Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης –
Μετά το αποτέλεσμα του Βρετανικού δημοψηφίσματος οι ιθύνοντες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπορούσαν να αναρωτηθούν και τώρα τι; Ουσιαστικά, το Βρετανικό δημοψήφισμα και η λαϊκή ετυμηγορία αποτελούν την κορύφωση, τη συμπύκνωση μίας (δημοψηφισματικής) διαδικασίας που εκκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 2000, και περιελάμβανε ως αρχικούς κομβικούς σταθμούς τα δημοψηφίσματα στη Γαλλία και στην Ολλανδία, εκεί όπου είχε καταψηφιστεί το προτεινόμενο τότε Ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Το ‘Όχι’ στην παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση έλαβε το 51,9%, ενώ το ‘Ναι’ στην παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή ‘οικογένεια’ έλαβε το 48,1% των ψήφων.[1]
Η συγκεκριμένη λαϊκή ετυμηγορία οδήγησε στην παραίτηση από την πρωθυπουργία του David Cameron, που, τη δεδομένη στιγμή, απώλεσε το θεμελιώδη raison d’etre (λόγο ύπαρξης) με τον οποίο πορεύτηκε την προηγούμενη ιστορική-πολιτική περίοδο: την παραμονή της χώρας σε μία μεταρρυθμισμένη Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η κατίσχυση του ‘Leave’, η απόφαση για την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση αναδεικνύει τις ‘ρωγμές’ που εγγίζουν τον ‘πυρήνα’ της ιμπεριαλιστικής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η δράση των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που στήριξαν το ‘στρατόπεδο’ υπέρ του ‘Όχι’ υπήρξε πολιτικά και ιδεολογική επιδραστική, καθότι συνέβαλλε στη συγκρότηση μίας κατά βάση λαϊκής κοινωνικής συμμαχίας[2], που σταδιακά ‘κέρδιζε’ και περισσότερες δυνάμεις, ασκώντας ταυτόχρονα ιδεολογική ‘πίεση’ σε εκείνες τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που τάχθηκαν υπέρ της παραμονής της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με αφορμή την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος έλαβε χώρα μία αντίθεση-‘σύγκρουση’ μεταξύ κομματικών συσσωματώσεων. Η ιδεολογική διαπάλη υπήρξε έντονη, όσο έντονα και ΄φορτισμένα’ ήταν τα ταξικά διακυβεύματα που έθεσε το Βρετανικό δημοψήφισμα.
Πραγματικά, διεξήχθη μία ‘μάχη’ η οποία έτεινε να ερμηνεύει και να επανερμηνεύει συνάμα τη θέση του Βρετανικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού στον ευρωπαϊκό καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας, να επανεγγράφει στην πολιτική ‘σκηνή’ τις αναπαραστάσεις των κοινωνικών τάξεων και μερίδων τάξεων, να χαράσσει όρια μεταξύ του πολιτικοοικονομικά εφικτού/επιθυμητού και των ‘δομικών’ δυσλειτουργιών που προκύπτουν και ‘πηγάζουν’ από τη συμμετοχή της Βρετανίας στην Ε.Ε, να αποδομεί και να συγκροτεί εκ νέου κοινωνικές συμμαχίες, κοινωνικές συμμαχίες που προσλαμβάνουν τα χαρακτηριστικά μίας ‘σχεσιακής’ κατάστασης, ήτοι της ‘σχέσης’ προς αυτό που αποκαλείται όχι απλά Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά Ευρωπαϊκός οικονομικός-καπιταλιστικός χώρος. Η ανάδυση και η αποκρυστάλλωση της διαιρετικής, εγκάρσιας τομής μεταξύ οικονομικού ρεαλισμού και μίας διάχυτης ‘ασυμβατότητας’ συμμετοχής στην Ε.Ε επενεργεί ως ιδεολογικό ‘συμβάν’ στην όλη διαμάχη-διαπάλη.
Και η πολιτική και ιδεολογική δραστηριοποίηση του κόμματος της Ανεξαρτησίας, το οποίο κινείται στα άκρα δεξιά του Βρετανικού κομματικού φάσματος έθεσε τις δικές της παραμέτρους, τείνοντας να νομιμοποιεί’, να ‘εργαλειοποιεί’ και να ανανοηματοδοτεί το ιδιότυπο πλαίσιο-πλέγμα μίας ‘κοινωνικής’ Βρετανικότητας’: η συμμετοχή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση θέτει σε κίνδυνο τις ελευθερίες του ‘μοναδικού’ Βρετανού πολίτη , απειλεί και ‘αποδομεί’ την ‘καθαρή’ και ‘μεγάλη’ Βρετανική ταυτότητα-αφήγηση-ιστορία, ενώ η έλευση χιλιάδων μεταναστών που προέρχονται από χώρες-μέλη της Ε.Ε (και ιδίως από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης), ‘απειλούν’ τις θέσεις εργασίας και τις υλικές συνθήκες διαβίωσης των Βρετανών προλετάριων. Αυτή η ιδεολογική «καμπή» υπήρξε ιδιαίτερη: η ‘κοσμοπολίτικη’ Ευρωπαϊκή Ένωση προσθέτει και νέα «βάρη» πάνω στις πλάτες των Βρετανών εργαζόμενων.
Έχουμε να κάνουμε με την ανάδυση και αποκρυστάλλωση των όρων ενός ‘σύνθετου’ οικονομικού ρατσισμού (και όχι μόνο). Ο τρόπος (εν γένει τροπικότητα) με τον οποίο άρθρωσε τον πολιτικό & ιδεολογικό του λόγου το ‘στρατόπεδο’ του ‘Leave’ υπήρξε επιτυχής. Από την άλλη πλευρά, η έντονη δραστηριοποίηση της κυρίαρχης μερίδας του Βρετανικού αστικού συγκροτήματος εξουσίας, του χρηματιστικού κεφαλαίου, δεν επέφερε τα (κατά τον Νίκο Πουλαντζά), ‘κατάλληλα αποτελέσματα’. Δεν υπήρξε ένα αφηρημένος, αβαθής και επιφανειακός Ευρωσκεπτικισμός. Αντιθέτως, προσέλαβε αυτή την συγκεκριμένη ιδεολογική μορφή.
Η κοινωνική συμμαχία που συγκροτήθηκε ως ‘κίνηση’ και ως αφήγηση, ως μπλοκ και ως ‘δύναμη-δυναμική’ δεν υπήρξε διευρυμένη στο βαθμό που θα έπρεπε (‘ποιοτική’ κοινωνική κατάσταση) για να φέρει τη νίκη στην πλευρά του ‘Remain’. Με κοινωνικό ‘πλοηγό’ το χρηματιστικό κεφάλαιο (και τα πολιτικά κόμματα που τάχθηκαν υπέρ της παραμονής στην Ε.Ε), δεν κατάφερε να αρθρώσει έναν πειστικό αφήγημα παραμονής της χώρας στην Ε.Ε ακριβώς διότι ο οικονομισμός της (υπερτονισμός και υπερπροσδιορισμός των συνεπειών που θα επιφέρει στη Βρετανική οικονομία η έξοδος της από την Ευρωπαϊκή Ένωση), δεν αρθρώθηκε, την κρίσιμη στιγμή, σε μία συμπαγή και συνεκτική πολιτική ταυτότητα, ήτοι δεν προσέλαβε εκείνα τα πολιτικά χαρακτηριστικά συνάρθρωσης του οικονομικού στοιχείου με το άμεσα πολιτικό, με την ‘αναγκαιότητα’ παραμονής της Βρετανίας σε μία ευρύτερη πολιτική ‘κοινότητα ιδεών’.
Και το κυβερνώ Συντηρητικό αλλά και το Εργατικό κόμμα δεν κατάφεραν να λειτουργήσουν ως πλήρεις ‘συλλογικοί’ διανοούμενοι παραγωγής και αναπαραγωγής ‘κυρίαρχης’ (την τελευταία περίοδο πριν το δημοψήφισμα), ιδεολογίας.
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πως το κοινωνικοπολιτικό ‘στρατόπεδο’ που έδρασε υπέρ της παραμονής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε, απέκτησε τη ‘μορφή’ ενός ‘συλλογικού’ Γκράντγκραϊντ (από το μυθιστόρημα του Charles Dickens ‘Δύσκολα Χρόνια’), που αναφωνούσε: «Προσκολληθείτε στην πραγματικότητα, κύριε!»,[3] και όπου ‘πραγματικότητα’ ‘διάβαζε’ τις οδυνηρές συνέπειες που θα επιφέρει στη Βρετανική οικονομία η έξοδος της από έναν συγκεκριμένο ‘υλικό’ χώρο.
Η σημερινή και εξόχως κρισιακή Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελώντας ένα κατεξοχήν υπερεθνικό πεδίο αστισμού προσλαμβάνει διφυή χαρακτηριστικά: από τη μία πλευρά επενεργεί σε αυτό που θα αποκαλούσαμε ως κοινωνική-καθημερινή ‘μικροϊστορία’, ήτοι την καθημερινή υλικότητα-αναπαραγωγή του μπλοκ των λαϊκών -υποτελών τάξεων, ενώ, από την άλλη πλευρά, ‘φορτίζει’ και προσδιορίζει το πλαίσιο της ταξικής ‘μακροϊστορίας’, η οποία και ισοδυναμεί με τη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού καπιταλισμού στον παγκόσμιο καταμερισμό και καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό[4] ανταγωνισμό, με την εδραίωση της θέσης ηγετικών αστικών τάξεων εντός της ‘ενιαίας’ εσωτερικής αγοράς (αυτό που αποκαλείται ως δυϊσμός μεταξύ Ευρωπαϊκού Βορρά & Νότου), με την ίδια τη διασφάλιση της θέσης του Ευρωπαϊκού κεφαλαίου σε συνθήκες διεθνοποίησης της κρίσης και εμβάθυνσης των χαρακτηριστικών της.
Εντός του Βρετανικού κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, ένα ‘πλήθος παρόντων’, τείνει, σε ένα επίπεδο συνειδησιακής ετοιμότητας, να απορρίπτει την Ε.Ε ως ‘χώρο’ διασφάλισης της κεφαλαιακής συσσώρευσης, ως ‘χώρο’ διεύρυνσης χασμάτων, κρισιακών και μη, ως ‘χώρο’ στο εσωτερικό του οποίου επιτελείται η άρση αυτού που επιστημονικά αποκαλείται ως ‘κατατμήσεις της αγοράς εργασίας’,[5] με την εργασιακή συμπίεση και τη διεύρυνση του δευτερεύοντος τμήματος της αγοράς εργασίας, ήτοι του δομικού ‘πεδίου’ ταξικής επισφάλειας.
Το αποτέλεσμα του Βρετανικού δημοψηφίσματος αποκρυσταλλώνει και αντανακλά την κρισιακή τροπή που έχει λάβει ο συσχετισμός δύναμης μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας ως αποτέλεσμα της διαχείρισης της οικονομικής κρίσης, την εν γένει ιδεολογική κρίση νομιμοποίησης της Ε.Ε, την κρίση πολιτικής εκπροσώπησης και συνάρθρωσης κοινωνικών συμφερόντων, με τον τρόπο που διαθλάται στη δράση των ‘κατεστημένων’ πολιτικών κομμάτων, την ίδια στιγμή που ενισχύεται η τάση εκπροσώπησης λαϊκών-εργατικών συμφερόντων από ακροδεξιά πολιτικά κόμματα. Η κρίση του Ευρωπαϊκού καπιταλισμού του 21ου αιώνα, η τάση διαχείρισης-ανασύνθεσης, η αναδόμηση των κοινωνικών τάξεων και μερίδων τάξεων, η κρίση που χαράζει τομές άρσης της υλικότητας, εμβαθύνονται.
Πλέον, ένα σημαντικό ζήτημα σχετίζεται με την ίδια τη διαχείριση της εξόδου της χώρας από την Ε.Ε, τη διαχείριση της εξόδου του Βρετανικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού από μία ‘ενιαία’ οικονομική επικράτεια η οποία και συμπυκνώνει τις τάσεις εξέλιξης και μετεξέλιξης των μεμονωμένων εθνικών οικονομιών. Η Βρετανική άρχουσα τάξη δύναται να κινηθεί προς την κατεύθυνση της διασφάλισης της κοινωνικοπολιτικής σταθερότητας, καθώς και της μεσομακροπρόθεσμης σταθεροποίησης του ποσοστού κέρδους και διατήρησης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Η λιτότητα ως στρατηγική, ως τύποις ή μη θεσμική κανονικότητα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της διαχείρισης της οικονομικής κρίσης, τμήμα του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.
Την ίδια στιγμή, που η δομική αποστοίχιση μεταξύ κοινωνικών συμφερόντων και προσδοκιών και δράσης των μεγάλων κομμάτων της Βρετανικής πολιτικής σκηνής, (Συντηρητικό & Εργατικό κόμμα) προκαλεί αναδιάταξη δυνάμεων και ισχύος στην ίδια την πολιτική σκηνή. Την ίδια στιγμή αναμένεται και η ειδική αντίδραση των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο τρόπος ρύθμισης, οικονομικής και πολιτικής, της Βρετανικής εξόδου και όχι μόνο. Την ίδια στιγμή, στη Σκωτία και στη Βόρειο Ιρλανδία έχει ξεκινήσει μία ‘άλλη’ ερμηνεία του δημοψηφίσματος.
Οι Βρετανοί εργαζόμενοι (και οι συνδικαλιστικές-ταξικές τους οργανώσεις), ευρύτερα οι λαϊκές τάξεις οφείλουν να θέτουν κάθε στιγμή τα δικά τους επίδικα, να εντείνουν την πάλη για την απόσπαση κατακτήσεων θέτοντας επίσης στο στόχαστρο τους πολιτικές που δε διευρύνουν τα χάσματα του ‘χώρου’, για να παραφράσουμε τον Νίκο Πουλαντζά.
[1] Η αποτυχία των δημοσκοπήσεων να καταγράψουν το τελικό αποτέλεσμα (καθώς τις πρώτες ώρες μετά το δημοψήφισμα προέβλεπαν επικράτηση του ‘Remain’), καταδεικνύει την αδυναμία τους να ‘συλλάβουν’ και να ‘αποτυπώσουν’ ποσοτικά τις τεκτονικές αλλαγές που έχει επιφέρει η κρίση και η διαχείριση της στην αναπαραγωγική δυνατότητα των κοινωνικών τάξεων. Ως εκ τούτου, η αδυναμία των δημοσκοπικών μεθοδολογικών εργαλείων να προβλέψουν κατά προσέγγιση ένα εκλογικό αποτέλεσμα αποτελεί παράγωγο και ‘ένδειξη’ των εξελίξεων της περίοδου, ήτοι της δομικής αποστοίχισης, ‘αναδόμησης’ και κίνησης των κοινωνικών τάξεων. Όταν η αντικειμενική ταξική ένταξη προδήλως αποαντικειμενικοποιείται και υποκειμενοποιείται συνάμα, τα δημοσκοπικά-μεθοδολογικά εργαλεία αδυνατούν να προβλέψουν αυτό τη σύνθετη εξέλιξη. Το ‘φαίνεσθαι’ μίας απάντησης έξω από ένα εκλογικό κέντρο δεν ισοδυναμεί με το υποκειμενικό ‘είναι’ της κάλπης.
[2] Όπως επισημαίνει η Ειρήνη Μητροπούλου στο ‘Βήμα’ της Κυριακής: «Ποιοτικές έρευνες της ψήφου αποκάλυψαν ότι οι φτωχότεροι και οι μεγαλύτερης ηλικίας ψηφοφόροι υποστήριξαν μαζικά την έξοδο. Το Brexit σάρωσε στις μεγαλύτερες ηλικίες και στους ψηφοφόρους με λιγότερη μόρφωση και χαμηλότερο εισόδημα που μένουν στο δημοψήφισμα». Βλέπε σχετικά, Μητροπούλου Ειρήνη, ‘Θυμωμένο «προλεταριάτο» απέναντι σε απόμακρες ελίτ», Το Βήμα της Κυριακής, σελ. Α20-Α21, 26/06/2016.
[3] Βλέπε σχετικά, Dickens Charles, ‘Δύσκολα Χρόνια’, Μετάφραση: Νίκας Άγγελος, Εκδόσεις Ζυριχίδη, Θεσσαλονίκη, 1968, σελ. 501. Είναι χαρακτηριστική η ικανότητα του Dickens να εστιάζει στη λειτουργία της λογοτεχνικής ‘συγκεκριμενοποίησης’, περιγράφοντας-αναλύοντας συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις εν πλήρη δράσει. Στα ‘Δύσκολα Χρόνια’ ‘παίζει’ με το δίπολο ορθολογισμός/αποδόμηση της προσωπικότητας, με την έννοια της αντικειμενικής ταξική ένταξης και του υποκειμενικού ταξικού συμφέροντος, με τις διαθλάσεις του ιστορικού ‘χρόνου’ στη συνείδηση και στη ζωή, με την εξαίρεση από τον κανόνα και συνάμα την επιβεβαίωση του κανόνα, με την ‘τυποποίηση’ ενός μέλλοντος που δεν δύναται να έρθει.
[4] Είναι σημαντικό να εστιάσουμε και στον δείκτη ιμπεριαλιστικής ισχύος, έτσι όπως διαμορφώνεται και αποτυπώνει έναν ευρύτερο συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των κυριότερων ιμπεριαλιστικών χωρών, δείκτης που αντανακλά την ίδια την εμβάθυνση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, τη συνάρθρωση/συσχέτιση οικονομικής/στρατιωτικής-πολιτικής ισχύος, τη δράση των πλέον ισχυρών ηγεμονικών κεφαλαιακών μερίδων. Όπως αναφέρει ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος: «Ειδικότερα για την Ευρώπη, παρά τη συμφωνία της Λισσαβόνας, ή/ και την ΟΝΕ, οι ΗΠΑ υπερτερούν από λίγο μέχρι πάρα πολύ στους εξεταζόμενους δείκτες (σ.σ: δείκτες που μετρούν τη συνολική ιμπεριαλιστική ισχύ και περιλαμβάνουν το μέγεθος του ΑΕΠ, τις στρατιωτικές δαπάνες, το απόθεμα άμεσων ξένων επενδύσεων, το μερίδιο που κατέχει μία χώρα σε διεθνές επίπεδο στις μεγαλύτερες τράπεζες κ.α.). Στον τελικό δε δείκτη ιμπεριαλιστικής ισχύος χρειάζεται να προστεθεί η ισχύς της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ιταλίας για να αντισταθμιστεί η ισχύς των ΗΠΑ». Βλέπε σχετικά, Σακελλαρόπουλος Σπύρος, ‘Κρίση και κοινωνική διαστρωμάτωση στην Ελλάδα του 21ου αιώνα’, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, σελ.30-31.
[5] Σταχυολογούμε από την Ετήσια Έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ) για την ελληνική οικονομία. (Έτος 2009): «Με βάση τις θεωρίες των κατατμημένων αγορών εργασίας, οι αγορές εργασίας δεν είναι ενιαίες αλλά απαρτίζονται από πολλά τμήματα (υπο-αγορές), τα οποία προκύπτουν μέσα από διαδικασίες κατάτμησης των αγορών, αλληλοεπηρεάζονται και συνδέονται μεταξύ τους με μια ποικιλία από τρόπους. Μια πρώτη θεώρηση των κατατμήσεων διακρίνει την αγορά εργασίας σε δύο καταρχήν τμήματα, ένα πρωτεύον και ένα δευτερεύον. Στο πρωτεύον εντάσσονται θέσεις εργασίας που παρέχουν υψηλές αποδοχές, καλύτερες συνθήκες εργασίας, μεγαλύτερη ασφάλεια και σταθερότητα και δυνατότητες εξασφάλισης καριέρας. Αντίθετα στο δευτερεύον τμήμα εντάσσονται οι εργασίες με χαμηλές αποδοχές, κακές συνθήκες εργασίας, έλλειψη σταθερότητας και ανασφάλεια», βλέπε σχετικά, ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, ‘Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση’, Ετήσια Έκθεση 2009, σελ. 255.