Κάποτε ήταν ένας βασιλιάς, που είχε ό,τι ήθελε. Διέθετε όλη τη δύναμη και την είχε μετατρέψει σε εξουσία. Όλοι τον υπηρετούσαν, δεν υπήρχε κανείς να μη δουλεύει γι’ αυτόν. Κι όμως, εκείνος αφού ικανοποίησε κάθε επιθυμία και μετά κάθε πάθος κι ύστερα κάθε διαστροφή του κι αφού βαρέθηκε ακόμη και να βαριέται, σκέφτηκε πως ήθελε να βρει έναν τρόπο να διασκεδάσει. Θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια και πήγε σ’ ένα τσίρκο.
Διασκέδασε με την καρδιά του σαν παιδί. Είδε τους ακροβάτες και τους γελωτοποιούς, είδε τους χορευτές και τους τραγουδιστές. Χάρηκε. Έπειτα, βρήκε έναν περιπλανώμενο θίασο. Αφού πέρασαν από μπροστά του όλοι οι ηθοποιοί κι οι μαϊμούδες κι οι αρκούδες, αφού είδε τη γυναίκα με τα μούσια και το νάνο με τα μεγάλα πόδια, τον πιο άσχημο άντρα του κόσμου και την πιο αστεία σουπιέρα που πετάει, αποφάσισε να επιστρέψει στο βασίλειό του.
Καθώς βάδιζε στα σκοτεινά, βρέθηκε μπροστά σε ένα τροχόσπιτο. Ήταν απ’ το καραβάνι των περαστικών μοναχικών. Κι εκείνο το κόκκινο τροχόσπιτο, που έβγαζε μια παράξενη λάμψη, που θα ξεσήκωνε και τον πιο αδιάφορο, δεν τον άφησε να φύγει έτσι. Μπήκε μέσα χωρίς δεύτερη σκέψη. Εκεί τον περίμενε η μάγισσα.
Ήταν σκυφτή πάνω στη σφαίρα της. Δεν κουνήθηκε, ούτε όταν εκείνος μπήκε. Τα μαλλιά της έπεφταν πάνω στο πρόσωπό της σα φύκια σε σιωπηρό βυθό. Δεν χρειάστηκε να σηκώσει το βλέμμα· πάνω στη σφαίρα έβλεπε τον εαυτό του, που μόλις είχε μπει στο τροχόσπιτο και καθόταν απέναντί της. Μόλις είδε ό,τι προηγήθηκε, εκείνη σήκωσε το κεφάλι. Τα μάτια της ήταν αδειανά. Μια πράσινη λάμψη τα είχε λούσει και δεν τ’ άφηνε να δουν τι είχε ο κόσμος τούτος.
«Τη μέρα που θα πεθάνεις», του είπε, «θα είναι βαρύς ο χειμώνας. Το κρύο θα καλύπτει τα πάντα γύρω σου, μα όχι την καρδιά σου».
Ξαφνιάστηκε. Δεν είχε πάει να του πουν το μέλλον, δεν ήθελε τίποτε να του πουν. Αυτός είχε μάθει να μιλάει, όχι ν’ ακούει. Όμως, τώρα, άθελά του, είχε ακούσει και ήξερε.
Δεν είπε λέξη. Σηκώθηκε να φύγει. Σκέφτηκε να της αφήσει το χρυσό του δαχτυλίδι, ένα απ’ τα τόσα στη συλλογή του. Εκείνη σήκωσε το χέρι, να τον σταματήσει. «Οι μάγισσες», του είπε, «δεν φορούν ποτέ χρυσά δαχτυλίδια. Ο χρυσός δεσμεύει τον χρόνο και μας στερεί τη δύναμη. Κράτησέ το. Καλό σου δρόμο. Έχεις να κάνεις πολύ ακόμη».
Έφυγε, τρέχοντας. Οι φρουροί τον ακολούθησαν πιστά, μόλις βγήκε απ’ το τροχόσπιτο. Κλείστηκε στο παλάτι του. Τον περίμενε βαρύς ο χειμώνας. Όλο το βασίλειο θα βυθιζόταν στο χιόνι. Αλλά αυτό δεν θα τον οδηγούσε ίσια στο θάνατο.
Την άλλη μέρα έβγαλε τη διαταγή: όλοι θα μάζευαν τα πράγματά τους. Θα συγκέντρωναν ζωντανά και άψυχα. Μόνο τους τοίχους και τα τείχη θα άφηναν. Δεν θα έμενε ούτε μια καρφίτσα πίσω τους. Ό,τι ήταν χτισμένο θα έμενε δώρο στο χιονιά. Μα όλο το βασίλειό του θα έβγαινε στο δρόμο για την αιώνια λιακάδα.
Το ατέρμονο αυτό καραβάνι ταξίδεψε χρόνους και καιρούς. Κέρδισε όλο τον κόσμο. Και τον έχασε ξανά. Πολλοί έμειναν κάπου στη μέση, σε όποια πολιτεία τους έταζε τα περισσότερα. Κι ο βασιλιάς κατάλαβε πως θα τους χάσει όλους, κινητά βασίλεια δεν ζουν. Κι έτσι τους έταξε τη γη της υπόσχεσης. Τους διαβεβαίωσε ότι μόνο ένας δρόμος υπήρχε, ο δικός τους. Αυτοί ήταν οι εκλεκτοί. Όσοι έμεναν μαζί του θα ήταν οι πρώτοι ιδρυτές της αθάνατης πολιτείας. Όσοι τα κατάφερναν θα απολάμβαναν το υπέρτατο δώρο. Δεν τους είπε ποιο ήταν αυτό.
Εκείνοι στην αρχή σκέφτηκαν το χρυσάφι. Ο βασιλιάς τους ήταν καλός και συνετός, δεν θα πήγαινε σε φτωχό μέρος. Σίγουρα χρυσάφι ήταν η έκπληξη που τους περίμενε. Όμως οι μέρες περνούσαν κι η γη της υπόσχεσης δεν φαινόταν πουθενά. Συνέχισαν, μα με πιότερη αμφιβολία. Ακόμη λιγότεροι έμειναν να τον ακολουθούν.
Τότε κατάλαβε πως έπρεπε να σκεφτεί γρήγορα αυτό που θα τους κρατούσε για πάντα σιωπηλούς και υπάκουους. Κι αυτό ήταν μόνο ένα: τους διαβεβαίωσε ότι ο ίδιος ο θεός του έδειξε τον δρόμο. Εκείνο το βράδυ με την κόκκινη λάμψη. Οι φρουροί επιβεβαίωσαν πως είδαν κι αυτοί τη λάμψη. Μέχρι να φτάσουν, είχε πλαστεί όλος ο μύθος που τους κρατούσε πιστούς στο σκοπό. Πέρασαν τριάντα χρόνια. Τελικά, έφτασαν στην αιώνια λιακάδα. Αυτή ήταν το πιο σίγουρο μέρος.
Το βασίλειο ξαναχτίστηκε απ’ τη αρχή. Ο βασιλιάς, γέρος πια, αγαπώντας τη ζωή του πιο πολύ από ποτέ, σκέφτηκε πως ο θάνατος εκεί δεν μπορούσε να τον βρει. Και πράγματι, κυβέρνησε για πεντακόσια χρόνια, βλέποντας τους υπηκόους του να πεθαίνουν και να ξαναγεννιούνται στα πρόσωπα των επόμενων γενεών. Μα αυτός ήταν προστατευμένος στην αιώνια λιακάδα.
Δίκαιος δεν ήταν. Ποτέ δεν υπήρξε άλλωστε. Βασιλιάς ήταν, δεν ήταν αυτή η δουλειά του. Στις καλές του διαθέσεις ευεργετούσε όποιον τύχαινε, στις κακές του τιμωρούσε πάλι όποιον περνούσε απ’ τον δρόμο του. Πέρασαν έτσι τα χρόνια κι ούτε που πρόλαβε να προσέξει πως απ’ του θανάτου το κατώφλι είχε γλυτώσει.
Μα μέσα σε τόση αιωνιότητα δε θα μπορούσε να μείνει η ζωή του έτσι αμετάβλητη. Έμελλε να βρει κι άλλη ζωή απ’ αυτή που είχε υπολογίσει. Κι αυτή εμφανίστηκε χωρίς να το καταλάβει. Δεν κάνεις και τίποτε σπουδαίο σε τέτοιες περιπτώσεις. Ένα μόνο χρειάζεται. Μόλις χαλαρώσεις και θεωρείς το βασίλειό σου δεδομένο, τότε έρχεται η μεγάλη καταστροφή και σ’ τα παίρνει όλα. Κι αυτός ο βασιλιάς, με τόσους ανθρώπους γύρω του να τον υπηρετούν, να τον ακούν, να τον υπομένουν, ακόμη και να τον αγαπούν, ίσως, μα να περνούν σα χιλιάδες εποχές απ’ τη ζωή του, άνευ σημασίας πια, να μη μένει τίποτε…
Ποιος να τον ειδοποιήσει; Κι αυτός τόσα χρόνια, από τη σιγουριά της επανάληψης, της συνήθειας, της κούρασης, δεν είδε ότι μπορεί τον θάνατο να τον ξεγέλασε, μα τον χρόνο όχι. Εκείνος περνούσε και έπαιρνε τα πάντα. Μια μέρα του πήρε και το βασίλειο, λοιπόν.
Κι εκείνος έμεινε μόνος κάποτε κι ασήμαντος, να πρέπει να φροντίσει το δύσκολο έργο να διαφεντεύει μόνο τον εαυτό του, να κυβερνά τη μοίρα τη δική του και κανενός άλλου. Τελικά, υπέκυψε στη νέα βεβαιότητα, αφού πέρασαν κι άλλα τόσα χρόνια κι έμεινε φτωχός, μετά ζητιάνος στα μέρη της αιώνιας λιακάδας, που ήταν το βασίλειο άλλων κι άλλων. Έβλεπε τους αφέντες του να γεννιούνται και να πεθαίνουν. Ήξερε πια από πριν ποιοι θα τα καταφέρουν. Έμαθε να προβλέπει ποιος θα ήταν ο καλύτερος κυβερνήτης, έδινε και συμβουλές στους αφεντάδες που και που. Κι είχε καταφέρει μια χαρά να τα βολεύει. Μάθε τέχνη…
Μα κάτι σα να του έλειπε. Σα να μην είχε μάθει κάτι ακόμη, που τόσους αιώνες τού ξέφευγε μέσα απ’ τα χέρια. Είχε ζήσει τη ζωή του ζητιάνου και του βασιλιά. Είχε σκεφτεί κι είχε αποφασίσει πως καλύτερο ήταν να είσαι ζητιάνος, πως είχες το κεφάλι σου ήσυχο και τη μοίρα για τον εαυτό σου.
Ώσπου, το κατάλαβε. Του έλειπε ο θάνατος, που θα έκανε τη ζωή πιο γλυκιά, πιο αληθινή, πιο ανθρώπινη. Δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Πήγε να συναντήσει το θάνατο στη γη των Κιμμερίων. Εκεί, που βασίλευε πάντα το ημίφως, εκεί που το κρύο ήταν τσουχτερό. Βάδισε ανάποδα το μονοπάτι της λησμονιάς και την βρήκε. Ο δρόμος γνωστός από πάντα.
Ο θάνατος τον περίμενε, μα δεν του χαρίστηκε. Του είπε: «Για να πεθάνεις, πρέπει να κλέψεις το θάνατο κάποιου άλλου. Τώρα πια δε σου ανήκω».
Εκείνος τα ’χασε, δεν το περίμενε. Μα δε μίλησε. Δεν είχε επιλογή.
«Πρόσεχε, όμως, η κλοπή θέλει τέχνη. Δεν μπορείς εύκολα να κλέψεις τον θάνατο. Κάποιοι τον κρατούν σφιχτά και τον κρύβουν βαθιά σε χρηματοκιβώτια μην τους τον πάρει κανείς. Κάποιοι τον σκορπούν, μα το πρωί τους ξαναβρίσκει εκείνος. Υπάρχει μια κατηγορία, οι πολλοί προσεκτικοί, που κάθονται και τον ζυγιάζουν. Απ’ αυτούς θα τον κλέψεις το θάνατό σου. Μα θα πρέπει εσύ να βρεις τον τρόπο».
Αυτή ήταν η πιο δύσκολη αποστολή του. Πέρασε χρόνια στις χώρες του παντοτινού χιονιού και δεν βρήκε τον τρόπο να τον κλέψει. Η ζωή όλων κρατούσε σφιχτά το χαλινάρι της τελευτής. Πήγε εκεί που καταδίκαζαν σε θάνατο και θέλησε αυτός να πεθάνει για χάρη των τιμωρημένων, μα δεν ήταν τόσο εύκολο. Πήγε εκεί που γίνονταν πόλεμοι, μα και πάλι ποιου το θάνατο να κλέψει; Πήγε εκεί που οι μάνες θέλαν πίσω τα παιδιά τους. Μα ποιας το παιδί να ζήσει για χάρη του αιώνια; Κανείς δεν ήθελε τη ζωή αυτή.
«Με μάτια μισόκλειστα καλύτερα να περπατώ, να χάνω τον δρόμο μου, μα θα ξέρω πως κάπου εκεί στο βάθος θα είναι κι αυτός και θα συνεχίζω. Αλλιώς, που να βρω το κουράγιο να ζω αιώνια;» του απάντησε ο πρώτος στρατιώτης που αρνήθηκε.
Ήταν άδικο. Το ήξερε. Μα τη μεγαλύτερη αδικία την είχε διαπράξει εις βάρος του εαυτού του. «Εκεί κάπου ζουν οι άλλοι κι αυτοί οι άλλοι πεθαίνουν, όσο κι αν τους αγαπώ και τους μισώ. Μα πρέπει να έρθει κι η δική μου η σειρά. Στην αρχή νόμιζα πως τα παιδιά θα ήταν εύκολος στόχος, απονήρευτα καθώς είναι, δεν θα καταλάβαιναν ότι τα έριχνα στο ζύγι, μα έχουν αντίληψη. Έπειτα σκέφτηκα τους γέρους, μα ήταν τόσο κουρασμένοι απ’ τη ζωή. Οι νέοι περιφρονούσαν το θάνατο, μα τους έδινε αίγλη το ρίσκο του. Κανείς δεν ήθελε να χαρίσει αιώνια ζωή στους αγαπημένους του για δώρο, ούτε καν οι χριστιανοί. Απελπίστηκα στ’ αλήθεια. Έπρεπε να σκεφτώ πιο σοβαρά».
Τις σκέψεις του άκουσε μια κουκουβάγια και γέλασε. Στην αρχή, ο βασιλιάς παραξενεύτηκε, δεν καταλάβαινε από πού ερχόταν το γέλιο. Κοίταξε προς το δέντρο. «Εσύ γελάς;»
«Ναι, εγώ. Αυτά που λες, είναι αστεία. Δεν έχεις σκεφτεί το πιο απλό· θα πας να βρεις την πιο έξυπνη γυναίκα του κόσμου, μένει σε εκείνο το πέτρινο σπίτι, εκεί ψηλά. Το βλέπεις;»
Ξεκίνησε κατευθείαν. Χτύπησε το ρόπτρο που ακουμπούσε στην πόρτα. Παράξενο· είχε το σχήμα κουκουβάγιας. Του άνοιξε μια γριά γυναίκα. Περιποιημένη, με τα μαλλιά της μια μακριά άσπρη πλεξούδα. Του χαμογέλασε και τον καλωσόρισε, λες και τον περίμενε. Της εξήγησε το λόγο της επίσκεψής του.
Εκείνη σκέφτηκε λιγάκι, τόσο δα κι έπειτα απάντησε: «Μα είναι το πιο απλό πράγμα του κόσμου. Μα πες μου, πρώτα, γιατί τελικά αποφάσισες να πεθάνεις;»
«Βαρέθηκα να ζω. Όσοι αγάπησα και μ’ αγάπησαν έχουν πεθάνει. Κι οι εχθροί μου το ίδιο. Όλοι, κι οι αδιάφοροι, βαρέθηκα, σου λέω».
«Δεν πεθαίνει κανείς από βαρεμάρα. Δε μοίρασες τον χρόνο σου καλά, όπως μου φαίνεται. Είναι απλό, ο θάνατος σε ξεγέλασε. Δεν μπορείς να κλέψεις το θάνατο. Αυτό που θα σε βοηθήσει είναι να μοιραστείς την αιωνιότητα με κάποιον. Έτσι, θα κόψεις το θάνατο στη μέση και θα γίνει φυσικά, όπως σε όλους».
«Πώς θα γίνει αυτό; Με ποιον;»
«Με μένα, βέβαια, θα πεθάνουμε κι οι δύο, αλλά πρώτα θα ζήσουμε αιώνια».
Εκείνος δεν κατάλαβε, μα δε μίλησε, γιατί δεν είχε κι άλλη λύση.
Πράγματι, μοιράστηκαν τη ζωή τους. Δημιούργησαν μαζί, δεν σπατάλησαν τον χρόνο τους, δεν έζησαν απλώς, δεν γνώρισαν μόνο, αλλά και έφτιαξαν μαζί έναν καινούριο κόσμο. Δεν ήταν βασίλειο ο νέος αυτός κόσμος. Ήταν αυτός που χωρούσε την απέραντη αγάπη και δημιουργία τους. Ο κόσμος τους έμεινε αιώνια. Και πέθαναν ήρεμοι κι ευτυχισμένοι μαζί, την ίδια ακριβώς στιγμή, μοιρασμένοι τον θάνατο σα μια φέτα καρπούζι στη μέση του χειμώνα.