Ολοκληρωτισμός δεν είναι μόνο ο τρομοκρατικός πολιτικός ομοιομορφισμός, αλλά και ο μη τρομοκρατικός οικονομικοτεχνικός ομοιομορφισμός, που λειτουργεί με τη χειραγώγηση των αναγκών στο όνομα ενός γενικού ψευτοσυμφέροντος. Κάτω από τέτοιες συνθήκες αποτελεσματική αντίσταση στο σύστημα δεν μπορεί να γίνει. Ο ολοκληρωτισμός δεν είναι μόνο μια ορισμένη μορφή κυβέρνησης ή κόμματος, είναι ακόμα κι ένα ειδικό σύστημα παραγωγής και διανομής, που εναρμονίζεται απόλυτα με τα «πολλά» κόμματα και τις εφημερίδες, με την «διάκριση των εξουσιών».
Η κοινωνία της ολοκληρωτικής κινητοποίησης πού διαμορφώνεται στους προχωρημένους τομείς του βιομηχανικού πολιτισμού αποτελεί μια παραγωγική σύνδεση μιας κοινωνίας ευημερίας και μιας κοινωνίας πολέμου, Συγκρινόμενη με τις προηγούμενες, είναι στ’ αλήθεια μια «καινούργια» κοινωνία. Τα από παράδοση ανατρεπτικά στοιχεία έχουν εξαφανιστεί ή απομονωθεί και όσοι απειλούσαν την τάξη έχουν εξουδετερωθεί.
Οικονομική ελευθερία θα πρέπει να σημαίνει απελευθέρωση απ’ την οικονομία, απ’ τον καταναγκασμό, που ασκείται με τις οικονομικές σχέσεις και δυνάμεις, απελευθέρωση απ’ την καθημερινή πάλη για την ύπαρξη, απαλλαγή απ’ την ανάγκη να κερδίζουμε τη ζωή μας.
Πολιτική ελευθερία θα πρέπει να σημαίνει απελευθέρωση απ’ την πολιτική αυτή, που πάνω της τα άτομα δεν μπορούν να ασκήσουν ουσιαστικό έλεγχο.
Πνευματική ελευθερία θα πρέπει να σημαίνει αποκατάσταση της ατομικής σκέψης, πνιγμένης σήμερα από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και θύμα της διαπαιδαγώγησης, κι ακόμη θα πρέπει να σημαίνει, ότι θα πάψουν να υπάρχουν κατασκευαστές της «κοινής γνώμης» κι ακόμη και κοινή γνώμη.
Αν οι προτάσεις αυτές έχουν έναν τόνο εξωπραγματικό, αυτό δεν συμβαίνει επειδή είναι ουτοπικές, αλλά επειδή οι δυνάμεις που τις αντιμάχονται είναι ισχυρές. Έχουν γι’ αυτή τη μάχη ενάντια στην απελευθέρωση ένα σημαντικό και μόνιμο όπλο, την καθιέρωση υλικών και πνευματικών αναγκών, που διαιωνίζουν τις ξεπερασμένες μορφές της πάλης για την ύπαρξη.
Όσο η διοίκηση της καταπιεστικής κοινωνίας γίνεται ορθολογιστική, παραγωγική, τεχνική και ολοκληρωτική, τόσο τα άτομα δυσκολεύονται να κατανοήσουν τα μέσα, που θα τους επιτρέψουν να τερματίσουν την υποδούλωση τους και ν’ αποκτήσουν την ελευθερία τους. Βέβαια, το να θελήσει κάποιος να επιβάλει τη Λογική σε μια ολόκληρη κοινωνία, είναι μια παράδοξη και σκανδαλώδικη ιδέα – αλλά έχουμε το δικαίωμα να αμφισβητήσουμε την αρετή μιας κοινωνίας, που αυτή την ιδέα την γελοιοποιεί, ενώ ταυτόχρονα η ίδια πάνω στον κόσμο της ασκεί μια καθολικά γενικευμένη εξουσία. Για την απελευθέρωση χρειάζεται πρώτα η συνειδητοποίηση της δουλείας κι αυτή η συνειδητοποίηση εμποδίζεται από κυριαρχούσες ανάγκες και ικανοποιήσεις, που τα άτομα, στο μεγαλύτερο μέρος τους, έχουν κάνει δικές τους. Στην ιστορία, πάντοτε, ένα σύστημα ετεροκαθορισμού παραχωρούσε τη θέση του σ’ ένα άλλο. Ο μοναδικός σωστός σκοπός είναι η αντικατάσταση των πλαστών αναγκών από αληθινές, η εγκατάλειψη της καταπιεστικής ικανοποίησης.
Οι καταπιεστικές ανάγκες είναι οι ισχυρότερες, αυτό είναι γεγονός τετελεσμένο, καθιερωμένο από την ήττα και την αμάθεια. Είναι όμως και ένα γεγονός που πρέπει ν’ αλλάξει, και το άτομο που «ευημερεί» έχει το ίδιο συμφέρον ως προς αυτό, όσο και εκείνοι που πληρώνουν την ευημερία του με τη δική τους αθλιότητα.
Η κοινωνία της ολοκληρωτικής κινητοποίησης πού διαμορφώνεται στους προχωρημένους τομείς του βιομηχανικού πολιτισμού αποτελεί μια παραγωγική σύνδεση μιας κοινωνίας ευημερίας και μιας κοινωνίας πολέμου, Συγκρινόμενη με τις προηγούμενες, είναι στ’ αλήθεια μια «καινούργια» κοινωνία. Τα από παράδοση ανατρεπτικά στοιχεία έχουν εξαφανιστεί ή απομονωθεί και όσοι απειλούσαν την τάξη έχουν εξουδετερωθεί.
[…]
Οι κυρίαρχες μορφές κοινωνικού ελέγχου είναι τεχνολογικές με καινούργια έννοια. Χωρίς αμφιβολία, η τεχνική δομή και η αποτελεσματικότητα τού μηχανισμού παραγωγής και καταστροφής στη σύγχρονη περίοδο υποβοήθησαν την υποταγή τού πληθυσμού στον τωρινό καταμερισμό της εργασίας. Ακόμη, αυτή η ενσωμάτωση συνοδεύτηκε πάντοτε από περισσότερο έκδηλες μορφές καταναγκασμού, όπως η απώλεια των μέσων συντήρησης, η οργάνωση της δικαιοσύνης, της αστυνομίας, τού στρατού. Αυτό συνεχίζεται και τώρα. Σήμερα όμως, ο τεχνικός έλεγχος έχει γίνει η ενσάρκωση της Λογικής, είναι στην υπηρεσία όλων των ομάδων, όλων των κοινωνικών συμφερόντων – έτσι ώστε κάθε αντίδραση να μοιάζει ακατανόητη και κάθε αντίσταση αδύνατη.
Ο «μονοδιάστατος άνθρωπος» έχει χάσει την ατομικότητα του, την ελευθερία του και την ικανότητά του να διαφωνεί, να σκέφτεται κριτικά, να αντιστέκεται στους μηχανισμούς κυριαρχίας και να δρα αυτόνομα προκειμένου να ελέγξει και να καθορίσει τη μοίρα του. Η βιομηχανική και τεχνολογική κοινωνία είναι εκείνη που χειραγωγεί τις ανάγκες του και διαμορφώνει τις προσδοκίες του, τις ελπίδες του, τους φόβους του και τις αξίες του.
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια απ’ τις θλιβερότερες πλευρές της αναπτυγμένης βιομηχανικής κοινωνίας: τον ορθολογιστικό χαρακτήρα της ανορθολογικότητάς της. Ο πολιτισμός αυτός παράγει, είναι αποτελεσματικός, είναι ικανός να αυξάνει και να γενικεύει την άνεση, να κάνει το περιττό ανάγκη, να κάνει την καταστροφή εποικοδομητική. Στο βαθμό που μετατρέπει τον κόσμο – αντικείμενο σε διάσταση τού ανθρώπινου πνεύματος και σώματος, η ίδια η έννοια της αλλοτρίωσης γίνεται προβληματική. Οι άνθρωποι αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους στα εμπορεύματά τους, βρίσκουν την ψυχή τους στο αυτοκίνητό τους, στην ταινία υψηλής πιστότητας που έχουν, στο σπίτι τους με τα δύο επίπεδα, στον τεχνικό εξοπλισμό της κουζίνας τους. Ο μηχανισμός που συνδέει το άτομο με την κοινωνία του άλλαξε και ο κοινωνικός έλεγχος βρίσκεται μέσα στις καινούργιες ανάγκες, που γέννησε.
Η πάλη όμως πού θα φέρει τη λύση δεν μπορεί πια να γίνει με τις παραδοσιακές μορφές. Απέναντι στις ολοκληρωτικές τάσεις της μονοδιάστατης κοινωνίας, οι παραδοσιακές μορφές διαμαρτυρίας έπαψαν να είναι αποτελεσματικές—έγιναν ίσως και επικίνδυνες γιατί συντηρούν την αυταπάτη της λαϊκής κυριαρχίας. Η αυταπάτη αυτή περιέχει μια κάποια αλήθεια: ό λαός», πού πρώτα ήταν ή ζύμη της κοινωνικής αλλαγής, «ανυψώθηκε», έγινε ή ζύμη τής κοινωνικής συνοχής. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό φαινόμενο της καινούργιας ταξικής διάρθρωσης της προχωρημένης βιομηχανικής κοινωνίας κι όχι ή ανακατανομή του πλούτου ή η εξίσωση των τάξεων. Όμως, κάτω άπ’ τις συντηρητικές λαϊκές τάξεις, υπάρχει το υπόστρωμα των παριών και των (outsiders», των άλλων φυλών, των άλλων χρωμάτων, των εκμεταλλευομένων και κυνηγημένων τάξεων, των ανέργων, κι αυτών πού δεν μπορούν να βρουν δουλειά. Βρίσκονται έξω απ’ τη δημοκρατική διαδικασία* ή ζωή τους εκφράζει την αμεσότερη και τη γνησιότερη ανάγκη να μπει τέρμα στις απαράδεκτες συνθήκες και στους απαράδεκτους θεσμούς. Έτσι, ή αντίθεσή τους είναι επαναστατική ακόμη κι αν ή συνείδησή τους δεν είναι. Η αντίστασή τους χτυπάει το σύστημα Απ’ έξω και, γι’ αυτό, το σύστημα δεν μπορεί να την ενσωματώσει* είναι μιά στοιχειακή δύναμη πού παραβιάζει τούς κανόνες του παιγνιδιού και, δρώντας έτσι, δείχνει οτι πρόκειται για .ένα κίβδηλο παιγνίδι. Όταν μαζεύονται, όταν βαδίζουν στους δρόμους, άοπλοι κι απροστάτευτοι, διεκδικώντας τα στοιχειωδέστερα πολιτικά δικαιώματα, ξέρουν οτι είναι εκτεθειμένοι στους σκύλους, στις πέτρες, στις βόμβες, στη φυλακή, στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως κι ακόμη στο θάνατο. Η δύναμή τους βρίσκεται πίσω Από κάθε εκδήλωση ευνοϊκή για τα θύματα του νόμου και τής τάξης. ΤΟ ότι δεν θέλουν πια να παίζουν το παιγνίδι είναι ίσως ένα γεγονός πού σημειώνει το τέλος μιας περιόδου και την αρχή μιας άλλης.
Τίποτα δεν δείχνει ότι αυτό το τέλος θα είναι καλό. Οι κατεστημένες κοινωνίες έχουν τέτοια οικονομική και τεχνική δύναμη ώστε μπορούν να συμβιβάζονται και να κάνουν παραχωρήσεις στους απόκληρους* έχουν αρκετά καλά συγκροτημένους στρατούς για ν’ αντιμετωπίζουν τις έκτακτες περιστάσεις. Η απειλή όμως είναι ακόμη ζωντανή, μέσα κι έξω απ’ τα σύνορα των ανεπτυγμένων κοινωνιών. Εύκολα μπορούν να γίνονται ιστορικοί παραλληλισμοί με τούς βάρβαρους πού απείλησαν την κυριαρχία του πολιτισμού (παραλληλισμοί πού προδιαγράφουν αυτό που θα γίνει)* αλλά μπορεί κάλλιστα ή δεύτερη βαρβαρική περίοδος να είναι ή συνεχιζόμενη κυριαρχία του ίδιου του πολιτισμού. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν πιθανότητες να συναντηθούν ξανά, στη διάρκεια αυτής τής περιόδου, τα ιστορικά άκρα: δηλαδή ή πιο εξελιγμένη ανθρώπινη συνείδηση κι ή πιο άγρια εκμεταλλευόμενη ανθρώπινη δύναμη. Όλα αυτά δεν είναι βέβαια σίγουρα. Η κριτική θεωρία τής κοινωνίας δεν περιλαμβάνει έννοιες πού να επιτρέπουν την κάλυψη τής απόστασης ανάμεσα στο παρόν και στο μέλλον δεν δίνει υποσχέσεις· δεν έχει πετύχει· έχει παραμείνει αρνητική. Έτσι, μπορεί να μένει πιστή απέναντι σ’ εκείνους πού, χωρίς ελπίδα, έδωσαν και δίνουν τη ζωή τους στη Μεγάλη Άρνηση.
Στις αρχές τής φασιστικής περιόδου, ο Βάλτερ Μπένιαμιν έγραφε: «Αν έχουμε ακόμη μια ελπίδα, τη χρωστάμε σ’ αυτούς πού δεν έχουν καμιά».
Αποσπάσματα από το βιβλίο Ο ΜΟΝΟΔΙΑΣΤΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ των Εκδόσεων Παπαζήση, μετάφραση Μπάμπη Λυκούδη
Άλλα έργα του:
- Έρως και πολιτισμός (1955)
- Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος (1964)
- Το τέλος της ουτοπίας (1967)
- Ψυχανάλυση και Πολιτική (1968)
- Αντεπανάσταση και εξέγερση (1972)
- Δοκίμιο για την απελεύθερωση (1973)
- Η αισθητική διάσταση (1978)