Από την εποχή του νεαρού Μαρξ και του λιγότερο διάσημου γαμπρού του, η δυτική θεωρία της χειραφέτησης δεν κατάφερε να ξεκαθαρίσει την θέση της πάνω σε ένα αρκετά βασικό θέμα: Ευτυχία είναι το δικαίωμα στην εργασία ή αυτό στην τεμπελιά; Μετράει περισσότερο η πλήρης και απρόσκοπτη ανάπτυξη παρεμποδισμένων και κατατεμαχισμένων δυνατοτήτων ή η απελευθέρωση κάθε δυνατότητας από το ζυγό της ήδη αλλοτριωμένης έννοιας της παραγωγικότητας; Το λάβαρο της ουτοπίας θα είναι κεντημένο με χρυσά γράμματα, χωρίς αμφιβολία, αλλά τι πρέπει να γράφει τελικά; “Δουλειά για όλους”; Ή “λευτεριά απ’ τον καταναγκασμό μιας ανεξάλειπτα αλλοτριωμένης εργασίας”;
Στην πράξη, οι απαντήσεις σε τούτα τα δυσεπίλυτα ερωτήματα δεν δόθηκαν από την θεωρία της χειραφέτησης. Δόθηκαν, κάθε φορά εκ νέου, από τις συνθήκες που δημιούργησαν οι ανοδικές και καθοδικές φάσεις του καπιταλισμού. Σε περιόδους ευμάρειας, ο εξαναγκασμός στην εργασία μοιάζει περισσότερο ηθικά αυθαίρετος και υπαρξιακά έκνομος από ποτέ· είναι εποχές που έχουν χώρο για αναρχικές, “εντοπισμένες” αμφισβητήσεις των κρυφών πειθαρχικών μηχανισμών που υποστηρίζουν την παραγωγικότητα, εποχές μαρκουζικές, φουκωϊκές, μποντριγιαρικές, ντελεζιανές. Σε περιόδους κρίσης, ο εξαναγκασμός στην ανεργία γίνεται η κυρίαρχη μορφή κανονικοποιημένης βίας. Είναι εποχές επιστροφής στα “μεγάλα” αφηγήματα για τάξεις και εκμετάλλευση, εποχές λενινιστικές, μαοϊκές, μαρξικές.
Αυτό που συμβαίνει σήμερα, ωστόσο, έχει ίσως μια αρκετά ιδιόρρυθμη μορφή, που θα μπορούσε δομικά να περιγραφεί ως συνέπεια του ταυτόχρονου της κρίσης δανεισμού, της ανεξέλεγκτης ως εκ τούτου εμφάνισης μιας χρονίζουσας παραγωγικής στασιμότητας και της κατάρρευσης, για λόγους τόσο πολιτικούς όσο και πληθυσμιακούς- βιολογικούς, του κράτους πρόνοιας. Παντού όπου κοιτάζεις, οι έχοντες εργασία συζητούν έντρομοι για το γεγονός ότι με τους σημερινούς ρυθμούς, δεν θα την ξεφορτωθούν ποτέ. Το όριο συνταξιοδότησης θα μετατοπίζεται, λένε μεταξύ τους, διαρκώς όλο και μακρύτερα, με στατιστικά όλο και πιθανότερο αποτέλεσμα να πεθάνεις πριν προλάβεις ποτέ να απολαύσεις τον αέρα της ελευθερίας από το μαγγανοπήγαδο της δουλειάς. Και βέβαια, αυτός ακριβώς, όλοι γνωρίζουν, είναι ο στόχος: η εξοικονόμηση στις συντάξεις σημαίνει τον σταδιακό εξαναγκασμό όλο και περισσοτέρων να αφήσουν την τελευταία τους πνοή στη δουλειά.
Οι μη έχοντες εργασία, από την άλλη, κουνούν τα κεφάλια για την αγνωμοσύνη που προδίδουν τα βάσανα των πρώτων: στην δική τους περίπτωση, ο εφιάλτης δεν λέγεται “εργασία χωρίς τέλος”, αλλά “τέλος της εργασίας”, κοινωνικός αποκλεισμός, και ένδεια. Δεν είναι ο θάνατος στη δουλειά αλλά ο θάνατος που επιφέρει η απουσία της. Οι προβληματισμοί όσων αισθάνονται ότι θα εργάζονται ισοβίως σε κάποιου είδους κάτεργο με επισφαλείς μηνιαίες απολαβές αρχίζουν να φαντάζουν σαν απαράδεκτες πολυτέλειες. Και η ίδια η συζήτηση για την εκλίπουσα υπόσχεση της “ποιότητας ζωής” αποκτά κάτι από την χυδαιότητα του να λες “παντεσπάνι” όταν λείπει το ψωμί.
Και έτσι συμβαίνει οι δύο δυστοπίες που κληροδότησε στην θεωρία της χειραφέτησης ο 19ος αιώνας να μην εναλάσσονται πλέον χρονικά (και σε συνάρτηση αφενός με εκρήξεις παραγωγικότητας –τα χρόνια των παιδιών στα εργοστάσια– και αφετέρου παραγωγικής στασιμότητας –τα χρόνια του 30) αλλά να συμπίπτουν στο ίδιο χρονικό σημείο, ενώ αυτό που χωρίζεται στη μέση είναι τα “προνομιούχα” υποκείμενά τους. Θα έμπαινε κανείς στον πειρασμό να πει το κοινότυπο: η κόλαση του ενός είναι ο παράδεισος του άλλου. Αλλά επειδή οι “παράδεισοι” παρίστανται ταυτόχρονα, κανείς από τους δύο δεν αφήνει περιθώρια για εξιδανίκευση και νοσταλγία. Ο παράδεισος του έχοντος εργασία είναι ήδη έκπτωτος και απομυθοποιημένος στα μάτια του ανέργου, και δεν μπορεί να γίνει ούτε λόγος για το αντίστροφο. Δεν υπάρχει σήμερα άνεργος που δεν γνωρίζει ότι η εργασία είναι κόλαση που επιδεινώνεται διαρκώς (χειρότερα ωράρια, μικρότερες συντάξεις, χειρότερες συνθήκες, μικρότερος μισθός, μεγαλύτερη ανασφάλεια), ούτε εργοδοτούμενος που δεν συνειδητοποιεί ότι έξω από την κόλαση της εργασίας παραμονεύει η σκοτεινότερη φωτιά της κόλασης της ανεργίας (συρρίκνωση προοπτικών νέας εύρεσης εργασίας, λιγότερη προστασία από χειρότερη εκμετάλλευση με κάθε νέα εύρεση, λιγότερη κοινωνική πρόνοια για να απορροφήσει τους υλικούς και ψυχικούς κραδασμούς της διαδικασίας).
Έτσι το δίλημμα με τον κωδικό “Μαρξ ή Λαφάργκ;” επιλύθηκε πλέον για τους πολλούς στην πράξη και χωρίς την παραμικρή ανάγκη θεωρητικής διαμεσολάβησης: ούτε εργασία που πραγματώνει ούτε τεμπελιά που απελευθερώνει. Μόνο τα διαβολικά, διεστραμμένα κακέκτυπα της χωρίς τέλους ζωής στα σφαγεία της δουλειάς και του κοινωνικού θανάτου στο υπνοδωμάτιο του πατρικού εφεξής. Απαλλαγή από τα ζιζάνια της νοσταλγικής εξιδανίκευσης αυτού που δεν θυμόμαστε αρκετά καλά για να απεχθανόμαστε αρκετά: το γρασίδι είναι νεκρό εκεί που καθόμαστε, αλλά δεν είναι πλέον και πιο πράσινο πουθενά.
πηγή: radicaldesire μέσω https://bestimmung.blogspot.gr/