(…και μερικά δημοκρατικά αδιέξοδα) – Τάκης Καμπύλης –
Πάντως, στην Ελλάδα, στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο αναρχικός Δημήτρης Ματσάλλης δολοφόνησε μέρα μεσημέρι στην Πάτρα έναν σημαντικό τοκογλύφο δεν είχε σκεπασμένο το πρόσωπό του – πιθανόν διότι θεωρούσε αναπόφευκτη τη σύλληψή του.
Σύμφωνα με την ίσως μοναδική δημοσιευμένη μαρτυρία, στην Ελλάδα μετά την Κατοχή, η κατά κάποιον τρόπο μαζική χρήση μαντιλιού για κάλυψη του προσώπου τοποθετείται το 1946 από τον Ε.Λ.Α.Ν. Στυλίδας.
Σύμφωνα με την ίδια μαρτυρία, η πρώτη μαζική χρήση της έγινε στα Ιουλιανά το 1965. Ηταν τότε που χρησιμοποιήθηκε γι’ αυτούς, από την Αριστερά ο χαρακτηρισμός «προβοκάτορες». Ο Στέργιος Κατσαρός (έγραψε και δημοσίευσε τη μαρτυρία που λέγαμε) θυμάται: «Με είχαν εντυπωσιάσει οι άντρες του Ε.Λ.Α.Ν. με τα μαντίλια στο πρόσωπό τους. Μετά τη Βάρκιζα, επειδή ιδίως στην επαρχία ομάδες δήθεν “πατριωτών” είχαν εξαπολύσει τρομοκρατία σε βάρος αγωνιστών της Αριστεράς και των οικογενειών τους, ως αντίβαρο οργανώθηκαν οι “Ομάδες Αυτοάμυνας” που έκαναν επιλεκτικές εκτελέσεις γνωστών τραμπούκων και δωσίλογων. Αλλά η πρώτη μαζική χρήση του μαντιλιού έγινε από αρκετούς από εμάς που στα Ιουλιανά ήμασταν περιφρούρηση της ΕΔΑ (εγώ αργότερα έγινα δόκιμο μέλος του ΚΚΕ). Πετάξαμε τα περιβραχιόνια, φορέσαμε τα μαντίλια και ακολουθήσαμε το αυθόρμητο πλήθος. Και τα φορέσαμε όχι μόνο για να μη μας αναγνωρίσουν οι αστυνομικοί και οι παρακρατικοί αλλά και για να μη μας αναγνωρίσουν οι δικοί μας οι κομματικοί. Αλλωστε, λίγο μετά, το ΚΚΕ χρησιμοποίησε για μας τον όρο “προβοκάτορες”, αν και γνώριζαν στο Κόμμα τι είχε γίνει. Κι όμως τότε πήγαν να μας συνδέσουν με τους κουκουλοφόρους – συνεργάτες των Γερμανών».
Την ίδια περίοδο στην Ευρώπη, λίγο πριν από τον Μάη, η μόνη κίνηση που παρέπεμπε σε κάτι παραπλήσιο ήταν οι «Blousons Noirs», μια αναρχική κίνηση με μαύρες μπλούζες, αλλά κι αυτοί στα επεισόδια δεν κάλυπταν τα πρόσωπά τους. Ωστόσο, και στο γερμανικό και στο ιταλικό αντάρτικο πόλεων οι κουκούλες χρησιμοποιήθηκαν αρκετά ευρέως – λαμβάνοντας υπόψη τη μαζικότητα ιδίως του ιταλικού αντάρτικου πόλεων.
Τα μαντίλια στην Ελλάδα επανεμφανίζονται το 1973 στο Πολυτεχνείο σε μεγάλο κομμάτι των εξεγερμένων, οι οποίοι επίσης δεν είχαν σχέση με τον αναρχικό χώρο. (Αλλωστε, οι αναρχικές κινήσεις συγκροτήθηκαν με κάποια μαζικότητα αρκετά αργότερα.)
Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ιστορία της «αντίστασης από το μη-πρόσωπο» είναι πως αυτή προβλέφθηκε στο νομικό μας σύστημα πολύ νωρίς. Οπως εξηγεί ο Γιάννης Μανωλεδάκης (ομότιμος καθηγητής Νομικής στο ΑΠΘ) «με προσθήκη στο άρθρο 167 του Ποινικού Κώδικα περί “αντίστασης κατά της Αρχής” προβλέφθηκε πως αν ο παρανομών είχε καλύψει ή αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του θα τιμωρείται με ποινή τουλάχιστον δύο χρόνων, ενώ η προβλεπόμενη ποινή για τον αντίστοιχο αλλά χωρίς κάλυψη ή αλλοίωση προσώπου ήταν τουλάχιστον ένα χρόνο. Η μισή».
Γιατί άραγε, όταν μάλιστα οι λεγόμενοι «κουκουλοφόροι» εμφανίστηκαν αρκετά χρόνια αργότερα;
Η εξήγηση που δίνει ο Γ. Μανωλεδάκης είναι πως αυτό συνέβη «στο πλαίσιο της μεταφοράς στον ελληνικό ποινικό κώδικα της αντίστοιχης διάταξης του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα όπου ήδη κρινόταν πως ο “κουκουλοφόρος” είναι πιο επικίνδυνος, πιο επιρρεπής σε ακραίες συμπεριφορές ως μη αναγνωρίσιμος».
Ωστόσο, η «κουκούλα» είχε -όπως είδαμε- ήδη καταγραφεί, μάλλον ενοχικά, στο συλλογικό ασυνείδητο της Αριστεράς. Και όχι χωρίς αιτία, αν αναλογιστούμε πως η Ελλάδα ήταν η τελευταία χώρα της Ευρώπης που αναγνώρισε τη νομιμότητά της.
Τη δεκαετία του ’80, τον ρόλο της «κουκούλας» αναλαμβάνουν τα κράνη των μοτοσικλετιστών και (κυρίως) οι παλαιστινιακές μαντίλες που, εκτός από τη συμβολοποίηση του αντιαμερικανισμού (αλλά όχι κατ’ ανάγκην και του φιλοσοβιετισμού), προσφέρουν -και λόγω μεγέθους- πρακτικές λύσεις.
Η νέα «κουκούλα» τείνει στην υπαγόρευση ενός «νεο-αριστερού» lifestyle. Αυτό του κινητοποιημένου, αλλά κομματικά μη ελεγχόμενου νέου. Αναπόφευκτα λοιπόν, στην εποχή της απόλυτης κομματοκρατίας, η «κουκούλα» εξοβελίζεται διπλά εκ νέου – και από το επίσημο Κράτος και από την επίσημη Αριστερά. (Θα βοηθήσουν συνειρμικά και οι μνήμες από την Κατοχή και τους κουκουλοφόρους, αλλά και από τις εκτελέσεις.)
Οι «γνωστοί άγνωστοι» κουκουλοφόροι ενισχύουν τη μυθολογία της επίσημης Αριστεράς, περίπου τη βολεύουν, αφού πίσω από τη μάσκα ενίοτε διακρίνεται ο σύμμαχος και ενίοτε ο ταξικός εχθρός.
Αλλά στην ιστορία των κοινωνικών συγκρούσεων η κουκούλα ακολούθησε, σύμφωνα με κοινωνικούς ανθρωπολόγους, την πανάρχαια λειτουργία της μάσκας. Σύμφωνα με τον Δημήτρη Νταβέα (ανθρωπολόγο) η μάσκα των πρώτων ανθρώπινων κοινοτήτων, το αρχαιοελληνικό «προσωπείο» και οι νεότερες κουκούλες, αν και έχουν λόγω συγκυριών διαφορετικές χρήσεις, έχουν εντούτοις και κοινά στοιχεία: Συμβολίζουν (και) την απειλή ή τον φόβο σ’ αυτό (από αυτό) που υπάρχει απέναντι.
Η συνέχεια της κουκούλας είναι εξίσου ενδιαφέρουσα ελέω «χιπ χοπ».
Αρχικά στην Αγγλία αλλά κυρίως στα παρισινά προάστια, οι κοινωνικά «ελεύθεροι πολιορκημένοι» δεύτερης και τρίτης γενιάς μετανάστες υιοθέτησαν την κουκούλα των ράπερς και κυρίως των «χιπ χοπάδων» ως σύμβολο του αποκλεισμού. (Την υιοθέτησαν και για πρακτικούς λόγους αφού η κουκούλα και το μαντίλι παρέχουν άμεση πρόσβαση – διαφυγή στον κόσμο του μη-αναγνωρίσιμου.)
Ηταν μια νεανική «μόδα» που αναπτύχθηκε στα μητροπολιτικά (αστικά) αδιέξοδα και τελικά επικράτησε του λατινοαμερικάνικου στυλ της full face κουκούλας των κομαντάντε «Θέρο» της Νικαράγουας και κομαντάντε Μάρκος των Τσιαπατίστας. Τα κοινωνικά αδιέξοδα αποδείχθηκαν μεγαλύτερα από τα διεθνιστικά.
Φαίνεται πως -ιστορικά- κάθε φορά η κουκούλα ξεπρόβαλε σε περιόδους μεγάλων κρίσεων και πολιτικών αδιεξόδων. Και, επίσης, πως η λειτουργία της υπονόμευσε αλλά και αυτο-υπονομεύθηκε. Υπονόμευσε τους επίσημους ή θεσμικά προβλεπόμενους τρόπους διαμαρτυρίας, και αυτο-υπονομεύθηκε από τον ξεπερασμένο ρόλο της μάσκας στις σύγχρονες κοινωνίες (αφού ακόμη και ο Ζορρό όφειλε να είναι φιλάνθρωπος μεγαλογαιοκτήμονας).
Θα λειτουργήσει (και σωστά) αρνητικά όταν η καταφυγή στο μη-πρόσωπο κρίνεται στο πλαίσιο του σημερινού νομικού πολιτισμού μας, της αναγκαίας ανάληψης της ατομικής ευθύνης απέναντι στο πρόσωπο του τρίτου (π.χ.) καταστηματάρχη, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιη η ίδια λειτουργία στο πλαίσιο των πασιφανών πολιτικών αδιεξόδων. Και σε τέτοιες περιπτώσεις η λύση -πέραν της αποζημίωσης- δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική.