Ο κύριος Κ. δεν είχε ανάγκη να ζει σε μια συγκεκριμένη χώρα. «Μπορώ να πεινάσω οπουδήποτε» έλεγε. Μια μέρα όμως, πέρασε από μια πόλη κατακτημένη από τον εχθρό του τόπου όπου ζούσε. Εκεί, τον σταμάτησε ένας αξιωματικός του εχθρού και τον ανάγκασε να κατέβει από το πεζοδρόμιο. Ο κύριος Κ. κατέβηκε, και τότε συνειδητοποίησε πως είχε οργιστεί με τον άνθρωπο εκείνο, και μάλιστα όχι μόνο με τον άνθρωπο, αλλά κυρίως με τη χώρα του ανθρώπου, τόσο πολύ, που ευχήθηκε την εξαφάνισή της από προσώπου γης. «Μα πώς έγινα δια μιάς εθνικιστής;» αναρωτήθηκε ο κύριος Κ. «Φταίει ο εθνικιστής που βρέθηκε μπροστά μου. Να γιατί πρέπει να εκλείψει η ανοησία: γιατί κάνει ανόητο όποιον βρεθεί μπροστά της».
Εκδόσεις: Γράμματα, 1991