Το άρθρο περιέχεται στην έκδοση «Ποιος χρειάζεται την Ευρωπαϊκή Ένωση: καταστροφή η ένταξη, σωτηρία η αποδέσμευση» (εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα, 2015) που περιλαμβάνει άρθρα, μελέτες και κείμενα για το θέμα ερευνητών, επιστημόνων, δημοσιογράφων και αγωνιστών του μαζικού κινήματος.
Σύμφωνα με την πολιτική ΕΕ – ΟΟΣΑ: Η εκπαίδευση θεωρείται επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο με κριτήριο την καπιταλιστική κερδοφορία. Θεωρείται υπεύθυνη για την μείωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και την αύξηση της ανεργίας με την αιτιολογία ότι δεν παράγει εργατικό δυναμικό που να καλύπτει τις ανάγκες τους.
«Οι επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο είναι απαραίτητες για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας» έγραφε η Λευκή Βίβλος (σ. 168 ). Το 1993, μετά τους πτωτικούς δείκτες της οικονομίας της περιόδου 1970 -75, την κόπωση του νεοφιλελευθερισμού και την αύξηση της ανεργίας, η ΕΟΚ επεδίωκε να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας απέναντι στις αμερικάνικες και ιαπωνικές πολυεθνικές και να ξαναβγεί στις αγορές. Ήθελε γι αυτό τα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης, να αποτελέσουν ένα ενεργό εργαλείο για στην προσαρμοστικότητα του εργατικού δυναμικού στις ανάγκες των επιχειρήσεων. Για να εξασφαλίσει την κοινωνική συναίνεση σ΄αυτή την επιδίωξη, χρησιμοποιούσε την απειλή της ανεργίας, αλλά και την υπόσχεση ότι αν η εκπαίδευση – κατάρτιση ανταποκριθεί, 15 εκατομ. νέες θέσεις εργασίας περίμεναν τους 18 εκατομ. ανέργους Ευρωπαίους, στο τέλος του αιώνα. Πάνω σε αυτή την προτεραιότητα της εξασφάλισης νέων κερδών για το κεφάλαιο και τις επιχειρήσεις μέσω της προσαρμοστικότητας και της ευελιξίας του εργατικού δυναμικού, οικοδομήθηκε το πλέγμα όλων των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων στην εκπαίδευση και την εργασία, στις χώρες της ΕΕ από το 1993 ως σήμερα.
Η ανακοίνωση της επιτροπής της ΕΕ, για τον ανασχεδιασμό της εκπαίδευσης στηρίζεται στην ίδια προτεραιότητα. Η νέα στρατηγική λέγεται «ΕΥΡΩΠΗ 2020, στρατηγική για έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη», (Επιτροπή ΕΕ 3/3/2010) και αποτελεί το κεντρικό μανιφέστο – κατευθυντήριων γραμμών για την έξοδο της ΕΕ από την κρίση, μέχρι το 2020. Κουβέντα για τα 15 εκατ. υποσχόμενες νέες θέσεις εργασίας της Λευκής Βίβλου. Ενώ 23 εκατομμύρια πολίτες– ή το 10% του ευρωπαϊκού πληθυσμού – είναι άνεργοι, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 4% το 2009, η βιομηχανική παραγωγή οπισθοχώρησε στα επίπεδα της δεκαετίας του 1990, τα ελλείμματα ανήλθαν κατά μέσο όρο στο 7% του ΑΕΠ και το επίπεδο του χρέους ξεπέρασε το 80% του ΑΕΠ. Σ’ αυτό το νέο μανιφέστο η κρίση θεωρείται ως μια «ευκαιρία» ξεπεράσματος διαρθρωτικών αδυναμιών της ΕΕ, όχι για την επαναφορά στα προ κρίσης επίπεδα, όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζεται εισαγωγικά, αλλά για να βρεθεί η ΕΕ πιο μπροστά στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Να θυμίσουμε ότι διαθρωτικές αδυναμίες της ΕΟΚ (κατά τη Λευκή Βίβλο) ήταν η πλήρης απασχόληση με δύσκαμπτους όρους δηλ. μονιμότητα, σταθερό μισθό και εργασιακές σχέσεις κλπ.
Οι πολιτικές ΟΟΣΑ και ΕΕ οδηγούν τη γνώση και την εκπαίδευση στην πλήρη υπαγωγή τους στις προτεραιότητες του κεφαλαίου. Στην κοινή γνώμη επιδιώκουν αυτό να ταυτίζεται με τις ανάγκες της κοινωνίας. Λένε: Οι επιχειρήσεις θα έχουν ανταγωνιστικό περιβάλλον, πιο προσαρμοσμένο εργατικό δυναμικό στην ΕΕ, άρα θα έρθουν να κάνουν επενδύσεις, θα υπάρξουν κέρδη και ανάπτυξη, θα μειωθεί η ανεργία και θα εξασφαλιστεί η πρόοδος και η κοινωνική συνοχή. Είναι όμως έτσι; Ο Φορντ είχε δηλώσει: «στόχος μου δεν είναι να παράγω αυτοκίνητα αλλά να βγάλω χρήματα», απεικονίζοντας με κυνικό πλην πραγματικό τρόπο την προτεραιότητα των επιχειρήσεων και του κεφαλαίου. Στόχος τους είναι το κέρδος, η υπεραξία, η αναπαραγωγή τους, πάνω από και πάνω στις κοινωνικές ανάγκες. Ιδίως σε περιόδους κρίσης, αυτό μεταφράζεται στην εκτίναξη της εκμετάλλευσης των ανθρώπων και την απίστευτη κοινωνική καταβύθιση.
Ο ανταγωνισμός μισεί την ισότητα. Για την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων μέσω αξιοποίησης του εργατικού δυναμικού, αυτό δεν μπορεί να εμφανίζεται στην αγορά εργασίας με ενιαία δικαιώματα. Τα άτομα θα πρέπει να προσέρχονται στην αγορά εργασίας με άνισες εκπαιδευτικές αποσκευές, με δυνατότητα παροχής πολλών και διαφορετικών επιπέδων ικανοτήτων και ατομικές διαδρομές, που θα εξασφαλίζονται από ένα νέο πιο ταξικό εκπαιδευτικό σύστημα. Η ανεργία (δηλαδή ο πληθωρισμός παροχής εργατικής δύναμης, προς εκμετάλλευση) είναι αναγκαίο να υπάρχει για την ανάπτυξη αυτού του ανταγωνισμού και δεν είναι απλά ένα κακό αποτέλεσμα, λανθασμένης διαχείρισης ή επιλογών. Ο καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ κ. Σ. Ρομπόλης δήλωνε το 2004 ακόμη στην εφημερίδα ΒΗΜΑ, (15/2/2004) ότι την τελευταία δεκαετία κάθε χρόνο βγαίνουν στην αγορά εργασίας 80.000 νέοι και οι προσφερόμενες θέσεις εργασίας δεν ξεπερνούν τις 38.000. «Κατά συνέπεια 40.000 νέοι δεν απορροφούνται από την αγορά εργασίας» έτσι κι αλλιώς. Η ανεργία είναι σύμφυτη με την καπιταλιστική ανάπτυξη αλλά και με τις πολιτικές επιλογές σε μια χώρα. Δηλαδή, αν αναπτύσσει τα μέσα και τους πόρους για την επιβίωση του λαού της. Αν αναπτύσσει τη βιομηχανία της ή υποτάσσεται σε περιορισμούς λόγω καπιταλιστικού ανταγωνισμού και ιμπεριαλιστικής επιβολής (π.χ. οδηγίες ΕΕ για υποβάθμιση – κλείσιμο ναυπηγείων, βιομηχανίας ζάχαρης κλπ) Αν αναπτύσσει τους τομείς των δημόσιων αγαθών για όλους (υγεία, παιδεία κλπ) Αλλά και αν ακολουθεί πολιτικές μείωσης του χρόνου εργασίας, αύξησης της ασφάλειας στην εργασία κλπ ή πολιτικές λιτότητας, μείωσης μισθών και συντάξεων, κατάρρευσης της καταναλωτικής ζήτησης κλπ πολύ περισσότερο σε συνθήκες ακραίας και πολύπλευρης καπιταλιστικής κρίσης.
Η εκπαίδευση οφείλει να εξυπηρετεί ατομικές και κοινωνικές ανάγκες, που σαν προτεραιότητα θέτουν την αξιοβίωτη ζωή ανθρώπων και κοινωνίας. Η επιστήμη και η τεχνολογία, απελευθέρωσαν δυνάμεις που οδήγησαν στην παραγωγή πολλαπλάσιου πλούτου σχετικά με παλιότερες εποχές και δημιούργησαν προϋποθέσεις για την μείωση του χρόνου εργασίας, την αύξηση της δημιουργικότητας της, την αύξηση του ελεύθερου χρόνου καθώς και την καταπολέμηση πολλών προβλημάτων πείνας, φτώχειας, αμάθειας, περιβάλλοντος κλπ δηλαδή προϋποθέσεις για ένα άλμα της ανθρωπότητας προς τα μπρος στην ιστορία της εξέλιξης των κ-ο συστημάτων. Αντίθετα οι επιχειρήσεις, επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν όλα τα παραπάνω για την αύξηση του μέσου ποσοστού κέρδους τους και υποτάσσουν τα πάντα σ’ αυτή την προτεραιότητα. Όταν πια αυτά δεν μπορούσαν να τα εξασφαλίσουν με καινοτομία και νέες τεχνολογίες στην παραγωγή, με χρηματιστηριακές φούσκες και χρεομηχανές και η οπισθοχώρηση του εργατικού κινήματος τους επέτρεψε, στράφηκαν στην συμπίεση και ευελικτοποίηση όλων των διαδικασιών παραγωγής, διάθεσης, κατανάλωσης και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Αυτό οδήγησε στην αντιμετώπιση των ανθρώπων ως οικονομικών δεικτών και της εκπαίδευσης αφ ενός ως χώρου ανάπτυξης κυρίως εκείνων των τομέων της τεχνολογίας και της καινοτομίας που προωθούν την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων(κυρίως στην ανώτατη εκπαίδευση) και αφ’ ετέρου ως εργαλείου ρύθμισης των κοινωνιών σε ρόλο τεράστιων δεξαμενών παροχής εργασιακής δύναμης, όπου το κεφάλαιο θ αυξάνει την ανταγωνιστικότητά του βρίσκοντας προσωπικό με τον καλύτερο συνδυασμό υψηλών προσόντων, χαμηλού κόστους και εύκαμπτης- αλλοτριωμένης – υπάκουης συνείδησης. Η κάλυψη αυτών των στόχων υπαγορεύει τελικά, την πλήρη αλλαγή του τοπίου της εκπαίδευσης.
Όμως τότε δεν βοηθούν τα μη ευέλικτα, δημόσια, μαζικά και θεσμικά οργανωμένα συστήματα εκπαίδευσης. Yπάρχουν γνώσεις και δεξιότητες σε πιο αξιοποιήσιμη μορφή στο χώρο των επιχειρήσεων (τον «πραγματικό» κόσμο κατά ΕΕ και ΟΟΣΑ) και στην ατομική δυνατότητα κατάρτισης και Δια Βίου Μάθησης του κάθε πολίτη. (άτυπη – μη τυπική εκπαίδευση).
Η επισήμανση αυτή γίνεται όχι για να τεκμηριωθεί η ανάγκη επέκτασης της δημόσιας εκπαίδευσης με μορφές που να εξασφαλίζουν την κάλυψη όλων των ενδιαφερόντων, όλων των ηλικιών και κοινωνικών τάξεων, σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους, αλλά για να σχετικοποιηθεί η σπουδαιότητα της δημόσιας, οργανωμένης εκπαίδευσης και να δικαιολογηθεί η πολιτική εγκατάλειψης της στήριξής της από το κράτος. Η πολιτική ΕΕ και ΟΟΣΑ προωθούν μια νέα αντίληψη για την εκπαίδευση- μάθηση ως το σύνολο όλων των πιθανών –οργανωμένων και μη – τρόπων απόκτησης γνώσεων και δεξιοτήτων. Προτείνουν τη μετατόπιση του κέντρου βάρους των εκπαιδευτικών συστημάτων προς τη «Μάθηση με βάση την εργασία» ή τα περίφημα «διττά συστήματα», δηλαδή συνδυασμού εκπαίδευσης στην τάξη και την επιχείρηση (μαθητεία), με πρωτοκαθεδρία της δεύτερης στην πρώτη. Έτσι θα μειωθεί η απόσταση ανάμεσα στη γνώση που παρέχει το σχολείο και τις ανάγκες της επιχείρησης, αφού ο εκπαιδευόμενος θα σπουδάζει απευθείας αυτές τις ανάγκες. Ταυτόχρονα η μη τυπική και άτυπη μάθηση, η Δια Βίου μάθηση είναι από τη δημιουργία τους πεδία ιδιωτικής αγοράς και μόνο ρυθμιστικής παρέμβασης του κράτους. Υποχρέωση του κράτους είναι να διευρύνει και να αναγνωρίσει αυτές τις μορφές εκπαίδευσης, να τις παραδώσει κατά βάση σαν πεδία ανάπτυξης-κερδοφορίας στον ιδιωτικό τομέα και να εξασφαλίζει την αναβάθμιση τους, μέσω σύνδεσής τους με την τυπική εκπαίδευση και πιστοποίησης και επικύρωσης των δεξιοτήτων που παρέχουν, «ανεξαρτήτως της διαδρομής απόκτησης των προσόντων».
Φυσικά η μόρφωση δεν περιορίζεται μόνο στην εκπαίδευση. Υπάρχουν πάρα πολλές μορφές μορφωτικής δραστηριότητας, μορφωτικής εμπειρίας εκτός της οργανωμένης εκπαίδευσης. Αλλά στη σημερινή εποχή δεν μπορούμε να μιλάμε για ουσιαστική μόρφωση των σύγχρονων ανθρώπων χωρίς δημόσια, θεσμικά οργανωμένη εκπαίδευση. Δε βρισκόμαστε στην εποχή του μάστορα ή του προφορικού πολιτισμού, όπου τα περιορισμένα στοιχεία γνώσης μπορούσαν να μεταφερθούν είτε με τη μαθητεία στο μάστορα είτε με την προφορική συζήτηση. Η γνώση επιστημονική και θεωρητική, έχει εισβάλλει στο πεδίο της εργασίας και της κοινωνικής ζωής κι έχει αναπτυχθεί σε πολλά επίπεδα. «Εκτός από την καθημερινή εμπειρία των ανθρώπων υπάρχουν πράγματα όπως, επιστημονικές γνώσεις, θεωρίες, καλλιτεχνικές παραδόσεις και τεχνοτροπίες, και τεχνικές δεξιότητες σύγχρονες, και βέβαια πολιτισμικά επιτεύγματα τα οποία μόνο δια μέσου της οργανωμένης, κλιμακούμενης, συστηματικής διδασκαλίας μπορούν να γίνουν κτήμα της νέας γενιάς». (Π. Παυλίδης) Ακόμη η μετάδοση γνώσεων δε συνιστά τη μεταβίβαση ενός εκπαιδευτικού πακέτου πληροφοριών. Η διδασκαλία καλλιεργεί διανοητικές δυνάμεις, εμπλέκει σε μια διανοητική διεργασία διδάσκοντες και διδασκομένους. Συνδέει τη θεωρία με την πράξη. Παίρνει αφορμές από τα ερωτήματα της πραγματικότητας, για να υποθέσει, να πειραματιστεί, να συμπεράνει, να κρίνει, να απορρίψει, να αποδεχτεί. Η εκπαίδευση συμβάλλει στην συγκρότηση συνειδήσεων και προσωπικοτήτων, ιδανικών, αξιών και προτύπων, συναισθημάτων και ηθικών αρχών, αισθητικών κριτηρίων, φιλοσοφικών κοσμοθεωριών, πολιτικών πεποιθήσεων, κοινωνικών ιδανικών. Δηλαδή η εκπαίδευση είναι μια δυναμική, συλλογική διαδικασία που στόχο έχει να τοποθετήσει το νέο άνθρωπο, ως ενεργό υποκείμενο στον κόσμο, δίνοντάς του τη δυνατότητα να συνθέτει τη δική του αφήγηση γι αυτόν, να τον κρίνει, να επιδρά σ’ αυτόν με τη συνολική του δράση (εργασιακή, πολιτική, πολιτιστική κλπ)και να τον αλλάζει. Δεν αποτελεί η γνώση ένα σύνολο αποσπασμένων ιδεών, δεξιοτήτων ή συμπεριφορών, που μπορεί κανείς να τα διδαχθεί όλα μαζί ή να τα συνθέσει και μόνος τους, κατά τη διάρκεια της ζωής του αποκτώντας ένα κομμάτι στην εργασία, ένα από το διαδίκτυο, ένα από κάποιο σεμινάριο κι ένα διαβάζοντας μόνος του. Όλα αυτά τα κομμάτια μπορούν να ενισχύσουν, να πλουτίσουν, να αυξήσουν σε επιδεξιότητα ή και να ομορφύνουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας μια μορφωτική σχέση, αν έχει προϋπάρξει η βασική, εκπαιδευτική, διδακτική και συλλογική διαδικασία της γνώσης, που περιγράψαμε παραπάνω. Η αναγκαιότητα αυτή δεν καλύπτεται ούτε από τα συστήματα της υπάρχουσας εκπαίδευσης, που γι αυτό βρίσκονται σε κρίση και απαξία.
Οι προτεραιότητες αυτές στην εκπαίδευση δεν μπορούν να υπηρετηθούν από την ακαμψία των επιστημονικών αντικειμένων. Η ευελιξία υπεισέρχεται και στον ορισμό της ίδιας της γνώσης που αντιμετωπίζεται σαν άθροισμα πληροφοριών, εμπειριών και δεξιοτήτων για την αύξηση της απασχολησιμότητας και της προσαρμοστικότητας του εργατικού δυναμικού στις ανάγκες των επιχειρήσεων
Η στρατηγική «Ευρώπη 2020», μάλιστα συνοψίζει τα μέτρα που πρέπει να παρθούν για την έλλειψη των επιθυμητών δεξιοτήτων, στην Εμβληματική πρωτοβουλία: «Ατζέντα για νέες δεξιότητες και θέσεις εργασίας». Προκειμένου να δημιουργηθούν συνθήκες εκσυγχρονισμού των αγορών και να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του κοινωνικού μοντέλου της ΕΕ, μεταξύ άλλων προτείνεται να εφαρμόσουν τα κράτη μέλη ευελισφάλεια, «έξυπνες» ρυθμίσεις στο νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με το χρόνο π.χ. εργασίας, να προωθήσουν μια διορατική κι ολοκληρωμένη πολιτική μετανάστευσης εργατικού δυναμικού που να ανταποκρίνεται ευέλικτα στις ανάγκες των αγορών, Δια Βίου εξέλιξη των δεξιοτήτων με ευέλικτες διαδρομές μάθησης και Πλαίσια Προσόντων.
Η συζήτηση περί δεξιοτήτων αφορά και την τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπου με βάση την πολιτική της Μπολόνια προχωρά «η μετατροπή των πανεπιστημιακών σπουδών από σπουδές σε συγκεκριμένες επιστήμες σε μια κατάρτιση για την απόκτηση δεξιοτήτων, χωρίς στέρεο επιστημονικό υπόβαθρο, ώστε οι απόφοιτοι να είναι «απασχολήσιμοι» (Λάζαρος Απέκης, πρώην πρόεδρος της ΠΟΣΔΕΠ).
Τι επιδιώκεται τελικά με τη συζήτηση περί δεξιοτήτων και γιατί αντικαθιστά πλήρως τη συζήτηση περί εκπαιδευτικών περιεχομένων; «Καμιά ανάγκη για Ελληνικά και Λατινικά, για φιλοσοφία και λογοτεχνία, αφού οι μαθητές πρέπει να μάθουν πως να επικοινωνούν. Καμιά ανάγκη για μελέτη θεωρίας, νόμων φυσικής και βιολογίας αφού απαιτούνται από τους μαθητές βασικές δεξιότητες σε επιστήμη και τεχνολογία. Καμιά ανάγκη για ιστορία και γεωγραφία. Τη θέση της μπορεί να πάρει ολίγον από πολιτισμική συνείδηση. Καμιά ανάγκη για οικονομικές γνώσεις αφού υπάρχει η αίσθηση της επιχειρηματικότητας. Ούτε και προγραμματισμός σε H/Y, αφού οι μαθητές θα τσιμπήσουν ψηφιακές δεξιότητες, κατανοώντας τις βασικές τεχνικές εντός πλαισίου εργασίας. Προσθέστε σε αυτά μερικές προτάσεις σε μια ή δυο ξένες γλώσσες, λίγη ικανότητα να μαθαίνει πως να μαθαίνει, κανόνες επιχείρησης, εργασιακή διαδικασία, ένα σετ οδηγίες και… θα έχετε ένα υπέροχο και εντελώς ευέλικτο εργαζόμενο» (Nico Hirtt – Education and training – under the dictatorship of the labour market)
Προσοχή δεν πρόκειται για μια συζήτηση απόκτησης ειδικεύσεων ή δεξιοτήτων εργασίας, μετά τη βασική εκπαίδευση αλλά εντός της. Το κίνητρο για αυτή την αλλαγή δεν είναι μυστικό. Για το CEDEFOP, αυτός ο επαναπροσδιορισμός της βασικής εκπαίδευσης είναι αναγκαίος για την επίτευξη «ευελιξίας και προσαρμοστικότητας του εργατικού δυναμικού» στις προτεραιότητες των επιχειρήσεων. Γι αυτό η αντικατάσταση της βασικής εκπαίδευσης, της αναγκαίας ευρείας γνώσης και της επιστημονικής, πνευματικής και αισθητικής καλλιέργειας (επαρκούς βάσης για να υπάρξει ενεργά και κριτικά το άτομο εντός του κόσμου σε οποιαδήποτε θέση) από τη γενικευμένη πρόσβαση σε μια περιορισμένη ομάδα δεξιοτήτων με κύρια επιδίωξη την ευελιξία του εργατικού δυναμικού κι όχι τη μορφωτική άνοδο των ατόμων και των κοινωνιών, την παραγωγική τους εξέλιξη και την ανάπτυξη των κοινωνικών αγαθών και αξιών μιας αξιοβίωτης ζωής. Έτσι, όπως περιγράφει πολύ παραστατικά ο Ν. Hirtt, το πως θα διδάξω ένα συγκεκριμένο σώμα γνώσεων σωστά, παύει να είναι το βασικό ερώτημα των ερευνητών διδακτικής, χάριν ενός διαφορετικού ερωτήματος, των πολιτικών της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, με μοναδικό κριτήριο αξίας την ικανότητα των μαθητών να χρησιμοποιούν τις γνώσεις τους: «ο απόφοιτος μπορεί να ολοκληρώσει αυτό το καθήκον με επιτυχία»; «Ο εργαζόμενος στον μπουφέ του μπαρ μιας διεθνούς αμαξοστοιχίας πρέπει να μπορεί να επικοινωνεί υποτυπωδώς σε διάφορες γλώσσες, να διαθέτει ικανότητες αριθμητικών υπολογισμών, ένα ελάχιστο υπόβαθρο τεχνολογικών, αριθμητικών και επιστημονικών γνώσεων ώστε να χειρίζεται τα διάφορα εργαλεία (φούρνος μικροκυμάτων, βραστήρας, ταμειακή μηχανή, μηχάνημα ανάγνωσης πιστωτικών καρτών, ψυγείο, μικροφωνικό σύστημα ανακοινώσεων…). Επίσης, πρέπει να επιδεικνύει κοινωνικές και επικοινωνιακές δεξιότητες στις επαφές του με πελάτες πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους, να παίρνει πρωτοβουλίες, να ενδιαφέρεται για την επιχείρηση και να είναι ευέλικτος (λόγω των ωραρίων και των απρόοπτων συμβάντων στα τρένα)». (Ν. Hirtt: «8 δεξιότητες απειλούν τη γνώση στην Ευρώπη»)
Το επιχείρημα της προσαρμοστικότητας του εργατικού δυναμικού, μέσω της απόκτησης κατάλληλων δεξιοτήτων Δια Βίου, εμφανίζεται σαν μόνος δρόμος για την εξεύρεση εργασίας και η εκπαίδευση, από το γυμνάσιο έως το Πανεπιστήμιο πιέζεται να προσαρμόσει περιεχόμενο και δομές, σε αυτό το κριτήριο. Είναι όμως πράγματι αυτή η διαδικασία, δρόμος για την εξεύρεση εργασίας; Ο εργαζόμενος στο μπουφέ της διεθνούς αμαξοστοιχίας που είδαμε πριν, δε διαθέτει μόνιμη εργασία, ούτε συνήθως συλλογική σύμβαση εργασίας. Η αμαξοστοιχία είναι στα χέρια ιδιώτη, ο οποίος όταν το συγκεκριμένο δρομολόγιο γίνεται μη ανταγωνιστικό, αφού δεν υποχρεούται έτσι κι αλλιώς να καλύπτει το δικαίωμα στη μετακίνηση των κατοίκων των συγκεκριμένων περιοχών, το καταργεί. Αυτός όμως τοποθετήθηκε εκεί μέσω μαθητείας μετά από μη τυπική τεχνική εκπαίδευση. Πως θα βρει ο συγκεκριμένος εργαζόμενος νέα δουλειά; Αν κοιτάξει τις έρευνες (PISA, PIAAC για ενήλικες) για το τι ισχυρίζονται οι εργοδότες για τις ανάγκες του, θα πρέπει να προσανατολιστεί στην πληροφορική. Με ποιες όμως βάσεις και που; Το Cedefop απαντά: «από τώρα και στο εξής πρέπει ο καθένας να αναλάβει την ευθύνη για την εκπαίδευσή του, για να εκσυγχρονίζει τις ικανότητές του και να διατηρεί την αξία του στην αγορά εργασίας»…
Ακόμη κι αν απεμπολήσουμε τα κριτήρια και τις προτεραιότητες για την εκπαίδευση, που αναπτύξαμε παραπάνω και δεχθούμε, σαν μόνο κριτήριο την προσαρμοστικότητα του εργατικού δυναμικού στις ανάγκες της αγοράς, με κανέναν τρόπο αυτό δεν μπορεί να υπηρετηθεί προς όφελος του εργαζόμενου, με τη λογική της αντικατάστασης των αναγκαίων, βασικών γνώσεων (σε κάθε επίπεδο εκπαίδευσης) από ένα πυρήνα δεξιοτήτων. Η απόκτηση βασικών, στέρεων, επιστημονικών γνώσεων και συνολικής αντίληψης, κρίσης, ιστορικότητας, συλλογικότητας είναι η μόνη ικανή βάση που επιτρέπει την οικοδόμηση εξειδικεύσεων ή δεξιοτήτων για εργασία και την καλύτερη διαπραγματευτική δύναμη του εργαζόμενου στην αναζήτηση της. Αλλιώς θα πρέπει εφ όρου ζωής να φροντίζει μόνος του για την εκπαιδευτική του ανάπτυξη, θα είναι στο έλεος της ιδιωτικής κατάρτισης, του κάθε εργοδότη, της ανεργίας, της επισφάλειας και της ελαστικής, κακοπληρωμένης εργασίας.
Όσο πιο πολύ η εκπαίδευση εγκαταλείπει το ρόλο της μετάδοσης της αναγκαίας συνολικής γνώσης και μπαίνει στο κυνήγι των δεξιοτήτων, τόσο περισσότερο στερεί από τους μαθητές της και την όποια βάση ανάπτυξης της εργασιακής τους δύναμης αλλά και τη διαπραγματευτική τους δύναμη για την εξεύρεση εργασίας.
Αν η εκπαίδευση έχει κύριο στόχο την κατάκτηση συγκεκριμένων δεξιοτήτων για την αγορά εργασίας, τότε τα κράτη έχουν υποχρέωση να βρουν τρόπους μέτρησης των μαθησιακών αποτελεσμάτων της, ώστε αυτά να είναι διαφανή, συγκρίσιμα και χρηστικά από κάθε ενδιαφερόμενο πελάτη. Η μέτρηση αυτή θα γίνεται μέσω της αξιολόγησης (εκπαιδευτικών δομών, εκπαιδευτικών, εκπαιδευόμενων, εξωτερική).
Η αξιολόγηση αποτελεί τρόπο επιβολής των προτεραιοτήτων και των κριτηρίων της αγοράς στις εκπαιδευτικές δομές και στους συντελεστές τους. Μέσω αυτής επιβάλλονται εκπαιδευτικά κι επιστημονικά περιεχόμενα. Αφού ως μαθησιακό αποτέλεσμα θεωρείται η ανταπόκριση τους στις οκτώ δεξιότητες που απαιτούν οι επιχειρήσεις ή η επιστημονική έρευνα και καινοτομία, στα Πανεπιστήμια, αναπτύσσεται σε τομείς που ευνοούν την καπιταλιστική κερδοφορία. Υποβάλλεται η συρρίκνωση του πληθυσμού μαθητών ή εκπαιδευτικών σε συγκεκριμένες βαθμίδες και η διαμόρφωση της ροής προς άλλες. Για παράδειγμα με το σκληρό και συνεχές αξιολογικό πλέγμα, προωθείται η εκδίωξη μαθητών από τις δομές γενικής εκπαίδευσης προς όφελος της κατάρτισης και της μαθητείας. Με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών «νομιμοποιείται» η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, η ομηρία και οι απολύσεις. Με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών δομών και τη σύνδεση της χρηματοδότησης με αυτήν, με τη λογική «η χρηματοδότηση ακολουθεί τον πελάτη», αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός και πολλά σχολεία οδηγούνται στο κλείσιμο.
Για να κουμπώνουν οι δεξιότητες με τα καθήκοντα εντός επιχείρησης, με το μικρότερο κόστος γι αυτήν απαιτείται … μαθητεία. Ιδίως σε συνθήκες κρίσης η μαθητεία, η πρακτική άσκηση, τα voucher κλπ, προτείνονται ως μοναδική πύλη εισόδου στην αγορά εργασίας για όλα τα κομμάτια της νεολαίας και την τροφοδότηση των επιχειρήσεων με τζάμπα εργατικό δυναμικό. Η εκπαίδευση σε ρόλο γραφείου ενοικίασης εργαζομένων…
Η μαθητεία και το διπλό σύστημα, αναπτύχθηκαν από το 19ο αιώνα, κατ αρχήν στο γερμανόφωνο κόσμο στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου συσχετισμού κεφαλαίου – εργασίας, όπου το εργατικό κίνημα αποδεχόταν τον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας σε αντάλλαγμα της υπόσχεσης για σταθερή απασχόληση σε μια συνεχώς αναπτυσσόμενη οικονομία. Αναπτύχθηκε σε χώρες που υπήρχε ισχυρή βιομηχανική βάση και ανεπτυγμένος συνδικαλισμός κοινωνικής συναίνεσης. Οι όροι της διαμορφώνονταν από κοινού μεταξύ εκπροσώπων επιχείρησης και εργαζομένων, με δυνατότητα σχετικής παρέμβασης των δεύτερων, αν δεν τηρούνταν ο εκπαιδευτικός σχεδιασμός. Ειδικότερα στη Γερμανία, όπου έχει μακρόχρονη παράδοση, έχει οδηγήσει στη χρηματοδότηση της επαγγελματικής εκπαίδευσης (και μάλιστα σε ποσοστό 75%) από τις βιομηχανίες και την αντίστοιχη υπαγόρευση εκπαιδευτικών περιεχομένων με ταυτόχρονο προσανατολισμό προς τα εκεί της συντριπτικής πλειοψηφίας των νέων αμέσως μετά το υποχρεωτικό σχολείο. Ακόμη όμως κι εκεί είναι σε κρίση και διαδικασία μετάλλαξης. «Η αιτία της κρίσης είναι η ελαστικοποίηση της εργασίας, η συρρίκνωση της παραγωγικής δομής των καπιταλιστικών οικονομιών και η αποσυνδικαλιστικοποίηση. Το οργανωμένο συνδικάτο- σε μια φιλοαναπτυξιακή κατεύθυνση ασφαλώς- ήταν ο βασικός πυλώνας της». Μεταλλάσσεται σε ένα άλλο πλέον σύστημα, με άλλες οικονομικές, πολιτικές και εκπαιδευτικές στοχεύσεις. Προσπαθώντας να απαντήσει στους NEETS (δηλ. σε ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι νεολαίας που βρίσκεται εκτός εργασίας, εκπαίδευσης, κατάρτισης) ήδη από την ηλικία των 15 ετών, που γεννά η καπιταλιστική κρίση και η ολοένα μεγαλύτερη ταξικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος. Η μαθητεία επανακάπτει, «αλλά μεταλλαγμένη ως μια μορφή ιδεολογικής διαχείρισης της νεολαίας και πειθάρχησής της στον καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας. Αποτελεί μια φτηνή μορφή ελέγχου της νεανικής ανεργίας με πολλαπλά πολιτικά οφέλη». (Γ Καλημερίδης).
Στην αρχική της μορφή, η μαθητεία οδηγούσε στο να ωθείται ένα μεγάλο κομμάτι νεολαίας, εκτός εκπαίδευσης και εντός της εκμετάλλευσης των επιχειρήσεων, από μικρή ηλικία, με ότι σημαίνει αυτό για την γνωστική του ανάπτυξη και την κοινωνικοποίησή του, με το πρόσχημα της απόκτησης εργασιακής εμπειρίας και προοπτικής απασχόλησης. Έτσι χειραγωγείται η σκέψη του και η συμπεριφορά του με βάση τις ανάγκες της συγκεκριμένης εργασιακής θέσης και τις υπαγορεύσεις του εργοδότη. Συμπιέζονται συνολικά οι μισθοί και τα εργασιακά δικαιώματα όλων των εργαζομένων μέσω του ανταγωνισμού, προς τα κάτω, δίνεται η δυνατότητα απόλυσης παλαιότερου και ακριβότερου -ως προς το μισθό και τα εργασιακά δικαιώματα-, για τον εργοδότη προσωπικού.
Τώρα πια, ιδίως σε συνθήκες όπως στην Ελλάδα, όπου η βιομηχανική παραγωγή της χώρας λόγω ένταξης στην ΕΕ (από 34% του ΑΕΠ το 1976 πήγε στο 18% ΑΕΠ το 2008) και κρίσης τώρα καταβαραθρώνεται, που ως κανονική απασχόληση βαφτίζεται η κοινωφελής εργασία και τα πεντάμηνα των 400 ευρώ και η νεανική ανεργία καλπάζει πάνω από 64%, κατανοεί κανείς, που θα κινηθεί η μαθητεία. Δεν θα αποτελεί ούτε καν γνώση ενός πόστου εργασίας, (αφού αυτό δεν θα υπάρχει), ούτε κυρίως μια κακοπληρωμένη, εργασία προτιμότερη όμως από την ανεργία αλλά αντίθετα θα συμβάλλει στη γενίκευση της ελαστικοποίησης και τη μονιμοποίηση της εργασιακής ανασφάλειας και των μοντέλων «κοινωφελούς» εργασίας. Και οπωσδήποτε θα αποτελεί παροχή επιδοτήσεων και απαλλαγών, για τις ορέξεις κάθε εργοδότη, τροφοδότησής του με τζάμπα εργασία (πληρώνει το κράτος με χρήματα από τους φόρους των εργαζόμενων) όχι μόνο από την άποψη του μισθού αλλά και από την άποψη της διαχείρισης του εργατικού δυναμικού. π.χ. οι εργαζόμενοι με voucher δεν υπάρχουν καν στις μισθολογικές καταστάσεις της επιχείρησης. Είναι «αόρατοι». Τη διαχείριση τους αναλαμβάνουν τα Κέντρα Δια Βίου Μάθησης (πρώην ΚΕΚ), όπου το κομμάτι της κατάρτισης έχει υποβαθμιστεί πλήρως σε όφελος αυτού του ρόλου, του γραφείου «ενοικίασης» εργαζομένων. Αυτό είναι το πρότυπο μοντέλο και για την εφαρμογή της μαθητείας. Ταυτόχρονα, το πρότυπο αυτό διαμορφώνει τη βάση (μικρή χρονική διάρκεια εργασίας, εργαζόμενοι στην ίδια επιχείρηση αλλά από διαφορετικά Κέντρα, αντιπαλότητα με παλιούς εργαζόμενους κλπ) διάλυσης της όποιας συλλογικής διαπραγμάτευσης – διεκδίκησης, με τους παραδοσιακούς τρόπους
Στην παρουσίαση του υπό διαμόρφωση Εθνικού Σχεδίου για τη Μαθητεία των υπουργείων Παιδείας και Εργασίας, που παρουσίασε πρόσφατα ο κ. Αρβανιτόπουλος, σε σχετική ημερίδα, διατυπώνεται η επιδίωξη να γίνουν τα επαγγελματικά και τεχνικά σχολεία πρώτη επιλογή των νέων, με ταυτόχρονη αλλαγή μοντέλου στις σπουδές Δευτεροβάθμιας και Μεταδευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. «Με το νέο αναμορφωμένο ριζικά Επαγγελματικό Λύκειο, με τις μεταγυμνασιακές Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης, με τα μεταλυκειακά Ινστιτούτα Επαγγελματικές Κατάρτισης δημιουργούμε νέους προσανατολισμούς για τη Νέα Γενιά. Κεντρική θέση στις κυβερνητικές πολιτικές της περιόδου 2014-2020 κατέχει το υπό διαμόρφωση Εθνικό Σχέδιο για τη Μαθητεία 2014-2020, εδραιώνοντας μια δομική και δημιουργική σύζευξη της μαθησιακής διαδικασίας και της αγοράς εργασίας. Σήμερα μόνο το 7% των νεοεισερχομένων στην αγορά εργασίας έχει περάσει από θέση Μαθητείας, από θέση εκπαίδευσης σε θέση εργασίας. Ο στόχος είναι το 2020 να προσεγγίζουμε το 30%». (Αρβανιτόπουλος)
Και αφού το εργατικό δυναμικό και κυρίως η νεολαία θα αποκτά δεξιότητες Δια Βίου και θα μεταναστεύει διαρκώς («Νεολαία σε κίνηση» Εμβληματική Πρωτοβουλία «Ευρώπη 2020″ ), πως θα πιστοποιεί τα καινούργια προσόντα της ώστε να τα πληροφορείτε ο κάθε εργοδότης;
«Οι αλλαγές που συνδέονται με τη διά βίου μάθηση σχετίζονται και με τη στρατηγική αναβάθμισης της έννοιας του προσόντος (qualification). Η κυρίαρχη αντίληψη θέλει σαν βασικό ρόλο της εκπαίδευσης την απόκτηση δεξιοτήτων – προσόντων για την αγορά εργασίας. Τα προσόντα δεν αποκτώνται εφ’ άπαξ, συμπληρώνονται και επικαιροποιούνται Δια Βίου. Με αυτή τη λογική οι θεσμικοί τίτλοι απολυτήρια, πτυχία χάνουν την αξία βασικού επαγγελματικού εφοδίου και χρειάζονται συνεχείς πιστοποιήσεις προσόντων. Μια ολόκληρη, επικερδής αγορά πιστοποιήσεων έχει αναπτυχθεί». (Π. Λιντζέρης)
Σ΄αυτή την κατεύθυνση αναπτύχθηκαν τα πλαίσια προσόντων σε κάθε χώρα. Το EQF (Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Προσόντων) θεωρείται ότι είναι ακριβώς μια γέφυρα ανάμεσα στα διαφορετικά πλαίσια προσόντων των μελών – κρατών, που τα κάνει συγκρίσιμα και βοηθά στην αύξηση της κινητικότητας της εργασίας – μετανάστευσης.
Το Ελληνικό Πλαίσιο Προσόντων είναι σχεδόν δεδομένο όπως και η αντιστοίχιση του με το Ευρωπαϊκό. Όλα τα πιστοποιητικά σπουδών του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος αναφέρονται πλέον σε αυτό και στη συνέχεια θα ξεκινήσει η απόπειρα κατηγοριοποίησης και αντιστοίχησης των πιστοποιητικών της μη τυπικής εκπαίδευσης.
Τα προσόντα και τα Πλαίσια Προσόντων και η λογική της διαρκούς πιστοποίησης, είναι βασικά οχήματα επιβολής των προτεραιοτήτων της αγοράς επί της εκπαίδευσης, της καταστρατήγησης των επαγγελματικών δικαιωμάτων που εμπεριείχαν οι τίτλοι σπουδών και του κατακερματισμού της συλλογικότητας των εργασιακών δικαιωμάτων όπως αυτά εκφράζονταν μέσω των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας.
Θα οδηγήσουν σε πιέσεις αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων στο εκπαιδευτικό σύστημα, μέσω της ρητορικής της αναγνώρισης της μη τυπικής εκπαίδευσης, των πολιτικών αύξησης της «διαπερατότητας» μεταξύ επιπέδων, της προσαρμογής της εκπαίδευσης στα μετρούμενα μαθησιακά αποτελέσματα κλπ.
Περνώντας από την εκπαίδευση που περιέχει πιστοποιητική ισχύ και «φορτίο» επαγγελματικών δικαιωμάτων, στη διάκριση εκπαίδευσης (απόκτησης γνώσεων) – πιστοποίησης (επικύρωσης γνώσεων), η εκπαίδευση ανα-μορφοποιείται για να καλύψει τις ανάγκες της πιστοποίησης (εξεταστική διαδικασία) και όχι της γνώσης (περαιτέρω διάσπαση μεταξύ του σκοπού της εκπαίδευσης και του κινήτρου του μαθητή), δημιουργείται μια νέα ιδιωτική αγοράς πιστοποίησης (βλ. πληροφορική, ξένες γλώσσες) με συνέπεια την ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της ιδιωτικής δαπάνης για εκπαίδευση και τον πληθωρισμό των πιστοποιητικών, που όσο μεγαλώνει τόσο θα μειώνει την αξία του κάθε μεμονωμένου πιστοποιητικού και όσο θα πέφτει η αξία του καθενός, τόσο περισσότερα και ισχυρότερα πιστοποιητικά θα κυνηγά το άτομο σε μια ατέλειωτη, κατά μήκος της εργασιακής ζωής, προσπάθεια «αυτοβελτίωσης». (Π. Λιντζέρης)
Με την εκπαίδευση ως επένδυση αλλά και ως ατομική διαδρομή για την κάλυψη των αναγκών της αγοράς εργασίας η κεντρική κρατική χρηματοδότηση είναι αδυναμία του παρελθόντος που πρέπει να διορθωθεί
Πρόκειται για μια σαφή μείωση της κρατικής χρηματοδότησης με κοινωνικό πρόσημο μέσω της λογικής του επιμερισμού του κόστους και διατήρησης μόνο εκείνης της χρηματοδότησης που παίζει το ρόλο μόχλευσης του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή αναπτύσσει μια δυναμική αποτελεσμάτων προς άμεσο όφελός του (π.χ. έρευνα στα Πανεπιστήμια ή η διαδικασία ψηφιακού εξοπλισμού των σχολείων ). Κατά τα άλλα συνδέει άμεσα τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης από τις επιχειρήσεις, με τα οφέλη που αυτές μπορούν να έχουν. Προσανατολίζει με άλλα λόγια, στο σημερινό καθεστώς λιτότητας και εξαθλίωσης, τα εκπαιδευτικά συστήματα, στην αναζήτηση χορηγών και πελατών, αν θέλουν να επιβιώσουν και μάλιστα με αποδοχή των απαιτήσεών τους.
Η ΕΕ και ο ΟΟΣΑ προβάλλουν ένα συνολικό σχέδιο για την ανασυγκρότηση της δομής και των μορφών κρατικού ελέγχου της εκπαίδευσης με βάση της αρχές του ιδιωτικοοικονομικού μάνατζμεντ. Σκοπός είναι η εφαρμογή πολιτικών μείωσης των κρατικών δαπανών, αποκέντρωσής τους με βάση την ανταποδοτικότητα, με παράλληλη ενίσχυση της ικανότητας του κράτους να ελέγχει τη λειτουργία και τα αποτελέσματα, ώστε η εκπαίδευση όχι μόνο να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του κεφαλαίου και της αγοράς, αλλά και να ενσωματώνει τις αρχές της επιχειρηματικότητας και του αγοραίου ανταγωνισμού και να συμβάλει στη μετατροπή της γνώσης από κοινωνικό αγαθό και δικαίωμα, σε ατομική δυνατότητα και εμπόρευμα. Με αυτή τη λογική το σχολείο, θεωρείται σαν σύστημα που οφείλει να αναζητά πρόσθετες πηγές χρηματοδότησης, στα πλαίσια της αυτοβελτίωσης και της αυτορρύθμισης του.
Οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να ανταποκριθούν στο νέο ρόλο της εκπαίδευσης, προσαρμοζόμενοι στο τι, πώς και γιατί διδάσκουν αλλά και ως προς το εργασιακό καθεστώς τους.
Αντί επιλόγου
Έχει σημασία να επισημάνουμε τελειώνοντας, ότι η υλοποίηση των προτεραιοτήτων της Ανακοίνωσης της Επιτροπής της ΕΕ, θα γίνεται στο έδαφος της περίφημης στρατηγικής εξόδου από την κρίση, «Ευρώπη 2020″, του σκληρού καθεστώτος δηλαδή του Συμφώνου για τη Σταθερότητα και Ανάπτυξη, των κανόνων της ΟΝΕ και της εποπτείας για χώρες όπως η Ελλάδα, των ΕΣΠΑ της επαιτείας, του εκβιασμού και των αιρεσιμοτήτων. Σε μια διαφαινόμενη, όπως περιγράφεται ανάπτυξη, που όμως θα συνοδεύεται από μεγάλα ποσοστά ανεργίας (jobless growth), από λιτότητα ( λιτανάπτυξη κατά Λαγκάρντ) και ευελιξία (ευελιασφάλεια).
«Για τη στήριξη του δυναμικού οικονομικής ανάπτυξης της ΕΕ και της βιωσιμότητας των κοινωνικών μας μοντέλων, η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης προϋποθέτει ότι θα καθοριστούν προτεραιότητες και ότι θα γίνουν σκληρές επιλογές» (Ευρώπη 2020) και παρακάτω «Η δημοσιονομική εξυγίανση και η μακροπρόθεσμη χρηματοπιστωτική βιωσιμότητα θα χρειαστεί να συμβαδίσουν με σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ιδίως στα συστήματα που αφορούν τις συντάξεις, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, την κοινωνική προστασία και την εκπαίδευση». Γι αυτό εντός της ΟΝΕ απαιτείται: «Πλαίσιο για βαθύτερη και ευρύτερη εποπτεία των χωρών της ζώνης του ευρώ: εκτός από την ενίσχυση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, οι μακροοικονομικές ανισορροπίες και η εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας πρέπει να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της οικονομικής εποπτείας, ιδίως για να διευκολυνθεί μια προσαρμογή που υπαγορεύεται από την ασκούμενη πολιτική».
Με βάση τα παραπάνω και τις προσαρμογές που ακολούθησαν από το 2010, η Ελλάδα (αλλά και κάθε χώρα μέλος), από 1/1/2014, δεν επιτρέπεται να έχει έλλειμμα μεγαλύτερο του 0,5% του ΑΕΠ και χρέος μεγαλύτερο του 60% του ΑΕΠ, αλλιώς έχει υποχρέωση μείωσης του κατά 1/20 ανά έτος, δηλαδή «μνημόνιο» 10 δις κάθε χρόνο (άρθρα 3 και 4 Συνθήκης για Σταθερότητα, Συντονισμό, Διακυβέρνηση στην ΟΝΕ). Ακόμη στον κανονισμό 473 / Μάιος 2013, προβλέπεται η προέγκριση των εθνικών προϋπολογισμών στις Βρυξέλλες, ενώ με βάση τον κανονισμό 472 / Μάιος 2013, όποια χώρα έχει δανειστεί και εμφανίζει προβλήματα, θα βρίσκεται υπό καθεστώς αυξημένης επιτροπείας (δηλαδή επιβολής μνημονίων) μέχρι την αποπληρωμή του 75% των δανείων της.
Όχημα προώθησης των αντιδραστικών αλλαγών της ΕΕ, θα είναι πάλι τα περίφημα ΕΣΠΑ ή όπως αλλιώς ονομαστούν. Ιδίως στην εκπαίδευση, όλο το αντιδραστικό πλαίσιο του νόμου για το Λύκειο και τα Πανεπιστήμια, ήταν προγράμματα του ΕΣΠΑ. Αυτά είναι χρήματα που πληρώνουν οι εργαζόμενοι της ΕΕ για να διατεθούν στις χώρες μέλη, με τους όρους αυτών που τα συλλέγουν, δηλαδή των εκπροσώπων των κυρίαρχων μερίδων του κεφαλαίου, που ευνοούν το πέρασμα αυτών των αλλαγών. Ενώ στην κοινή γνώμη εμφανίζονται σαν η μοναδική, σωτήρια χρηματοδότηση. Έτσι, π.χ. τα ΜΜΕ μιλούν για τα περίφημα προγράμματα αντιμετώπισης της ανεργίας με 450 ευρώ το μήνα για 12 μήνες, για 10.000 ανέργους κρύβοντας επιμελώς την πραγματική είδηση που είναι ότι η κυβέρνηση μέσω ΟΑΕΔ, καλύπτει το 77% (450 ευρώ στα 585) του κόστους του εργατικού δυναμικού των επιχειρήσεων, από τα χρήματα των εισφορών και των φόρων των εργαζομένων». Τα νέα ΕΣΠΑ στηρίζονται και προωθούν τη στρατηγική 2020 και τα χρήματα της επιδότησής τους, απ’ ότι φαίνεται για την Ελλάδα θα φτάνουν στα 14 – 15 δις για 7 χρόνια (δηλαδή περίπου 2 δις το χρόνο), τη στιγμή που μόνο για τα τοκοχρεωλύσια χρειάζονται 15 δις το χρόνο, ενώ 5 δις κατακρεουργήθηκαν από τις Δημόσιες Επενδύσεις για τη δημιουργία του πρωτογενούς πλεονάσματος. Το πρώτο κείμενο που δόθηκε για «διαβούλευση» από το υπουργείο Παιδείας για τη διαμόρφωση των κατευθύνσεων της εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής, 2014 – 2020, εναρμονίζεται πλήρως με τις προτεραιότητες του Ευρώπη 2020, της Ανακοίνωσης της Επιτροπής αλλά αξιοποιεί και τις προτάσεις του ΟΟΣΑ: «Καλύτερες Επιδόσεις και Επιτυχείς Μεταρρυθμίσεις στην Εκπαίδευση, Προτάσεις για την Εκπαιδευτική Πολιτική στην Ελλάδα» (2011). Δηλαδή αξιολόγηση, μαθητεία, κινητικότητα, διακυβέρνηση κλπ. Όμως τα όργανα της ΕΕ για να εξασφαλίσουν το πέρασμα της πολιτικής της, εκτός από την συμφωνία των κυβερνώντων, βάζουν και επιπλέον δεσμεύσεις. Η εκταμίευση πλέον των κονδυλίων του ΕΣΠΑ, καθορίζεται από τριών ειδών «αιρεσιμότητες». Με βάση μια από αυτές «Η Επιτροπή μπορεί να αναστέλλει -μέρος ή σύνολο- των πληρωμών & δεσμεύσεων όταν: Το Συμβούλιο αποφασίζει ότι το κράτος μέλος δεν έχει συμμορφωθεί με τις συστάσεις του, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι το κράτος μέλος δεν έχει λάβει μέτρα για την εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής ή το ΔΣ του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) καταλήξει ότι οι αιρεσιμότητες που συνδέονται με την οικονομική βοήθεια που παρέχει ο ΕΜΣ υπό την μορφή δανείου στο Κράτος Μέλος δεν έχουν υλοποιηθεί. Οι πολιτικές ΕΕ – ΟΟΣΑ στην εκπαίδευση είναι από τη φύση τους αντιδημοκρατικές. Γιατί τοποθετούν στο κέντρο των προτεραιοτήτων τους το επιχειρηματικό κέρδος κι όχι το δημόσιο, κοινωνικό όφελος. Γι αυτό η επικράτησή τους περνά μέσα από την ένταση του αυταρχισμού, το κτύπημα της συνδικαλιστικής οργάνωσης και τη βιομηχανία του φόβου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή Περιφερειών: Ανασχεδιασμός της εκπαίδευσης: επενδύοντας στις δεξιότητες για καλύτερα κοινωνικοοικονομικά αποτελέσματα COM(2012) 669 / 20.11.2012
2. Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή Περιφερειών: Βελτίωση των ικανοτήτων για τον 21ο αιώνα: ατζέντα για την ευρωπαϊκή συνεργασία στο σχολικό τομέα COM(2008) 425 / 3.7.2008
3. Ανακοίνωση της Επιτροπής ΕΥΡΩΠΗ 2020: Στρατηγική για έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη COM(2010) 2020 / 3.3.2010
4. Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή Περιφερειών: Νεολαία σε κίνηση COM(2010) 477/ 15.9.2010
5. Καλύτερες Επιδόσεις και Επιτυχείς Μεταρρυθμίσεις στην Εκπαίδευση: Προτάσεις για την εκπαιδευτική πολιτική στην Ελλάδα / ΟΟΣΑ / 2011
6. Συμπεράσματα του Συμβουλίου για το ρόλο της εκπαίδευσης και της κατάρτισης στην εφαρμογή της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» (2011/C 70/01)
7. Συμπεράσματα του συμβουλίου της 12ης Μαΐου 2009 σχετικά με ένα στρατηγικό πλαίσιο για την ευρωπαϊκή συνεργασία στον τομέα της εκπαίδευσης και της κατάρτισης («ΕΚ 2020») (2009/C 119/02)
8. Education at a Glance /2013/ OECD indicators
9. Ανακοίνωση της Επιτροπής: Αποδοτικές επενδύσεις στην εκπαίδευση και την κατάρτιση: επιτακτική ανάγκη για την Ευρώπη COM(2002) 779 / 10.01.2003
10. Memorandum on Cooperation in Vocational Education and Training in Europe Berlin, 10 – 11 December 2012 «Vocational Education and Training in Europe – Perspectives for the Young Generation»
11. Memorandum of Understanding Concerning the Co-operation between the Federal Ministry of Education and Research of the Federal Republic of Germany and the Ministry of Education and Religious Affairs, Culture and Sports of the Hellenic Republic
* Η Γ. Ιωαννίδου είναι εκπαιδευτικός, μέλος των Παρεμβάσεων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης