Η ιστορική παραδοχή του Χαρίλαου Τρικούπη «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» στις 10 Δεκεμβρίου 1893 σηματοδοτεί ανάγλυφα τη θλιβερή κατάληξη μιας οικονομικής πολιτικής μεγάλων φιλοδοξιών και αγαθών προαιρέσεων, τα διδάγματα της οποίας δεν έχουν ακόμα, έναν αιώνα αργότερα, συζητηθεί ευρέως. Η πολιτική αυτή ανάγκασε το 1898 την Ελλάδα στην αποδοχή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (ΔΟΕ) ο οποίος υποχρέωσε τη χώρα σε πολιτική αυστηρότατης λιτότητας, ως το 1910 τουλάχιστον, για να καταργηθεί τυπικά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι πολιτικές των δύο ανδρών διέφεραν ώς την πτώχευση του 1893 στη ρητορεία, αλλά συνέκλιναν στην πράξη. Ο Τρικούπης τασσόταν υπέρ της οικονομικής ανάπτυξης. Εκπροσωπούσε γαιοκτημονικά συμφέροντα καθώς και το ελληνικό κεφάλαιο της Διασποράς και ήταν οπαδός της στρατιωτικής ετοιμότητας της χώρας να αντιμετωπίσει προκλήσεις της εξωτερικής πολιτικής που θα οδηγούσαν στη γεωγραφική της επέκταση. Ο Δηλιγιάννης ήταν κι αυτός πρόμαχος της Μεγάλης Ιδέας. Τασσόταν υπέρ του «νοικοκυρέματος» των δημόσιων οικονομικών της χώρας και εκπροσωπούσε πολιτικά τους «νοικοκυραίους» της πόλης και του χωριού. Παρά τα δημοφιλή «ο προϋπολογισμός αφήνει μικρό πλεόνασμα», «κάτω οι φόροι» και άλλες δημαγωγικές κορώνες, αμφότεροι οι πολιτικοί συσσώρευσαν μεγάλα ελλείμματα όσο κυβέρνησαν, δικαιολογώντας την απόκλιση μεταξύ προεκλογικών τους δεσμεύσεων και κυβερνητικών πεπραγμένων με επείγουσες τρέχουσες ανάγκες που πάντα θεωρούσαν ότι αντιμετώπιζαν.
Ο Τρικούπης εκμεταλλεύτηκε τη συγκυρία των καρπών της «εποχής του κεφαλαίου» στην ευρωπαϊκή οικονομία, που άνοιξε τις στρόφιγγες του διεθνούς δημόσιου δανεισμού το 1879, για να προωθήσει εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα. Ο εκσυγχρονισμός – έστω και κουτσουρεμένος – που επιχειρήθηκε εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να χρηματοδοτηθεί από εσωτερικούς πόρους με την οικονομική καθυστέρηση που υπήρχε. Ούτε βεβαίως η αστική τάξη ήταν διατεθειμένη να παραιτηθεί των κερδοσκοπικών της επιδιώξεων και να χρηματοδοτήσει ανορθωτικές προσπάθειες που θα τη βοηθούσαν προοπτικά. Ετσι το κόστος του όποιου εκσυγχρονισμού ρίχτηκε ουσιαστικά στις πλάτες του λαού, ο οποίος πλήρωσε εξ ολοκλήρου τα σπασμένα της δασμολογικής πολιτικής του Τρικούπη, που έπληττε τη λαϊκή κατανάλωση, της φορολογικής πολιτικής του (σημειωτέον ότι οι έμμεσοι φόροι που το 1871 αντιπροσώπευαν το 39% των συνολικών φορολογικών εσόδων, έφτασαν στα 1895 να αντιπροσωπεύουν το 64,5%, ενώ η φορολογία του κεφαλαίου ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη) και των δανείων που σύναψε.
Αντί αναθεώρησης του απαρχαιωμένου φορολογικού συστήματος και επιβολής φορολογίας στους, κατά τον καθηγητή Ιωάννη Σούτσο, «μηδόλως φορολογουμένους» – ένα στρώμα εύπορων αστών, που συμπεριλάμβανε ανώνυμες εταιρείες και τραπεζικά ιδρύματα, συνάφθηκαν μεταξύ 1879 και 1890 επτά εξωτερικά δάνεια ονομαστικής αξίας 630 εκατ. δρχ. Ο καθηγητής Ανδρέας Ανδρεάδης υπολόγιζε το ποσό αυτό, μετά την αφαίρεση προμηθειών-μεσιτικών, σε 459 εκατ. δρχ. και σε μόλις 389 εκατ. πραγματικού κεφαλαίου, καθώς πολλά από τα δάνεια εξοφλούσαν αμέσως με τη σύναψή τους παλαιότερα. Από αυτά μόνο ένα, αυτό του 1890, και ένα μέρος του δανείου του 1884 αφορούσαν παραγωγικά έργα, την κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής Πειραιά-Συνόρων. Τα άλλα αφορούσαν στρατιωτικές/ναυτικές δαπάνες, εξόφληση χρεών του Δημοσίου προς τράπεζες και εξοφλήσεις οφειλών προγενέστερων δανείων.
Αποτέλεσμα ήταν μια παρατεταμένη οικονομική ευμάρεια χάρη στην αφθονία χρήματος και επικερδών τοποθετήσεων, στηριγμένη ωστόσο σε προϋποθέσεις που δεν ήταν αυτονόητο ότι θα ίσχυαν εσαεί.
Το ξέσπασμα της σταφιδικής κρίσης και η παράταση της Μεγάλης Υφεσης στην Ευρώπη σήμαναν το πρόσκαιρο τέλος της φούσκας που είχε δημιουργηθεί. Οι τόκοι των δανείων απορροφούσαν το 40% των φορολογικών εσόδων και η πτώχευση το 1893 επήλθε ως μοιραίο.
Από το 1879 έως το 1893 η Ελλάδα σύναψε 9 δάνεια από το εξωτερικό, εκ των οποίων τα 8 ήταν επίτευγμα των κυβερνήσεων του Τρικούπη. Ουσιαστικά επρόκειτο για ένα δάνειο κάθε ενάμιση χρόνο. Πάντως με μέσο τόκο 5% και μέσο ποσοστό χρεολυτικών πληρωμών 0,5%, η Ελλάδα μέσα σε μια δεκαετία είχε επιστρέψει στους δανειστές της αυτά που πραγματικά είχε δανειστεί. Εντούτοις στο τέλος της δεκαετίας αυτής το χρωστούμενο κεφάλαιο είχε μειωθεί ελάχιστα (μόλις 5%). Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι οι τόκοι και τα χρεολύσια έφταναν τα 40 εκατομμύρια δρχ. το χρόνο.
Οι συστηματικοί δανειστές της Ελλάδας, που κατά κανόνα αγόραζαν ελληνικά χρεόγραφα εκδιδόμενα σε ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, ήταν οι οίκοι “Hampro” του Λονδίνου, το “Comptoir d’ Escompt” του Παρισιού (με υποδιοικητή τον φίλο του Συγγρού Α. Βλαστό) και η “National bank Fur Deutschland” του Βερολίνου, με τους οποίους είχαν στενότατες σχέσεις και συνεργασία οι Ελληνες κεφαλαιούχοι. Ενα σεβαστό επίσης ποσό δανείων καλυπτόταν από Ελληνες κεφαλαιούχους του εσωτερικού και του εξωτερικού. Ξεχωριστό ρόλο σ’ αυτή την υπόθεση είχε παίξει ο Α. Συγγρός, που μέσω της τράπεζάς του, της Ηπειροθεσσαλίας, αλλά και της Τράπεζας Κωνσταντινουπόλεως διευκόλυνε Ελληνες που επιθυμούσαν να αγοράσουν ελληνικά χρεόγραφα. Μελετητές του θέματος υπολογίζουν ότι σε χέρια Ελλήνων κεφαλαιούχων βρίσκονταν χρεόγραφα που αντιπροσώπευαν από το 15% έως το 30% του συνολικού ποσού των δανείων που έλαβε η χώρα.
Σημαντικός όμως ήταν και ο εσωτερικός δανεισμός του ελληνικού κράτους, που αντιπροσώπευε το ποσό των 211 εκατομμυρίων δρχ. και ήταν ίσος με τις δαπάνες δύο προϋπολογισμών του κράτους.
Με δεδομένο ότι έως το 1879 η Ελλάδα αποκλειόταν από τα χρηματιστήρια της Ευρώπης (λόγω του μη διακανονισμού των δανείων της ανεξαρτησίας και των δύο πτωχεύσεών της, το 1826 και το 1843) και λαμβανομένου υπόψιν της οικονομικής της καθυστέρησης και της μόνιμα ετοιμόρροπης δημοσιονομικής της κατάστασης, προκαλεί με μια πρώτη ματιά έκπληξη το γεγονός πως οι ευρωπαϊκοί χρηματιστηριακοί κύκλοι της άνοιξαν τις πόρτες, προχώρησαν σε διακανονισμό των παλιών της χρεών και τη δάνειζαν με εκπληκτική προθυμία. Στην πραγματικότητα βεβαίως το φαινόμενο δεν είναι καθόλου περίεργο, αφού σε κείνες τις συνθήκες κρίσης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος χώρες σαν την Ελλάδα, με καθυστερημένες κοινωνικοοικονομικές δομές, ήταν ιδανικές για ανάπτυξη κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων. Αξίζει να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη που τα επιτόκια στην Ευρώπη ήταν κάτω από 2%, στην Ελλάδα έφταναν το 8% με 9%. Ακόμη οι όροι του δανεισμού ήταν τέτοιοι που οι Ευρωπαίοι κεφαλαιούχοι και Ελληνες συνάδελφοί τους μπορούσαν σε σύντομο χρονικό διάστημα – μιας δεκαετία το πολύ – να πάρουν πίσω τα κεφάλαιά τους, που έδωσαν σε δάνεια και από εκεί και πέρα να εισπράττουν καθαρό κέρδος, ξεζουμίζοντας τον ελληνικό λαό.
Ο Διεθνής Οικονομικός έλεγχος (το αντίστοιχο ΔΝΤ της εποχής)
Στις λεγόμενες προτάσεις του Παρισίου του 1896, προβλεπόταν «κούρεμα» του τόκου σε 40% του άρτιου για τα δάνεια των μονοπωλίων και της κεφαλαιοποίησης (σε 32% για τα υπόλοιπα δάνεια) και απόδοση μέρους των εισπράξεων των υπεγγύων προσόδων στα μονοπώλια και τον καπνό στους ξένους δανειστές. Οι ομολογιούχοι ζητούσαν επίσης όλα τα έσοδα από το χαρτόσημο και συμμετοχή στο συμβούλιο της Εταιρείας των Μονοπωλίων. Κωλυσιεργίες παρέτειναν τις συζητήσεις, με την ελληνική πλευρά να πιστεύει ότι διαθέτει χρόνο και τον πρώτο λόγο. Ταξίδι επιτροπής των ομολογιούχων στην Αθήνα για να δει τον πρωθυπουργό παρήλθε άκαρπο.
Η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομική κρίση, σε συνδυασμό με τη χαμηλή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στην Ελλάδα, την κερδοσκοπία του κεφαλαίου σε βάρος του ελληνικού λαού, την οικονομικοπολιτική εξάρτηση, την οποία ενέτεινε ο υπέρογκος δανεισμός ήταν οι βασικοί παράγοντες που οδήγησαν στην τρίτη κατά σειρά πτώχευση της χώρας, το 1893, και στη συνέχεια στην επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου.
Ο έλεγχος αυτός από παλιά αποτελούσε αίτημα των κεφαλαιούχων δανειστών της χώρας και πραγματοποιήθηκε, όπως το ώριμο φρούτο πέφτει από το δέντρο, ως αποτέλεσμα της ήττας της Ελλάδας στον πόλεμο με την Τουρκία (1897), αφού αυτός ο πόλεμος ήταν ό,τι χρειαζόταν για να καμφθούν οι εσωτερικές αντιδράσεις στην ξένη απροκάλυπτη επικυριαρχία.
Για τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 έχουν γραφεί πολλά. Εχει χαρακτηριστεί ως πόλεμος – φιάσκο που προετοιμάστηκε από τη Γερμανία και τις άλλες μεγάλες δυνάμεις, σε συνεργασία με το ελληνικό παλάτι, με προεξοφλημένη την ήττα της Ελλάδας, για να επιβληθεί ο Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Η προσέγγιση αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, γεγονός που αποδεικνύεται περίτρανα, αν ρίξει κανείς μια ματιά στις εξελίξεις που οδήγησαν στην ελληνοτουρκική σύρραξη, αλλά και σ’ αυτές που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκειά της, καθώς και σ’ ό,τι επακολούθησε μετά την ήττα, σε συνδυασμό με τη συμπεριφορά των μεγάλων δυνάμεων.
Η Ελλάδα πάντως με διακοίνωσή της από τις 29 Απριλίου/11 Μαϊου 1897 εναπέθεσε τις τύχες της στις μεγάλες δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Γερμανία, Ιταλία και Αυστρία), από τις οποίες και ζήτησε να μεσολαβήσουν για τη σύναψη ανακωχής και ειρήνης με την Τουρκία. Κι αυτές ανταποκρίθηκαν κατά τον τρόπο που νόμιζαν.
Πατώντας πάνω στην ήττα της χώρας, την υποχρέωσαν να πληρώσει πολεμική αποζημίωση στην Τουρκία ύψους 4 εκατομμυρίων τουρκικών λιρών (95 εκατομμύρια χρυσά φράγκα), ποσό που μόνο μέσω δανεισμού μπορούσε να εξευρεθεί. Υστερα, ως “καλοί φιλέλληνες” προθυμοποιήθηκαν να παραχωρήσουν αυτό το δάνειο με αντάλλαγμα το Διεθνή Οικονομικό Ελεγχο της χώρας μας.
Βάσει του παραπάνω νόμου, η Ελλάδα παραχώρησε στο ΔΟΕ τις εξής πηγές εσόδων: Τα μονοπώλια άλατος, πετρελαίου, σπίρτων, παιγνιοχάρτων, σιγαρόχαρτου, Ναξίας σμύριδος. Σε περίπτωση δε που δεν αρκούσαν αυτές οι πηγές εσόδων, στο ΔΟΕ εκχωρούνταν και οι ακόλουθες: Δασμοί των τελωνείων Λαυρίου, Πατρών, Βόλου και Κέρκυρας. Τέλος στο ΔΟΕ δόθηκε επίσης και η εποπτεία των δημοσίων υπηρεσιών που ήταν αρμόδιες για την είσπραξη των εκχωρηθέντων εσόδων. Ετσι οι προσλήψεις, οι απολύσεις, οι μεταθέσεις και οι προαγωγές των υπαλλήλων αυτών των υπηρεσιών ήταν κάτω από την έγκριση του ΔΟΕ.
Το τεχνοκρατικό τμήμα της δουλειάς της διεθνούς επιτροπής ελέγχου ολοκληρώθηκε στις 21 Ιανουαρίου 1898. Ο νόμος που συνέταξε η εξαμελής αυτή επιτροπή ψηφίστηκε από την Ελληνική βουλή στις 21 Φεβρουαρίου 1898 και επισήμως η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου ανέλαβε την οικονομική διοίκηση της Ελλάδας στις 28 Απριλίου 1898. Η πρώτη απόφαση της Επιτροπής ήταν να χρησιμοποιήσει τις βασικότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές της Χώρας για την εξόφληση του Χρέους.
Έτσι εκχωρήθηκαν οι κάτωθι πηγές εσόδων:
1. Κρατικά μονοπώλια άλατος, πετρελαίου, σπίρτων, παιγνιοχάρτων, σμύριδος, σιγαροχάρτου………………………………………………………….12.300.000 δρχ
2. Φόρος καπνού……………………………………………………….6.600.000 δρχ
3. Τέλη χαρτοσήμου………………………………………………….10.000.000 δρχ
4. Δασμοί τελωνείου Πειραιώς………………………………………10.700.000 δρχ
Σε περίπτωση που δεν επιτυγχάνονταν τα ποσά αυτά προβλέπονταν επικουρικά τα εξής:
1. Δασμοί τελωνείου Λαυρίου…………………………………….1.500.000 δρχ
2. Δασμοί τελωνείου Πατρών……………………………………..2.400.000 δρχ
3. Δασμοί τελωνείου Βόλου……………………………………….1.700.000 δρχ
4. Δασμοί τελωνείου Κέρκυρας…………………………………..1.600.000 δρχ
Η εποπτεία, περνώντας από διάφορες φάσεις, θ’ αποδυναμωθεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά τυπικά θα καταργηθεί μόλις το 1978! Τότε θα διαλυθεί το γραφείο του ΔΟΕ στο ελληνικό υπουργείο Οικονομικών.
***
Πηγές για αυτό το άρθρο:
– Από την πτώχευση του 1893 στο Γουδί
– Πώς η χώρα μας οδηγήθηκε στον ΔΟΕ
– Ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος του 1898 (η Ιστορία επαναλαμβάνεται; )