«Τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις» είχε γράψει κάποτε ο Ουμπέρτο Εκο. Η φράση του έγινε παροιμιώδης επειδή ταλαιπωρήθηκε από κάθε άσχετο, που την απομόνωνε απ’ αυτά που ήθελε να πει ο συγγραφέας της και στεκόταν μόνο στο τυπικό της περιεχόμενο.
Πέρυσι τον Αύγουστο στη χώρα μας παράγονταν ειδήσεις με τη σέσουλα. Και τι ειδήσεις: πρώτα η υπογραφή του τρίτου Μνημόνιου και του πρώτου εφαρμοστικού του νόμου, μετά η προκήρυξη εκλογών και η μίνι διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ.
Φέτος, όμως, με κλεισμένη την πρώτη αξιολόγηση του τρίτου Μνημόνιου και ενόψει της δεύτερης, που τοποθετείται το φθινόπωρο, αποφάσισαν να κλείσουν και τη Βουλή για τρεις εβδομάδες ώστε να επιβεβαιώσουν τον Εκο: οι μόνες ειδήσεις θα είναι αυτές που θα παράγονται από τις κορόνες που θα εκτοξεύουν ο Τσίπρας, ο Μητσοτάκης, οι υπουργοί, τα στελέχη, ο θλιβερός θίασος της Κεντροαριστεράς. Οχι πραγματικές ειδήσεις, δηλαδή, όπως εννοούσε ο ιταλός σημειολόγος που μας άφησε χρόνους τον περασμένο χειμώνα.
Οποιος, όμως, προσπαθεί να φτάσει στην ουσία των πραγμάτων, ερευνώντας το βάθος τους και όχι τα επιφαινόμενα, θα συμφωνήσει μαζί μας πως υπάρχει μια είδηση που θα έπρεπε να μας στοιχειώνει: η αστική πολιτική είναι η μόνη που παράγει ειδήσεις, σημαντικές ή ασήμαντες αδιάφορο. Εργατική πολιτική, συγκροτημένη, ικανή να παράξει ειδήσεις, δεν υπάρχει.
Εκτός αν θεωρήσουμε είδηση τις προετοιμασίες για τη διαδήλωση στη ΔΕΘ, η οποία έχει αποκτήσει τη σημασία που έχει για τους καθολικούς το ετήσιο προσκύνημα στην Παναγία της Λούρδης, για τους ορθόδοξους το προσκύνημα στην ομώνυμη της Τήνου και για τους μουσουλμάνους ένα προσκύνημα στη Μέκκα. Αμέσως μετά τα πανηγύρια του δεκαπενταύγουστου θ’ αρχίσουν οι ανακοινώσεις, τα πύρινα προσκλητήρια και οι επαφές με τα γραφεία ταξιδιών για τη ρύθμιση των λεπτομερειών του… προσκυνήματος. Είμαστε σίγουροι ότι προσκλητήριο θα απευθύνει ακόμα και ο… ΣΥΡΙΖΑ, που το συνηθίζει να διαδηλώνει ενάντια… στον εαυτό του.
Τον φετινό Αύγουστο μάλλον δε θα υπάρξουν ειδήσεις, γι’ αυτό είναι μια ευκαιρία στοχασμού και αναστοχασμού. Το «τι να κάνουμε;» της εποχής μας έχει γίνει πιεστικό σε βαθμό ασφυξίας, καθώς αυτό που ονομάζουμε αυθόρμητο κίνημα της εργατικής τάξης έχει αποσυρθεί από το προσκήνιο και έτσι δεν υπάρχουν ευκαιρίες για κάθε λογής ακτιβισμούς που αφήνουν στην άκρη τα ιστορικών διαστάσεων καθήκοντα των επαναστατών.
Τώρα, κάθε επαναστάτης βρίσκεται αντιμέτωπος κυρίως μ’ αυτά τα καθήκοντα, καθώς οι κάθε είδους αγωνιστικές εκκλήσεις αποδεικνύονται ανίσχυρες να δημιουργήσουν αυθόρμητο διεκδικητικό κίνημα.
Στην ουρά του αυθόρμητου κινήματος ή στην κεφαλή του, χωρίς να εξαρτιόμαστε από τα σκαμπανεβάσματά του; Ιδού το «αρχαίο» ερώτημα που προβάλλει επίκαιρο όσο ποτέ και βγάζει κοροϊδευτικά τη γλώσσα του στους μοντέρνους αυθορμητιστές που δε διαφέρουν σε τίποτα από τους παλιούς.
Στην κεφαλή του κινήματος, όχι ως νεροκουβαλητές της πολιτικής καθυστέρησης, αλλά ως φορείς επαναστατικής πολιτικής, που φωτίζει το σήμερα, που υποδεικνύει (όσο κι αν δεν αρέσει σε πολλούς το ρήμα) δρόμους, που οργανώνει, που αναλύει θεωρητικά και αποκρυσταλλώνει προγραμματικά τα βασικά προτάγματα ενός κινήματος οργανωμένου πολιτικά σε ταξική βάση.