Ο «Επιτάφιος» του Γ. Ρίτσου έγινε γνωστός με τη μουσική του Μ. Θεοδωράκη. Οι περισσότεροι γνωρίζουμε αυτό το μέρος της κορυφαίας δημιουργίας του ποιητή. Πρωτοδημοσιεύτηκε ολόκληρο στις 8 Ιουνίου του 1936 σε έκδοση του «Ριζοσπάστη». 10.000 αντίτυπα εξαντλήθηκαν αμέσως κι όσα απόμειναν κάηκαν στη πυρά αφού την ίδια χρονιά κατέλαβε την εξουσία ο δικτάτορας Μεταξάς. Μια νέα ιστορική μαρτυρική περίοδος άνοιγε για το λαό και την εργατική τάξη. Διώξεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια, εξορίες, θάνατοι. Ο «Επιτάφιος» έμελλε να παραμένει τραγικά επίκαιρος για χιλιάδες θανάτους αγωνιστών του λαϊκού κινήματος που θρηνήθηκαν τα επόμενα χρόνια.
Ο επιτάφιος όπως τον προλογίζει ο ποιητής: «Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου, μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της, βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν – τῶν ἀπεργῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της». Στα τελευταία μέρη του έργου ζυγώνει η Ανάσταση και η μάνα παίρνει τη θέση του γιου της, δίπλα στους συντρόφους του, αναδεικνύοντας το μεγαλείο της ψυχής και την αστείρευτη δύναμη του ιδανικού που ο πόνος του θανάτου εξυψώνει.
Η δομή του έργου παρουσιάζει όλες τις παραστάσεις της ανθρώπινης τραγωδίας. Ξεκινάει με το Θάνατο «Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου, πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου, πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;», συνεχίζει με την απόγνωση «Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι ἄνθο κι ἀστάχυ;, περνάει διαδοχικά τα στάδια της του Νεκρού σώματος, της Μοίρας, της Απουσίας. Καταδεικνύει την Ύβρι, αναδεικνύει το σπαρακτικό – λυτρωτικό Μοιρολόϊ «Καὶ κεῖ ποὺ σὲ καμάρωνα, πλατάνι, παλληκάρι, ἔτρεμα μή πνοή ἀγεριοῦ στὸν οὐρανό σὲ πάρει.»κι αμέσως μετά τον Μετασχηματισμό «Καὶ στὸ αἷμα τους τὴ φοῦστα μου κόκκινη νὰν τὴ βάψω, καὶ νὰ χορέψω… Ἄχ, γιόκα μου, δέν πάει μου νὰ σὲ κλάψω.». Ολοκληρώνεται με την Ανάσταση «Γιέ μου, στ’ ἀδέλφια σου τραβῶ καὶ σμίγω τὴν ὀργή μου, σοὺ πῆρα τὸ ντουφέκι σου – κοιμήσου, ἐσύ, πουλί μου.»
Εμπνευσμένο από τους αγώνες και τις θυσίες της εργατικής τάξης, με επιρροές από μανιάτικο μοιρολόϊ και στοιχεία της Κρητικής Αναγέννησης αποτελεί ίσως το κορυφαίο έργο του μεγάλου ποιητή, ύμνο στη ζωή και τον αγώνα για μια κοινωνία δίκαιη. Πρόκειται για 14 ποιητικά έργα που ολοκλήρωσαν συνολικά το έργο του «Επιτάφιου».
ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
«Λίγο ψωμάκι ζήτησες και σούδωκαν μαχαίρι,
τον ίδρωτά σου ζήτησες και σούκοψαν το χέρι.
Δεν ήσουν ζήτουλας εσύ να πας παρακαλιόντας,
με τη γερή σου την καρδιά πήγες ορθοπατώντας.
Και χύμηξαν απάνου σου τα σμουλωχτά κοράκια
και σούπιαν το αίμα, γιόκα μου, σου κλείσαν τα χειλάκια.
Τώρα οι παλάμες σου οι αχνές, μονάκριβέ μου κρίνε,
σα δυο πουλάκια ανήμπορα και πληγωμένα μου είνε.
Που τα φτερά τους δίπλωσαν και πια δε φτερουγούνε
και τα κρατώ στα χέρια μου και δε μου κελαϊδούνε.
ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
«Και στο αίμα τους τη φούστα μου κόκκινη να τη βάψω και να χορέψω. Αχ, γιόκα μου, δεν πάει μου να σε κλάψω.
Γιέ μου, στ’ αδέλφια σου τραβώ και σμίγω τὴν οργή μου, σου πήρα το ντουφέκι σου – κοιμήσου, εσύ, πουλί μου.»
ΑΝΑΣΤΑΣΗ
«Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.
Δες, πλάγι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλαραίοι,
όλοι στητοί και δυνατοί και σαν κ’ εσένα ωραίοι.
Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο,
στο θώρι τους το θώρι σου μυριοζωγραφισμένο.
Κι ακολουθάς και συ νεκρός κι ο κόμπος του λυγμού μας»
δένεται κόμπος του σκοινιού για το λαιμό του οχτρού μας»
Ακις Ξενάκις 2015