Οι συγκρούσεις μέρα τη μέρα – Η αντίσταση στην Αγγλική επέμβαση τον Δεκέμβρη του 1944 ήταν καθολική και μεγαλειώδης. Τα κινηματογραφικά πλάνα, ασύνδετα μεν, ικανά όμως να μας μεταφέρουν στο μέτωπο των συγκρούσεων μέσα στην πόλη της Αθήνας. Η λεπτομερής αφήγηση των γεγονότων του ιστορικού Γ. Μαργαρίτη που παραθέτουμε είναι ικανή να συνθέσει τις εικόνες μέρα τη μέρα μέχρι τις αρχές του Γενάρη 1945.
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΤΟΝ ΔΕΚΕΜΒΡΗ ΤΟΥ 1944 ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΓΙΩΡΓΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ
Η πορεία προς την σύγκρουση
Στις 9 Νοεμβρίου έφθασε στην Αθήνα η 3η Ορεινή Ταξιαρχία, προερχόμενη από το μέτωπο της Ιταλίας όπου είχε “ματωθεί” με προσωπική εντολή του Τσώρτσιλ – με τρόπο ώστε να αποκτήσει χρήσιμες “δάφνες δόξας” ενόψει της ουσιαστικής αποστολής της στην Αθήνα. Η πανηγυρική υποδοχή της έβγαλε στους δρόμους όλη τη δύναμη των αντιεαμικών χώρων στην Αθήνα. Είχαν επιτέλους τον “δοκό τους” στρατό στην πρωτεύουσα. Οι Βρετανοί του στρατηγού Σκόμπυ θεώρησαν επίσης ότι η άφιξη αυτού του “επίσημου” ελληνικού στρατού επέτρεπε και επέβαλε τον αφοπλισμό των “ανεπίσημων” στρατών της Αντίστασης, του ΕΛΑΣ δηλαδή. Η Αριστερά, που γνώριζε καλά τον τρόπο συγκρότησης της Ορεινής Ταξιαρχίας από φιλοβασιλικά στοιχεία μετά την διάλυση του ελληνικού στρατού της Μέσης Ανατολής τον Απρίλιο του 1944, δεν αποδέχθηκε αυτή τη λογική. Η γύρο από τον “αφοπλισμό” διαμάχη τέθηκε έτσι σε τροχιά.
Οι πιέσεις από την πλευρά των Βρετανών, οι “διαταγές” του στρατηγού Σκόμπυ και οι αιματηρές προκλήσεις από τους έγκλειστους στα κεντρικά ξενοδοχεία “δωσίλογους” πολλαπλασιάστηκαν τις επόμενες ημέρες. Η σχεδόν “επίσημη” μαζική απόδραση 668 στελεχών του κατοχικού κράτους από τις φυλακές Αβέρωφ βάρυνε το κλίμα. Βρετανικές ενισχύσεις – ολόκληρη η 4η Ινδική Μεραρχία – έσπευσαν προς την Αθήνα και στο αεροδρόμιο του Ελληνικού εγκαταστάθηκαν σμήνη βρετανικών μαχητικών. Οι συσχετισμοί επέτρεπαν πλέον τα τελεσίγραφα. Ο στρατηγός Σκόμπυ ζήτησε την αποστράτευση της Εθνικής Πολιτοφυλακής – των αστυνομικών δυνάμεων του ΕΑΜ – την 1η Δεκεμβρίου και του ΕΛΑΣ στις 10 Δεκεμβρίου. Μαζί του διαλυόταν ο ΕΔΕΣ στην Ήπειρο χωρίς όμως να θιγούν οι επίμαχες δυνάμεις της Ορεινής Ταξιαρχίας, της αστυνομίας και χωροφυλακής ή έστω της ημιεπίσημης Χ του Γρίβα. Η επιλεγμένη διαδικασία μάλλον δεν διασφάλιζε το μέλλον – πολιτικό ή βιολογικό – της Αριστεράς και των αριστερών.
Στην ουσία επρόκειτο για την ολοκλήρωση προσεκτικών, όσο και αποφασιστικών, κινήσεων που είχαν ξεκινήσει τις παραμονές της Απελευθέρωσης` η “κρυφή” τοποθέτηση του Σπηλιωτόπουλου και του επιτελείου των “εθνικών δυνάμεων” στην στρατιωτική διοίκηση της Αθήνας. Ο εξοπλισμός με βρετανικά όπλα – που έφθασαν με μικρά σκάφη στο Πόρτο Ράφτη πριν ακόμα αναχωρήσουν οι Γερμανοί από την Αθήνα – των έμπιστων μονάδων της Χωροφυλακής, της αστυνομίας και της οργάνωσης Χ, η στρατιωτική οργάνωση – σε συντάγματα – των ενόπλων των “εθνικών οργανώσεων” και η στρατηγική τοποθέτησή τους στο κέντρο της Αθήνας κοντά στα κυβερνητικά κτίρια, η συνεχής ροή δυνάμεων από τη Μέση Ανατολή και την Ιταλία με κορύφωση την άφιξη της Ορεινής Ταξιαρχίας, η μεταφορά στελεχών της χωροφυλακής αλλά και του ΕΔΕΣ στην πρωτεύουσα, αποτέλεσαν ψηφίδες μιας στρατηγικής που εύλογα θα μπορούσε να την ονομάσει κανείς πραξικόπημα. Την ίδια στιγμή η Αριστερά καταγγέλλονταν συνεχώς για “παραβιάσεις των συμφωνιών”, ενώ “δοκιμαστικά” άρχιζαν και οι πρώτες δικαστικές διώξεις στελεχών της Αντίστασης.
Για το ΕΑΜ και την Αριστερά η κατάσταση πλησίαζε το αδιέξοδο. Οι δυνάμεις τους ήταν κυρίαρχες σε όλη την εκτός Αθηνών Ελλάδα. Όμως στην πρωτεύουσα χτίζονταν προσεκτικά ένα καθεστώς που καμία συμφωνία δεν είχε προβλέψει. Η βρετανική αποφασιστικότητα εμπόδιζε κάθε συζήτηση και ακύρωνε “εν τη γενέσει” κάθε εναλλακτικό σχέδιο. Μερικές κινήσεις εντυπωσιασμού και επίδειξης δύναμης – η σύσκεψη των Καπεταναίων στη Λαμία στις 17 Νοεμβρίου και ο εορτασμός της 26ης επετείου από την ίδρυση του ΚΚΕ στις 19 του ίδιου μήνα – δεν έκαμψαν την επιμονή του Σκόμπυ. Από την άλλη η ηγεσία της Αριστεράς έπρεπε να λάβει υπόψη της τόσο την ανάγκη για εξωτερική επισιτιστική βοήθεια όσο και τις περιπλοκές που θα προέκυπταν από τη σύγκρουση με τα συμμαχικά στρατεύματα ενώ ο πόλεμος διαρκούσε ακόμα. Το αδιέξοδο φαινόταν απόλυτο.
Την 1η Δεκεμβρίου εξαιτίας αυτού του αδιεξόδου αλλά και εσωτερικών προστριβών, οι υπουργοί της Αριστεράς παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Η τελευταία απάντησε σε αυτή την κίνηση με καταιγισμό διαταγμάτων κατά της Αριστεράς. Το ΕΑΜ και τα κόμματα της Αριστεράς οργάνωσαν συγκέντρωση διαμαρτυρίας για την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου και κήρυξαν γενική απεργία από την Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου. Ο δρόμος προς τα Δεκεμβριανά είχε φθάσει στο τέλος του.
Η Αθήνα πεδίο μάχης
Η μεγάλη διαδήλωση της Κυριακής 3 Δεκεμβρίου χτυπήθηκε στην πλατεία Συντάγματος από πυροβολισμούς που ρίχθηκαν από το κτίριο της Αστυνομικής Διεύθυνσης της Αθήνας. Υπήρξαν νεκροί – 16 ή 17 – και πολλοί τραυματίες. Το πολιτικό μήνυμα της επίθεσης ήταν σαφές: οι Βρετανοί δεν θα υποχωρούσαν ακόμα και αν η στάση τους οδηγούσε σε λουτρό αίματος στη μόλις απελευθερωμένη Αθήνα. Στην ουσία επρόκειτο για την τελευταία στάση της πολιτικής πριν αναλάβουν την επίλυση των διαφορών τα όπλα. Από τις 2 Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ κινητοποιούσε τις δυνάμεις του.
Καθώς ξημέρωνε η Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου, το κλίμα στην Αθήνα γινόταν περισσότερο βαρύ και ηλεκτρισμένο. Τα αιματηρά γεγονότα στο συλλαλητήριο του ΕΑΜ της προηγούμενης ημέρας προκάλεσαν νέες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας όπου περίσσευε η οργή. Η γενική απεργία παρέλυσε κάθε δραστηριότητα στο κέντρο της πόλης, η παροχή ηλεκτρικού διακόπηκε και, σε πολλές περιοχές, σταμάτησαν να λειτουργούν τα τηλέφωνα. Στον Πειραιά η εκφόρτωση των πλοίων σταμάτησε και τα περισσότερα από αυτά διατάχτηκαν να αγκυροβολήσουν έξω από το λιμάνι. Τον εκκωφαντικό θόρυβο των αεροπλάνων που πετούσαν σε χαμηλό ύψος, ρίχνοντας φυλλάδια με τις διαταγές της βρετανικής στρατιωτικής διοίκησης, συμπλήρωναν οι φωνές και τα συνθήματα που αναπαράγονταν σε κάθε συνοικία από τα χωνιά των οργανώσεων της Αριστεράς, ΕΑΜ, Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ), ΚΚΕ. Προοδευτικά νέοι ήχοι προστέθηκαν στους προηγούμενους. Πυκνοί πυροβολισμοί ξεσπούσαν γύρο από το κέντρο και τις συνοικίες της Αθήνας. Μέλη των δεξιών οργανώσεων και δωσίλογοι (στελέχη του κατοχικού κράτους) “υπό περιορισμό” σε κεντρικά ξενοδοχεία χτυπούσαν τις διαδηλώσεις του ΕΑΜ που αυτή τη φορά συνοδεύονταν από ενόπλους. Την ίδια στιγμή οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ της Αθήνας καταλαμβάνουν τα αστυνομικά τμήματα και αφοπλίζουν τους αστυνομικούς. Σε λίγες ώρες είχαν καταληφθεί 17 τμήματα και ο οπλισμός του προσωπικού τους προστέθηκε στα όπλα του ΕΛΑΣ. Στο Θησείο και στα Πετράλωνα οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ συγκρούστηκαν με μερικές εκατοντάδες μέλη της Χ του Γρίβα. Όταν η κατάσταση έγινε δύσκολη για τους τελευταίους, ισχυρά βρετανικά αποσπάσματα επενέβησαν για να τους απεγκλωβίσουν και να τους μεταφέρουν στο κέντρο της πόλης.
Την επομένη, στις 5 Δεκεμβρίου, πραγματοποιήθηκαν ακόμα μια φορά μεγάλες διαδηλώσεις του ΕΑΜ στις συνοικίες. Ήταν όμως φανερό πλέον ότι τον λόγο είχαν τα όπλα. Η ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης είχε οπωσδήποτε αιφνιδιάσει και τα δύο στρατόπεδα. Στην αρχή των μαχών οι Βρετανοί είχαν στην Αθήνα και στον Πειραιά μία ελλειπή ταξιαρχία τεθωρακισμένων, την 23η, η οποία όμως είχε εξοπλιστεί για την περίσταση με μία επιλαρχία αρμάτων Sherman, των 35 τόνων, ακαταμάχητα για οποιοδήποτε όπλο που ο ΕΛΑΣ μπορούσε να διαθέτει. Υπήρχαν επίσης μονάδες αλεξιπτωτιστών και δύο τάγματα πεζικού που έφθασαν αεροπορικός στην αρχή των γεγονότων, συνολικά 5.000 άνδρες. Αντίθετα υπήρχε ένα πλήθος βοηθητικών μονάδων με το προσωπικό τους, σχεδόν 10.000 άτομα, η προστασία των οποίων έθετε προβλήματα στον γενικό διοικητή, τον στρατηγό Σκόμπυ. Σε αυτές τις δυνάμεις προστέθηκαν τα πιστά στην κυβέρνηση Παπανδρέου ελληνικά στρατεύματα, η 3η Ορεινή Ταξιαρχία με 2.800 άνδρες, μονάδες της Χωροφυλακής, της αστυνομίας και των οργανώσεων τύπου Χ με 2.500 έως 3.000 ενόπλους. Ως εφεδρεία αυτών των δυνάμεων υπολογίζονταν οι περίπου 12.000 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας και άλλων δωσιλογικών σωμάτων που βρίσκονταν “έγκλειστοι” είτε στην Αθήνα είτε σε νησιά του Σαρωνικού.Ο όγκος των βρετανικών ενισχύσεων – τρεις μεραρχίες πεζικού, η 4η Ινδική, η 4η και 46η Βρετανικές, σε πρώτη φάση – θα έφθαναν στα μέσα Δεκεμβρίου.
Από την άλλη πλευρά η μεγάλη μονάδα του ΕΛΑΣ της Αθήνας, το Α΄ Σώμα Στρατού, είχε μεν στα χαρτιά μία καταγεγραμμένη δύναμη που πλησίαζε τις 20.000 γυναίκες και άνδρες, διέθετε όμως μόλις 6.000 όπλα, πολλά από τα οποία πιστόλια και περίστροφα. Επιπλέον, από την Απελευθέρωση και μετά, οι δυνάμεις του βρίσκονταν σε κατάσταση αποστράτευσης και στην ουσία έπρεπε να συγκροτηθούν από την αρχή. Ο εφοδιασμός σε πυρομαχικά εξαρτιόταν από τη δυνατότητα αφοπλισμού των αντιπάλων του.
Οι μονάδες του ΕΛΑΣ της επαρχίας ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Οι μονάδες της Στερεάς, η IIη και η ΧΙΙΙη μεραρχίες, είχαν περίπου 5.000 ενόπλους κοντά στην Αθήνα. Μία από τις καλύτερες μονάδες του όμως, το 2ο Σύνταγμα, αφοπλίστηκε από βρετανικά στρατεύματα στη Φιλοθέη, στο Κολέγιο Αθηνών, λίγο πριν αρχίσουν οι συγκρούσεις, εξαιτίας απουσίας σαφών οδηγιών για την στάση απέναντι στον αγγλικό στρατό. Οπωσδήποτε ήταν ένα σοβαρό πλήγμα για τον ΕΛΑΣ. Η ενίσχυση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στην Αθήνα από δυνάμεις της κεντρικής και της βόρειας Ελλάδας ήταν προβληματική εξαιτίας των αποστάσεων – χρειαζόταν 12 έως 15 ημέρες πορεία για την άφιξη δυνάμεων από την Θεσσαλία – της απουσία μεταφορικών μέσων και της βρετανικής κυριαρχίας στον αέρα. Πάντως στη διάρκεια των μαχών έφθασαν στην Αθήνα μονάδες από την Πελοπόννησο, τη Στερεά ή και τη Θεσσαλία (η Ταξιαρχία Ιππικού και το 54ο Σύνταγμα), συνολικά 6.000 έως 7.000 ένοπλοι.
Οι συγκρούσεις κλιμακώθηκαν προοδευτικά και τις πρώτες τουλάχιστον ημέρες πήραν τη μορφή κλεφτοπολέμου. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ προσπαθούσαν να καταστρέψουν τις ελληνικές μονάδες των αντιπάλων τους χωρίς όμως να εμπλακούν σε μάχες με τα βρετανικά στρατεύματα. Πίστευαν ίσως ότι με τον τρόπο αυτό θα εξανάγκαζαν τους Βρετανούς να έρθουν σε συμβιβασμό καθώς δεν θα διέθεταν πλέον τοπικά στηρίγματα. Για τον λόγο αυτό οι μεμονωμένες βρετανικές μονάδες στην Αττική και στην επαρχία δεν δέχτηκαν επίθεση και μάλιστα μπόρεσαν να μετακινηθούν σχεδόν ελεύθερα.
Το σχέδιο αυτό δεν καρποφόρησε εξαιτίας της αδυναμίας του ΕΛΑΣ να νικήσει τόσο τις δυνάμεις της Ορεινής Ταξιαρχίας που βρίσκονταν εγκατεστημένες στο Γουδί μέχρι και τους Αμπελοκήπους, όσο και τις δυνάμεις της χωροφυλακής που βρίσκονταν οχυρωμένες στο στρατόπεδο Μακρυγιάννη, κάτω από την Ακρόπολη. Οι αποτυχίες αυτές οφείλονταν στην καθυστερημένη άφιξη των μονάδων του ΕΛΑΣ της επαρχίας, στην εμφανή κατωτερότητα του οπλισμού του ΕΛΑΣ της Αθήνας και προπαντός στην παρέμβαση των βρετανικών δυνάμεων κάθε φορά που η μάχη έφθανε σε κρίσιμο σημείο. Η κατάληψη από τον ΕΛΑΣ κτιρίων στην περιφέρεια και η ουσιαστική κυριαρχία του σε όλες τις συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά δεν μπορούσε να οδηγήσει σε νίκη. Αντίθετα οι βρετανικές δυνάμεις με την αδιάκοπη υποστήριξη των αεροπλάνων που πολυβολούσαν και βομβάρδιζαν τις συνοικίες της πόλης και του ναυτικού πυροβολικού, εγκατέστησαν ένα προγεφύρωμα στο Φάληρο στο οποίο άρχισαν να συγκεντρώνουν ισχυρές δυνάμεις. Ταυτόχρονα άρχισαν να εξοπλίζουν εκ νέου τα πρώην μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας δημιουργώντας Τάγματα Εθνοφυλακής.
Οι πρώτες βρετανικές απώλειες συνέβησαν στις 6 Δεκεμβρίου στις επιχειρήσεις εκκαθάρισης της οδού Πανεπιστημίου όπου και καταλήφθηκαν τα γραφεία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στην οδό Κοραή. Η πρώτη όμως συγκροτημένη επίθεση του ΕΛΑΣ ενάντια σε βρετανικές δυνάμεις έγινε τι νύχτα της 12ης προς 13η Δεκεμβρίου στα Παραπήγματα, στο σημερινό Πάρκο της Ελευθερίας πίσω από το Μέγαρο Μουσικής. Στη λυσσαλέα σύγκρουση οι Βρετανοί είχαν 150 νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους. Η αναμέτρηση έφθασε έτσι στη δεύτερη και σκληρότερη φάση της.
Η ολοκληρωτική σύγκρουση
Η βρετανική αντεπίθεση άρχισε στις 13 με 14 Δεκεμβρίου, καθώς έφθαναν οι πρώτες σημαντικές ενισχύσεις από το μέτωπο της Ιταλίας και ολοκληρωνόταν η συγκέντρωση στη Αθήνα των βρετανικών στρατευμάτων που βρίσκονταν έως τότε στην ελληνική επαρχία. Οι πρώτες βρετανικές επιδιώξεις ήταν η εξασφάλιση του λιμανιού του Πειραιά και η διασφάλιση της σύνδεσής του με το πολιορκημένο κέντρο της Αθήνας. Οι άξονες της επίθεσης θα ήταν η λεωφόρος Συγγρού και, όταν εξασφαλιζόταν ο Πειραιάς, η οδός Πειραιώς. Εξυπακούεται ότι ταυτόχρονα έπρεπε να ενισχυθούν οι δυνάμεις που υπεράσπιζαν το μέτωπο της Αθήνας, τη γραμμή μάχης που ξεκινούσε από το Παναθηναϊκό Στάδιο και τον λόφο του Αρδηττού, έφθανε έως τους στενούς δρόμους στα δυτικά της Ομόνοιας, ενώ από του Μακρυγιάννη έφθανε έως το Πεδίο του Άρεως, τους Αμπελοκήπους και το Γουδί.Ο ΕΛΑΣ
Οι Βρετανοί πίστευαν ότι, ύστερα από δέκα ημέρες συγκρούσεων, η μάχη πλησίαζε προς το τέλος της. Ο ΕΛΑΣ δεν είχε πετύχει κανέναν από τους βασικούς στόχους του ενώ οι βρετανικές θέσεις είχαν σημαντικά ενισχυθεί. Οι απώλειες δεν ήταν ακόμα σοβαρές. Έως τις 15 Δεκεμβρίου οι Βρετανοί είχαν 63 νεκρούς (11 αξιωματικούς), 228 τραυματίες και 235 αγνοούμενους αιχμαλώτους στα χέρια του ΕΛΑΣ. Ο τελευταίος αντίθετα είχε χάσει – σύμφωνα με τις βρετανικές εκτιμήσεις – 4.000 μαχητές του από τους οποίους οι 2.900 ήταν αιχμάλωτοι στα χέρια των Βρετανών.
Οι βρετανικές εκτιμήσεις αποδείχθηκαν γρήγορα υπερβολικά αισιόδοξες. Ο ΕΛΑΣ – ιδιαίτερα τα εφεδρικά του τμήματα της Αθήνας που σήκωσαν το βάρος των συγκρούσεων – είχε την ικανότητα να αναγεννιέται έπειτα από κάθε σύγκρουση. Εθελοντές δεν έλειπαν και μόνο ο διαθέσιμος οπλισμός περιόριζε τις δυνατότητες του. Οι επιθέσεις που εξαπέλυσαν οι βρετανικές δυνάμεις τις επόμενες ημέρες αντιμετώπισαν ισχυρή αντίσταση και πραγματοποίησαν αργές προόδους. Στον Πειραιά χρειάστηκαν διήμερες συγκρούσεις για να κλείσει ο σταθμός της Τερψιθέας και να ανοίξει για τα τεθωρακισμένα ο περιφερικός δρόμος της Καστέλας. Οι Γκούρκας, επίλεκτα ινδικά στρατεύματα, κατέλαβαν τέλος την κορυφή της Καστέλας και το μέτωπο μετακινήθηκε προς τις γραμμές του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου και το ποδηλατοδρόμιο (το σημερινό γήπεδο Καραϊσκάκη). Μερικές προκυμαίες του κυρίως λιμανιού άρχισαν να λειτουργούν από τις 19, αποφασιστικοί όμως πρόοδοι έγιναν στις 25 του μήνα όταν καταλήφθηκαν τα Ψυγεία Φιξ. Η οδός Πειραιώς προς την Αθήνα, παρέμεινε όμως κλειστή για τους Βρετανούς.
Στις 18 η βρετανική επίθεση αναπτύχθηκε κατά μήκος της λεωφόρου Συγγρού, στηριγμένη στις σημαντικές ενισχύσεις που αποβιβάστηκαν στο Φάληρο. Ύστερα από πολύωρες μάχες οι Βρετανοί κατέλαβαν δύο στρατηγικά σημεία, τον λόφο Σικελίας και το εργοστάσιο του Φιξ. Όμως παράλληλες επιθέσεις προς του Φιλοπάππου και τον Αρδηττό απέτυχαν. Από την πλευρά του ο ΕΛΑΣ συνέχισε τις κινήσεις στην περιφέρεια χτυπώντας στη Σχολή Ευελπίδων και στις φυλακές Αβέρωφ. Οι τελευταίες “φιλοξενούσαν” σημαντικούς δωσίλογους (στελέχη του κατοχικού κράτους) και οι Βρετανοί οργάνωσαν τολμηρή επιχείρηση για την διάσωσή τους. Ο Ιωάννης Ράλλης, που βρίσκονταν εκεί φυλακισμένος, διέφυγε για να παραδοθεί αργότερα στους Βρετανούς. Την ίδια ώρα οι Βρετανοί γνώριζαν την πιο βαριά ήττα τους. Μονάδες του ΕΛΑΣ επιτέθηκαν στις εγκαταστάσεις και στις υπηρεσίες της RAF στη Κηφισιά και ύστερα από σύντομη μάχη αιχμαλώτισαν το σύνολο των εκεί Βρετανών. Οι εκατοντάδες αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν προς τον βορρά παρακολουθούμενοι από αγγλικά αεροπλάνα που τους έριχναν διαρκώς εφόδια, τρόφιμα και σοκολάτες. Για τα παιδιά των χωριών απ΄ όπου περνούσε η πομπή, ο βομβαρδισμός αυτός προκαλούσε γενική ευφορία.
Οι συνοικίες της Αθήνας δεν βομβαρδίζονταν με ζαχαρωτά. Οι αεροπορικές επιθέσεις γίνονταν αρχικά με ρουκέτες και πολυβολισμούς, οι στρατιωτικές εξελίξεις όμως παραμέρισαν τους δισταγμούς και προκάλεσαν βαρύτερους βομβαρδισμούς με βόμβες και τα πυροβόλα των πλοίων. Η επίθεση ενάντια στη Δραπετσώνα και τον λόφο του Νεκροταφείου της Αναστάσεως στον Πειραιά συνοδεύτηκε από βαρύ βομβαρδισμό από πλοία, αεροπλάνα και πυροβόλα, σχεδόν 4.000 βλήματα κάθε είδους. Το πυροβολικό του ΕΛΑΣ απαντούσε με τα τέσσερα έως έξι ορειβατικά πυροβόλα του ρίχνοντας μετρημένα βλήματα σε επιλεγμένους στόχους. Ο προτιμώμενος στόχος ήταν το κτίριο της Βρετανικής Πρεσβείας στο Κολωνάκι και τα Παλαιά Ανάκτορα όπου οι πρώην άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας μεταμορφώνονταν σε μονάδες εθνοφυλακής. Δεν ήταν όμως οι οβίδες του ΕΛΑΣ που ενοχλούσαν τους Βρετανούς και τους συμμάχους τους. Το κύριο όπλο του πρώτου ήταν οι νάρκες με τις οποίες παγίδευε τους δρόμους και τα κτίρια και τις οποίες χρησιμοποιούσε για να ανοίγει τρύπες στους τοίχους των κτιρίων που πολιορκούσε.
Η τελευταία φάση
Τις ημέρες των Χριστουγέννων η πολιτική διαπραγμάτευση φάνηκε προς στιγμήν να επανέρχεται στο προσκήνιο. Η τολμηρή επίσκεψη του Τσώρτσιλ και του Ήντεν στη φλεγόμενη Αθήνα – την ώρα που εξελισσόταν η τελευταία γερμανική αντεπίθεση στο μέτωπο των Αρδενών – ήταν περισσότερο μία επίδειξη αποφασιστικότητας παρά μία προσπάθεια αναζήτησης ειρηνικής λύσης. Οι επιδιώξεις παρέμειναν αναλλοίωτες ως προς την ουσία τους εμπεριέχοντας μόνο μικρές αλλαγές προσώπων. Ο λόγος δόθηκε ξανά στα όπλα και οι μάχες εξακολούθησαν με μεγαλύτερη ένταση. Η εκστρατεία του ΕΛΑΣ στην Ήπειρο προκάλεσε την εύκολη κατάρρευση των δυνάμεων του Ζέρβα και έκανε ακόμα πιο επιτακτική για τους Βρετανούς την επίτευξη αποφασιστικής νίκης στην Αθήνα, το μοναδικό πλέον ανοικτό μέτωπο του πολέμου. Η συνεχής ροή βρετανικών ενισχύσεων και η ανάπτυξη των ελληνικών μονάδων της εθνοφυλακής με την στρατολόγηση όλων των αντιεαμικών χώρων έδινε σαφή πλέον υπεροχή στη βρετανική πλευρά.
Οι προσπάθειες επικεντρώθηκαν στο Γκάζι, κατά μήκος της οδού Πειραιώς, στην Ομόνοια και στις ανατολικές συνοικίες όπου οι Βρετανοί εξαπέλυσαν επιθέσεις με τεθωρακισμένα στη Νέα Σμύρνη, στο Δουργούτι και στο Κατσιπόδι. Υπό πολλαπλές πιέσεις οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ εκκένωσαν την κατεστραμμένη από τις πολυήμερες μάχες και τους βομβαρδισμούς Καισαριανή τις νυχτερινές ώρες της 29ης προς 30ή Δεκεμβρίου. Μόνιμοι και έφεδροι αντάρτες και μαζί τους αρκετοί άμαχοι πέρασαν τον παγωμένο Υμηττό προς τα Μεσόγεια. Η αντοχή του ΕΛΑΣ και η ικανότητά του ύστερα από κάθε χτύπημα που δέχονταν, εξακολουθούσε να απελπίζει τους Βρετανούς ιθύνοντες. Ο πόλεμος στη δυτική και κεντρική Ευρώπη μαίνονταν, και η κοινή γνώμη στην Αγγλία και στις ΗΠΑ είχε αρχίσει να αναρωτιέται σε τι ακριβώς αποσκοπούσε μία ελληνική εκστρατεία που απασχολούσε ήδη στοιχεία τεσσάρων βρετανικών μεραρχιών.
Καθώς τελείωνε ο χρόνος οι βρετανικές απώλειες άγγιζαν πλέον απαγορευτικά επίπεδα. Περισσότεροι από 1.500 Βρετανοί στρατιωτική είχαν τεθεί εκτός μάχης και από αυτούς οι 600 ήταν αιχμάλωτοι, η τύχη των οποίων μπορούσε να δημιουργήσει περιπλοκές στις αναμενόμενες διαπραγματεύσεις. Ο ΕΛΑΣ δημιούργησε δύο ισχυρές συγκεντρώσεις δυνάμεων, μία στην Κυψέλη – Τουρκοβούνια – Πατήσια και μία στην Ακαδημία Πλάτωνος – Περιστέρι που απειλούσαν με ισχυρές αντεπιθέσεις κάθε προώθηση των Βρετανών. Η μεθοδική εκκαθάριση αυτών των πολυδαίδαλων συνοικιών εμπεριείχε των κίνδυνο να ξεπεράσουν οι βρετανικές απώλειες τα όρια του ανεκτού. Ήδη πολλές φωνές στο Λονδίνο υπενθύμιζαν ότι η Βρετανία είχε ήδη περισσότερες απώλειες στη σύγκρουση με την ελληνική Αντίσταση από τις αντίστοιχες που είχε στις όποιες συγκρούσεις για την απελευθέρωση της χώρας από τους Γερμανούς τον Οκτώβριο του 1944.
Την τελευταία εβδομάδα του πολέμου, η βρετανική τακτική άλλαξε. Επιδιώχθηκε η στήριξη στα νεοπαγή τάγματα εθνοφυλακής που είχαν συγκροτηθεί από μέλη των δεξιών οργανώσεων τύπου Χ, από χωροφύλακες της επαρχίας και, κυρίως, από μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας που, μετά τον αφοπλισμό τους, φρουρούνταν από τους Βρετανούς σε νησιά και σε φυλακές. Τα τάγματα αυτά εξαπέλυσαν απελπισμένες επιθέσεις ενάντια στις θέσεις του ΕΛΑΣ, υπό βρετανική υποστήριξη, ενώ ανέλαβαν και το αιματηρό έργο της εκκαθάρισης των συνοικιακών δαιδάλων – των προσφυγικών ιδιαίτερα συνοικιών – σε Αθήνα και Πειραιά. Οι απώλειές τους υπήρξαν τρομακτικές – περισσότεροι ίσως από 2.000 νεκροί σε λίγες ημέρες – οι πιέσεις όμως που άσκησαν πάνω στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ υπήρξαν καθοριστικές για την συνέχεια. Απέναντι σε έναν εξαντλημένο αντίπαλο του οποίου τα εφόδια βρίσκονταν στο τέλος τους, οι Βρετανοί μπόρεσαν να προετοιμάσουν τις στρατηγικές τους κινήσεις. Την προέλαση με τεθωρακισμένα κατά μήκος του Κηφισού και η αντίστοιχη από τη λεωφόρο Κηφισίας και το Γηροκομείο προς τα βόρεια. Αυτές οι δύο κινήσεις, που απειλούσαν την αποκοπή των δυνάμεων του ΕΛΑΣ από τους γειτονικούς ορεινούς όγκους, επέβαλαν την υποχώρηση και την εγκατάλειψη της Αθήνας. Στις 5 Ιανουαρίου του 1945 η μάχη των 33 ημερών τελείωσε.
[απόσπασμα από το κεφάλαιο “Από τον Λίβανο έως τη Βάρκιζα” – Γιώργος Μαργαρίτης – 17ος τόμος της “Ιστορίας των Ελλήνων”- β΄ έκδοση, εκδ. Δομή, σελ. 49-68.]