«Έλληνες θα ειπεί το πρωί να γελάς σαν παιδί. Το μεσημέρι να κουβεντιάζεις φρόνιμα. Και το δείλι να δακρύζεις περήφανα. Κι όχι το πρωί να κάνεις μετάνοιες στα τούβλα. Το μεσημέρι να γίνεσαι φοροφυγάς στο κράτος και επίτροπος στην ενορία σου. Και το βράδυ να κρύβεσαι στην κώχη του φόβου σου, και να ολολύζεις σα βερέμης.
Ακόμη κι ο Ελύτης, καθώς εγέρασε, τό ‘ριξε στους αγγέλους και στα σουδάρια. Τι απογοήτεψη …» – Δημήτρης Λιαντίνης («ΓΚΕΜΜΑ»).
Περιδεείς, ανασφαλείς και μοιρολάτρες παρακολουθούμε τα τελευταία χρόνια της κοινωνικής Πομπηίας που μας επιβάλλουν να διαπομπεύεται η ζωή μας και να ξεπουλιέται από εμπόρους και πραματευτάδες, στα πρωϊνάδικα και τα μεταμεσονύχτια σουαρέ ξετσίπωτων πολιτικάντιδων και ξεπεσμένων προφεσόρων.
Κι έξω η ζωή τραβάει τη κατηφόρα…
Αναζητούμε άφωνοι και άβουλοι την «ελπίδα», που μέσα στην απέραντη νεοελληνική μας ματαιοδοξία την περιμένουμε ως ευκαιρία, ως εμπόρευμα φθηνό, έτσι όπως μεθοδικά και σχεδιασμένα μας εκπαιδεύουν οι ανθρωποφύλακες και οι πραματευτάδες. «Άσε το τζόκερ και πιάσε το θείο»… Κι αυτή ακόμα η έννοια της τύχης εξοστρακίστηκε κι εξευτελίστηκε.
Στο τέλος αποδεχόμαστε και το «μοιραίο» ως αναπότρεπτο και τετελεσμένο κι είμαστε έτοιμοι να σκύψουμε κι άλλο, αρκεί, «να πεθάνει και το σκυλί του γείτονα».
Τόσο χαμηλά πέσαμε …
Εμείς που κάποτε τραγουδήσαμε «λίγο ακόμα να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα».
Υπάρχει άλλος δρόμος; «Διαβάτη, δεν υπάρχει δρόμος, το δρόμο τον φτιάχνεις περπατώντας». Άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Ούτε «ελπίδες», ούτε «ευκαιρίες», ούτε «σωτηρίες». Ή σηκωνόμαστε και πολεμάμε, ή ξεψυχάμε στην κατάκλιση μέσα στα κάτουρα και τα σκατά μας.
Άκις Ξενάκις