνω ένα πράγμα σήμερα κι άλλο αύριο, να κυνηγώ το πρωί, να ψαρεύω το απόγευμα, να φροντίζω τα ζώα το βράδυ, να κάνω κριτική μετά το δείπνο, όπως ακριβώς μου αρέσει χωρίς ποτέ να γίνομαι κυνηγός, ψαράς, βοσκός ή κριτικός»4, o φιλόσοφος διέγνωσε τον ερχομό της κομμουνιστικής κοινωνίας, εμείς έχουμε να αντιμετωπίσουμε την επικράτηση μιας κοινωνίας μαζικού εθελοντισμού και ατελείωτων χόμπι5.
Τα πράγματα, βέβαια, δεν σταματούν εδώ. Η κοινωνία της διαρκούς απασχόλησης είναι μια κοινωνία ανισορροπίας και ακραίων αντιφάσεων. Η εξατομίκευση του κοινωνικού χρόνου και η αποσύνδεσή του από τον αναγκαίο κατά κεφαλήν χρόνο εργασίας προκειμένου να υπάρχει δουλειά για όλους επηρεάζει τόσο τη διάρθρωση της κοινωνίας όσο και τη σύνθεση του ψυχισμού του ατόμου. Ως εκ τούτου, δεν είναι τυχαίο ότι διαρκής απασχόληση, κινητικότητα, ενεργητικότητα, ευελιξία και ηδονισμός συμπίπτουν με μια κατάσταση μαζικής ανεργίας, στασιμότητας, burn out, συλλογικής κατάρρευσης, αποεπένδυσης, απάθειας και αισθητηριακής αναιμίας6. Η ξέφρενη επιτάχυνση της ζωής μάς κατευθύνει παράλληλα σε μια κοινωνία πολικής αδράνειας και ενεργειακής ενδόρρηξης. Υπό τις επιταγές της διαρκούς απασχόλησης διαπιστώνουμε και την ταυτόχρονη απουσία οποιασδήποτε προοπτικής για εξασφαλισμένη εργασία με αποτέλεσμα η απόλυτη «ανεξαρτησία» του Εγώ να διαμορφώνεται μέσα από την προσωρινότητα, την παροδικότητα και την επισφάλεια. Απασχολούμενος σημαίνει «πανταχού παρών», ανά πάσα στιγμή διαθέσιμος, free lancer, επιχειρηματίας του εαυτού. Αυτός ο εργασιακός habitus είναι και η αιτία που όλο και μεγαλύτερο μέρος των εργαζομένων, καθώς η υποαπασχόληση διογκώνεται και περιθωριοποιείται την ίδια στιγμή, εξαφανίζονται απ’ τον χάρτη του «ενεργού δυναμικού», τοποθετούνται πολύ πιο κοντά στο φάσμα της ανεργίας παρά της εργασίας και παράλληλα βαφτίζονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα στην κολυμβήθρα της αχρηστίας προκειμένου να επανακαταρτιστούν από στρατηγικές δια βίου μάθησης και να αναζωογονήσουν τις δυνατότητες της αγοράς εργασίας7.
Στις μέρες μας, οποιαδήποτε διακοπή ή οποιοδήποτε μπλοκάρισμα στην απασχόληση του ατόμου ευθύς αμέσως γίνονται αντιληπτά όχι με την εκδήλωση νευρωτικών συμπεριφορών αλλά με μια αίσθηση απώλειας του εαυτού. Όσο πιο πολύ εξελίσσεται αυτή η νέα πραγματικότητα και λαμβάνει χαρακτηριστικά κυρίαρχης κοινωνικής θέσμισης, τόσο εντείνονται οι ανασφάλειες, η ανεπάρκεια, η αυτοϋποτίμηση, τα άγχη και ένας σωρός ματαιώσεων που εκδηλώνονται μέσω ψυχοσωματικών συμπτωμάτων, πολλαπλασιάζοντας παράλληλα τις ασθένειες ψυχικής υγείας από τις αϋπνίες, τη διάσπαση προσοχής και τη γενίκευση μορφών δυσλεξίας σε όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού μέχρι την εξουθένωση της αυτοπεποίθησης, τις κρίσεις πανικού και τις καταθλίψεις. Αυτή η πρωτοφανής κοινωνική έκπτωση δεν αφήνει ανεπηρέαστες και τις όψεις της δημόσιας ζωής. Η απορρόφηση του καθενός στις ασχολίες του, το κάλεσμα να την βρούμε με τον εαυτό μας, μεγαλώνει τις αποστάσεις της συνύπαρξης και του κοινοτικού ανήκειν. Στον κατοικήσιμο κόσμο πλέον περιφέρονται στρατιές αγχωμένων και μοναχικών υπάρξεων που, γι’ αυτό τον λόγο, μετά βίας ανταλλάζουν ένα βλέμμα μεταξύ τους, συνομιλούν, φλερτάρουν, απολαμβάνουν ο ένας τον άλλον μέσα στην αυθεντικότητά του και ακόμη περισσότερο συμπράττουν για έναν κοινό σκοπό. Είναι εμφανής, υπ’ αυτή την έννοια, η διαλεκτική συσχέτιση της εξουδετέρωσης του κοινωνικού χρόνου με την αδυναμία μας να δημιουργήσουμε και να μοιραστούμε έναν κοινό κόσμο με τους άλλους. Εφόσον η απασχόληση αγκαλιάζει ολόκληρο το εικοσιτετράωρο της ημερήσιας διάταξης, η αποξένωση απ’ τον κόσμο λαμβάνει ολοποιητικές διαστάσεις, εμποτίζει κάθε στιγμή της καθημερινής ζωής. Η αντικατάσταση της ιδέας της ανθρωπότητας ως κοινής υπόθεσης αφήνει στον σύγχρονο άνθρωπο ένα και μοναδικό αδιέξοδο μονοπάτι: την εμπορευματοποίηση όλης της ενέργειάς του προκειμένου να καταναλώνεται μέχρι τελικής πτώσεως. Όλα συνομωτούν στο να πρέπει να είναι μονίμως απασχολημένος με κάτι. Ίσως τελικά να είναι και ο μόνος τρόπος προκειμένου να ξεχνιέται και να ξεχνά την κοινωνική απουσία της ζωής υπό τον φόντο του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».
Για το ενδεχόμενο ξεπεράσματος των αντιφάσεων της εργασίας
“Ας είμαστε τεμπέληδες σε όλα, εκτός από τον έρωτα, το πιοτό και την τεμπελιά” Λέσινγκ
Οι φαντασιακές σημασίες που ενδύουν τη σύγχρονη εργασία μπορούν να περιληφθούν σε δυο κυρίαρχες τάσεις: αφενός, την επιθυμία να απαλλαγούμε απ’ αυτήν, να γίνουμε «κύριοι και κάτοχοι της φύσης» (Καρτέσιος)· αφετέρου, την ανάγκη να μετατρέψουμε τα πάντα σε εργασία που παράγει εμπορεύματα. Αντί για τον αέναο προσηλυτισμό των ανθρώπων σε έναν τεχνολογικό μεσσιανισμό απελευθέρωσης από την εργασία την ίδια στιγμή που διακαώς αναζητούμε τη διεύρυνσή της και αντιμετωπίζουμε κάθε πτυχή της ζωής ως «εργασία», το ενδεχόμενο ξεπέρασμα αυτής της αντίφασης προϋποθέτει μια πραγματική χειραφέτηση του ανθρώπου απ’ τον ζυγό της εργασίας. Και μιλώντας για πραγματική χειραφέτηση εδώ εννοείται όχι η ολική κατάργηση της εργασίας, που ίσως να συνιστά και το μόνο «ουτοπικό» στοιχείο του μαρξισμού, αλλά η τοποθέτησή της στη σφαίρα των αναγκαίων μεν ανθρώπινων δραστηριοτήτων που, όμως, θα διανέμεται με δίκαιο και ηθικό τρόπο, «στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του, από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του».
Οι δυνατότητες των παραγωγικών δυνάμεων της εποχής μας και η εκτίναξη της παραγωγικότητας κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχουν φτάσει ήδη σε εκείνα τα επίπεδα, ώστε να υπάρξει μια δραστική και γενναία μείωση του χρόνου εργασίας, ένα γενικευμένο «φρενάρισμα» και μια επιβράδυνση των εργασιακών ρυθμών. Ομολογουμένως, αποτελεί σκάνδαλο που η υπέρβαση της σπάνης των αγαθών αντί να μειώνει την κοινωνικά αναγκαία εργασία, την αυξάνει συνεχώς δημιουργώντας εκρηκτικές συνθήκες για την κοινωνική ζωή, με την υπερεργασία και την ανεργία να συνθέτουν τους δυο πόλους των παραγωγικών σχέσεων. Και είναι ακριβώς αυτό το σημείο που θα πρέπει να έχει κατά νου η γενικευμένη επίθεση στη λατρεία της εργασίας: την αναδιοργάνωση των εργασιακών σχέσεων και την αναδιανομή της ιδιοκτησίας προς τους πολλούς. Φυσικά, ένα τέτοιο σύνολο κινήσεων απαιτεί την εμφάνιση και ενδυνάμωση της πολιτικής δράσης στο προσκήνιο, ώστε να μην επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος με τον εγκλωβισμό της κοινωνικής σύγκρουσης σε οικονομικές διεκδικήσεις και την επικυριαρχία του οικονομικού επί του πολιτικού ζητήματος. Σε τελική ανάλυση, αν υπάρχουν περιθώρια να εμπνευστούμε, αυτά είναι γραμμένα πάνω στο άγαλμα των Μαρξ και Ένγκελς στο Βερολίνο λίγο μετά την πτώση του Τείχους: beim nächsten mal wird alles besser, «την επόμενη φορά όλα θα πάνε καλύτερα».
1 Αυτές οι παρατηρήσεις προέρχονται κυρίως από το έργο του γνωστού ιταλομαρξιστή Franco “Bifo” Berardi, The Soul at Work: From Alienation to Autonomy [Η ψυχή στην εργασία: από την αλλοτρίωση στην αυτονομία], μτφ. αγγλικά Francesca Cadel και Giuseppina Mecchia, Λος Άντζελες, Semiotext(e), 2009.
5Χάννα Άρεντ, Η ανθρώπινη κατάσταση (Vita activa), ό.π., σ. 164.