Tου Θανάση Σκαμνάκη –
Παρατηρώντας τις υπόγειες διαδρομές που ακολουθούν οι θελήσεις των ανθρώπων αναζήτησα ορισμούς, τι είναι καλό και τι κακό, τι πρέπον και τι μη. Αλλά οι ορισμοί δεν ήσαν επαρκείς, εν τέλει. (Κάποτε οι ίδιοι έφταναν και περίσσευαν). Τώρα απλώς (;) ξεχωρίζω τους ανθρώπους με το ποιοι είναι δικοί μου (και δικοί μας πιθανόν) και ποιοι οι άλλοι. Όχι κατ’ ανάγκη οι καλοί και οι κακοί, ίσως όμως και νάναι. Δικοί μου είναι: οι αβέβαιοι, συχνά ανήμποροι, οι απελπισμένοι τις περισσότερες φορές, επίμονοι ωστόσο, με το βλέμμα της ήττας και μια ακόμα διατηρημένη φωτίτσα στο βάθος του, οι τρελοί στα καταφύγια που απαγγέλλουν στίχους ή ιστορίες, με μια χαρά υπέροχη όταν κρατάνε τις σημαίες τους σε φωτεινές πορείες, οι ερωτευμένοι με ανταπόκριση (και συχνότερα χωρίς) που χορεύουν πάνω στο «φτερό του καρχαρία», εκείνοι που αποσύρονται στο βάθος να σκεφτούν κι είναι πάλι έτοιμοι να διαψευστούν, που δεν πιστεύουν τις διαψεύσεις, που φοβούνται αλλά δεν αποχωρούν, εκείνοι που ακούνε ακόμα λαϊκά και κλαίνε, όχι μόνο με το δικό τους έρωτα αλλά και με των άλλων, που «ανάβουν το τσιγάρο από τις αστραπές», εκείνοι που χωρίς φωνή εκλιπαρούν μίαν ελπίδα, ένα όραμα, κάτι να πιστέψουν… , κι εκείνοι που οργανώνουν την επόμενη ελπίδα…
Κάνε μια απαρίθμηση, να δούμε τι θα χωρέσει σ’ αυτό το «δικό σου»: Φίλοι, παιδιά, σύντροφοι (ακόμα κι όταν σε διέψευδαν αργότερα), νύχτες του Ιουλίου (όχι του Αυγούστου), το κόμμα, η επανάσταση, η φωτισμένη Ακρόπολη κι η παραλία με φεγγάρι, ή και χωρίς, τα ποιήματα, ο Ρίτσος, ο Σεφέρης, ο Αγγελόπουλος και οι ταινίες στη β’ προβολή, η Μονεμβασιά και το Μεροβίγλι, η Ακροναυπλία ως μνήμη αλλά και ως ειρήνη, το χέρι σου που χάιδευε τον πυρετό μου, εσύ ολόκληρη, ο Οκτώβρης και ο Αϊζενστάιν, ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης ως δίδυμο και ο Καζαντζίδης μόνος και στη μοναξιά του, μια πόλη μαγική κι ένα χάρτινο φεγγάρι, η μυρωδιά των άστρων, τα λάθη σου που συμπαθείς πλέον και τα λες, όλα τα βράδια με το σφιγμένο στομάχι που εγκυμονούσαν τις ημέρες, μια νύχτα που κοιμήθηκες ερωτευμένος έφηβος κι έκτοτε σαν να μην έχεις ξυπνήσει, ο Κώστας πάντα αλλά και μια φορά που σου τραγούδησε «μια γυφτοπούλα στο βουνό…», το βράδυ που ήπιες ένα νεροπότηρο ουίσκι μονορούφι για ν’ αντέξεις την προσβολή.
Λοιπόν, εν τέλει, «σημασία έχει από που είδες τον ουρανό» (Κ. Γώγου).