Γράφει ο Νίκος Χαραλαμπόπουλος –
Φαίνεται πως χρειάζεται ένα πολιτικό σχόλιο με αφορμή όλους αυτούς και αυτές που εδώ και κάτι μέρες ξεκατινιάζονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συνεχίζοντας να αναπαράγουν σκατόψυχα ψεύδη και λάσπες (σε λιγότερο ή περισσότερο προσεγμένες εκδοχές) σχετικά με την κατάληψη του city plaza, τα οποία αν δοκίμαζαν να τα γράψουν σε κάποιον πελάτη του Κούγια τώρα θα πλήρωναν για αποζημιώσεις, όχι εξαώροφα κτίρια στο κέντρο της Αθήνας αλλά το δημόσιο χρέος ή το βάρος τους σε χρυσό.
Μιλούν για τα «χρεώσεις 20ευρου ανά κεφάλι πρόσφυγα», για την «εκμετάλλευση των προσφύγων από τους εργαζόμενους» (προκειμένου «να εκβιάσουν για τα δεδουλευμένα τους»), για «τύπους που τα παίρνουν», για «σκοτεινά σχέδια ΜΚΟ» και «πρακτόρων» ή «για ανευθυνότητα», σε σχέση με την «καταλληλότητα της δομής» ή τα «υγειονομικά» ζητήματα μιας τέτοιας «αυθόρμητης» (μη κρατικής, δηλαδή, και μη-«νόμιμης», όπως το εννοούν) δράσης. Πρέπει να παρατηρήσουμε σε αυτό τον τύπο και σε αυτή τη συνάρθρωση επιχειρηματολογίας, τη γειτνίαση με τον τεχνικό Λόγο της κυριαρχίας και των απολογητών (της όποιας εκδοχής) της: από τη συνωμοσιολογία των «Καζάκηδων» ως την εμφυλιο-πολεμική ρητορική των «Βενιζέλων», από τα ρεπορτάζ του ΣΚΑΪ και το κυνήγι στους αλληλέγγυους στην Ειδομένη ως τις κλήσεις σε απολογία από εισαγγελείς και λιμενικό για τις δράσεις στο λιμάνι του Πειραιά των μελών του Συντονισμού για το Προσφυγικό-Μεταναστευτικό και από την βιολογικοποιημένη επιχειρηματολογία της (παν)ευρωπαϊκής ακροδεξιάς ως τον ιατρικοποιημένο ψευδοεπιστημονικό λόγο του Λοβέρδου.
Την ίδια ώρα, η ιστορία του καιρού μας, σαν μια πορεία καταστροφής την οποία προσπαθούν να αντιμετωπίσουν ημιτελώς μειοψηφικές αμυντικές δράσεις (όπως, οι καταλήψεις για τις οποίες ερίζουμε), περνά σαν οδοστρωτήρας πάνω από τα κεφάλια μας. Στη Συρία (επί της καταστροφής της οποίας, «γεμίσαμε πρόσφυγες και [λαθρο]μετανάστες») κλείνονται τα πρώτα «συμβόλαια ανοικοδόμησης» με όλους τους «σωτήρες»: από την ΕΕ ως τις ΗΠΑ, από το ελληνικό κεφάλαιο ως το Ρώσικο. Αρκεί βέβαια να καταγγείλουμε τον «ευρωατλανιτκό» ιμπεριαλισμό… Στην Τουρκία, η Γερμανία και η ΕΕ κλείνει συμβόλαια με βάσεις για να αναλάβει από τις ΗΠΑ την «επιτήρηση» των δογμάτων ασφαλείας του ΝΑΤΟ (οι ΗΠΑ έχουν δουλειές αλλου…). Όμως εκεί, διεξάγεται ένας πόλεμος που ισοπεδώνει εκατομμύρια Κούρδους και Κούρδισες, το σύνολο της αριστεράς και το εργατικό κίνημα, στο όνομα της «δημοκρατίας της ασφάλειας και της ανάπτυξης» (στο όνομά τους, εξάλλου, διεξάγονται όλες οι αντιτρομοκρατικές σταυροφορίες). Θα τους έχουμε εδώ «πρόσφυγες» (;) να τους λέμε ότι δε χωράμε ή να συζητάμε αν η Τουρκία είναι «ασφαλής τρίτη χώρα»…
Στην Ελλάδα, οι αύξοντες αριθμοί των μνημονίων διαδέχονται ο ένας τον άλλο, όχι μόνο σαρώνοντας εργατικά δικαιώματα και λαϊκές κατακτήσεις (ασφαλιστικό, εκπαιδευτικά, εργατική νομοθεσία) αλλά διαμορφώνοντας ένα ριζικά διαφορετικό τύπο ζωής συνυφασμένο με την επιχειρηματικοποίηση του εαυτού ως αντικείμενο της κρατικής φροντίδας. Είναι η επιβολή των «αντικειμενικών αναγκών» της εξωτερικής διαπραγμάτευσης (του κράτους με τους δανειστές) πάνω στο τσάκισμα της «εσωτερικής διαπραγμάτευσης» (της ταξικής πάλης που ηττήθηκε προσωρινά από την «αριστερή υπόσχεση» της «εθνικής αξιοπρέπειας»).
Μπορεί το εργατικό κίνημα να προσπαθεί να βρει το «κατάλληλο μίγμα» με το οποίο θα μοιραστεί ανάμεσα σε «αλληλέγγυους» και «εργατικές διεκδικήσεις-ξεσηκωμό» ενάντια στα μνημόνια και το ασφαλιστικό ή την κρατική καταστολή, αλλά ο διαχωρισμός ανάμεσα σε όσους/ες έχουν «περιληφθεί», σε όσους/ες έχουν «αποκλειστεί» και σε όσους/ες είναι ταυτόχρονα «εντός κι εκτός» (από τις γέφυρες με τους άστεγους ως τα hotspots με τους πρόσφυγες) είναι ήδη εδώ και παράγει τον εμφύλιο της τάξης μας.
Αναδεικνύεται κάθε μέρα και με περισσότερη σαφήνεια, σε όλα τα -διαφορετικά μεταξύ τους υποδείγματα- ένα μοντέλο περιφραγμένου χάους στο οποίο πουλιέται «ανάπτυξη» για τους «πάνω» και «ασφάλεια» για τους κάτω. Ένα μοντέλο που διαφυλάσσει τη δημοκρατία σαν ένα νομικο-πολιτικό θεσμικό πλαίσιο διασφάλισης των δουλειών του μικρού και μεγάλου κεφαλαίου και τους επιτρέπει να συνυπάρχουν μαζί με «ζώνες εξαίρεσης» και επεκτεινόμενη εξαθλίωση διευρυμένων κομματιών της κοινωνίας. Σε αυτή την κατάσταση, κι όσο το εργατικό κίνημα ακολουθεί τους διαχωρισμούς κατ’ αναλογία της κρατικής πολιτικής ανάμεσα σε «υψηλή πολιτική» (αφηρημένη γεωπολιτική των ειδικών) – «εργατική πολιτική» (οικονομισμό των ντόπιων) – «μαχητικό ανθρωπισμό» (στοιχειακή πολιτική των αλληλέγγυων), θα εμφανίζονται λυσσασμένες μάχες στο εσωτερικό της πλειοψηφίας που στριμώχνεται σε διαρκώς πιο περιορισμένα μέσα ζωής και επιβίωσης για όλο και περισσότερους ανθρώπους κάτω από το όριο.
Αυτό, πιστεύω, είναι και το περιεχόμενο της σύγκρουσης ανάμεσα σε όσους είναι υπέρ και όσους είναι κατά της κατάληψης στοcity plaza. Πίσω από τα νομικο-τεχνικά ζητήματα γύρω από τα οποία περιστρέφεται συχνά η κουβέντα, η πραγματικότητα είναι ότι διανοίγονται δύο βασικές ρητορικές γύρω από την αντιμετώπισης της κρίσης στους «από κάτω». Αυτό, μάλιστα, συμβαίνει -θεωρώ- πέρα από τις προθέσεις των αλληλέγγυων που προχώρησαν στην κατάληψη. Και οι δύο ρητορικές αντιστοιχούν σε κοινωνικοπολιτικές και ταξικές θέσεις, από τη σκοπιά της συνείδησης και όχι (αμιγώς) από τη σκοπιά της αντικειμενικής θέσης στον κοινωνικό σχηματισμό. Η μία ρητορική εδράζεται στην υπεράσπιση του ιδιωτικού συμφέροντος του πολίτη-καταναλωτή, η απόπειρα μιας τελευταίας επίκλησης στο κράτος σαν φορέα δικαίου, η διάσωση του «δημοκρατικού υποκειμένου» που θα αναδείκνυε τη «δική του» κυβέρνηση, το οποίο ηττήθηκε πολλαπλώς τα τελευταία χρόνια και μιας «παραγωγικής ανασυγκρότησης» που θα διαφύλασσε τα ιδιωτικά αυτά συμφέροντα ως δικαιώματα. Η άλλη ρητορική, επιχειρεί ανολοκλήρωτα να αντιμετωπίσει τα βαθιά ρήγματα στην επέλαση του κράτους και του κεφαλαίου, να αναρωτηθεί για όσους δεν έχουν εκπροσώπηση αντι για τα «κενά» εκπροσώπησης στο υπάρχον πολιτικό σύστημα, να αναζητήσει συλλογικούς όρους ικανοποίησης κοινωνικών αναγκών και επιθυμιών χωρίς τη σιδερένια μπάλα του χρήματος και της κρατική πολιτικής πρόνοιας που γίνεται πολιτική ελέγχου.
Δεν είναι τυχαίο που υπάρχει γενικό ηλικιακό χάσμα ανάμεσα στους φορείς αυτών των δύο ρητορικών («Τρέξε, σύντροφε. Ο παλιός κόσμος σε κυνηγά»…). Δεν είναι επίσης τυχαίο, που η μεγαλύτερη ένταση, εμφανίζεται, ή -πιο σωστά- καταλήγει, στο ζήτημα της ατομικής ιδιοκτησίας, ακριβώς με τον τρόπο που Αλέξις Ντε Τοκβίλ (1840) έγραφε ότι το όριο των επαναστάσεων που όλο και λιγότερο θα γίνονται στη δύση θα είναι η γενική «δημοκρατική» αποστροφή της πλειοψηφίας των ανθρώπων σε ό,τι τους διαταράσσει τον ατομικό πλούτο και τις ανέσεις που έχουν κερδίσει, όσο λίγες κι αν είναι… Νομίζω ότι σε αυτό πρέπει να σταθούμε, αν θέλουμε να βγάλουμε κάποιο ευρύτερο συμπέρασμα, από μια απλή «οπαδική» (sic) τοποθέτηση επί της μιας ή της άλλης κατάληψης ή κινηματικής απόπειρας. Ίσως, θα μπορούσε να είναι η αρχή και για μια αυτοκριτική προλεταριακή αντιστροφή όσων μας οδήγησαν στην ήττα όλα αυτά τα χρόνια. Και σε ότι αφορά τους «από κάτω», αυτό (με διαβαθμίσεις και εντάσεις, προφανώς) ισχύει για όλους και όλες…
Εδώ, λοιπόν, για την οικονομία του κειμένου, θα κάνω μερικά βασικά (όπως τα βλέπω) εισαγωγικά πολιτικά σχόλια, αφήνοντας έξω άλλα, όχι λιγότερο σημαντικά (τουναντίον):
Καλό είναι να παραδεχτούμε εξ αρχής πίσω από την επιχειρηματολογία των κριτικών στις καταλήψεις (που «δε θα έπρεπε να γίνονται» γενικά ή «δε θα έπρεπε να γίνονται» «έτσι», «εκεί», «με αυτούς», «γι’ αυτό το λόγο» κλπ) ότι αυτό που βασικά τους/τις καίει είναι η διασφάλιση της ατομικής ιδιοκτησίας της κάθε ιδιοκτήτριας και κάθε ιδιοκτήτη, ως παράδειγμα υπεράσπισης του (υποτιμημένου ή μη) πλούτου που (πιστεύουν) πως έχουν συσσωρευμένο και φοβούνται μην τους τον «φάει» ο επόμενος ΕΝΦΙΑ, το επόμενο φορολογικό, το επόμενο ασφαλιστικό, τα επόμενα μνημόνια, ή κάποιο ανεξέλεγκτο κίνημα που θα (επιχειρήσει ή θα απειλήσει) να τα σαρώσει όλα μαζί, ως πτυχές της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Όχι, φυσικά, γιατί αναφέρονται αφηρημένα σε οποιαδήποτε έννοια κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά γιατί αναφέρονται σε μια πολύ συγκεκριμένη έννοια κοινωνικής δικαιοσύνης ως προνόμιο της «τάξης» τους και της ατομικής τους θέσης, συχνά ενάντια σε όσους βρίσκονται από «κάτω», με ευνοϊκό διαιτητή ένα κράτος δικαίου (τους), που δεν αμφισβητούν αλλά μόνο ζητούν.
Όσοι δεν ανήκουν στενά σε αυτή την κατηγορία με τέτοιες υλικές συνθήκες, εμφανίζονται, τελικά, μόνο ως «ψιλικατζήδες» (αν και θίγω τους ψιλικατζήδες με αυτό), ως απολογητές αυτών που πιστεύουν ότι θα (ήθελαν ή μπορούσαν να) γίνουν. Είναι, ειδικά, αυτή η κατηγορία ανθρώπων που είναι πιο δεκτική στο να μιλάει με τη γλώσσα και το στόμα του Κράτους, συνδυάζοντάς την με την πιο χυδαία εθνικο-λαϊκιστική αναγωγή ενός λόγου περί «αναγκών», «δικαιωμάτων» κλπ. Είναι αλήθεια, ότι για οι «γενίτσαροι» που καταλαμβάνουν «με τον κόπο τους» μια θέση που δεν τους ανήκε εξαρχής, είναι πάντα πιο λυσσασμένοι υπερασπιστές αυτής της θέσης, συγκριτικά με όσους/ες την είχαν δεδομένη. Είναι μια πλευρά για να καταλάβει κανείς τις ταλαντεύσεις των (όπως ονομάζονται) μικροαστικών στρωμάτων. Είναι βέβαια και πλευρά την οποία κανείς πρέπει να απαντήσει σοβαρά, κι όχι με επικλήσεις «διαταξικών συμμαχιών» και «mondus vivendi», αν θέλει να μιλήσει για εργατική-ή-επαναστατική πολιτική σήμερα – κι όχι μετά από δυο-τρεις γενιές ή όποτε…
Δε θα ‘πρεπε, όμως, να ξεχνάει κανείς και καμία, ότι δεν είναι και πολύ συμβατές στον καιρό που ζούμε οι έννοιες των βασικών «ανθρωπίνων» δικαιωμάτων με την έννοια του «δικαιώματος στην ιδιοκτησία». Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν ποτέ συμβατές, παρά μόνο υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις του συνδυασμού ενός ακμάζοντος και αναπτυσσόμενου καπιταλισμού και κινημάτων που αναδεικνύονταν σε επαναστατική απειλή, και μάλιστα για ένα συγκεκριμένο τμήμα του κόσμου σε συγκεκριμένες χρονικές συνθήκες. Τότε, και μόνο τότε, ήταν δυνατός ένας «συμβιβασμός» που έδινε τη δυνατότητα για «ένα σπίτι», ένα «εξοχικό», μια «σύνταξη», ένα «κομπόδεμα»…
Και θα ‘πρεπε να πούμε ότι αυτός ο συμβιβασμός, επέτρεπε στη μεγάλη (και όχι καθολική) πλειοψηφία του «πρώτου κόσμου» να απολαμβάνει το «προνόμιο» της κατοχής ατομικής ιδιοκτησίας. Πάντα αυτό το προνόμιο ήταν, είναι και θα είναι υπό αίρεση για τις εκμεταλλευόμενες τάξεις, γι’ αυτές που δεν κατέχουν μέσα παραγωγής, γι’ αυτές που δεν τους ανήκει δικαιωματικά αυτός ο κόσμος, παρά μόνο στη «γενναιόδωρη» κίνηση του κράτους και του κεφαλαίου να τους συμπεριλάβει στις υπεργολαβίες της νομής της εξουσίας του.
Γι’ αυτό και τα σπίτια και τις «δεύτερες» κατοικίες, δεν απειλεί ούτε «διαπραγματεύεται» να τα κατασχέσει το «συνονθύλευμα των αλληλέγγυων» αλλά η ίδια η κυβερνητική πρακτική, η κρατική πολιτική και οι τράπεζες, οι επιχειρηματίες που «θα επενδύσουν». Γιατί, ο συσσωρευμένος πλούτος πρέπει να αξιοποιείται, να κινεί το Χρήμα και την Αγορά, να είναι χρήσιμος για την Ανάπτυξη. Αλλιώς, υπάρχουν τα μέσα για να αποκλειστεί κανείς από αυτή την «κατοχή». Είτε θα αποδεχτείς, λοιπόν, τους όρους της «ατομικής ιδιοκτησίας» ώστε να μετέχεις σε αυτήν, είτε θα αποκλείεσαι από αυτήν όποτε κρίνεται ότι «είσαι βάρος» για την αξιοποίησή της. Κι αυτό σημαίνει, με όλους τους κινδύνους που απορρέουν από τις εγγυήσεις που σου παρέχονται στη μία ή στην άλλη περίπτωση, ότι ανάλογα επιλέγεις ταξικό στρατόπεδο. Κι αυτό είναι το όριο, όχι μόνο της πολιτικής επιλογής σου αλλά και της ηθικής. Από τη μια είναι η ανάπτυξη των επενδύσεων και η ελπίδα για κάλυψη πραγματικών αναγκών. Από την άλλη είναι οι κοινωνικές ανάγκες και η επιβολή τους έναντι της αξιοποίησης…
Καλό είναι, επίσης, να παραδεχτούμε, τελικά, βλέποντάς το ψύχραιμα εκ των υστέρων, ότι γι’ αυτό ένα τεράστιο κομμάτι αυτού του κοινωνικο-πολιτικού «χυλού» στήριξε τον ΣΥΡΙΖΑ για να γίνει κυβέρνηση, γι’ αυτό απαίτησε πολιτικές μέσων όρων από την ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική αριστερά, γι’ αυτό απαίτησε (και στήριξε με την ψυχή του) «πρακτικές», «ρεαλιστικές» και «εφαρμόσιμες» λύσεις με κυβερνητική οπτική. Γι’ αυτό το λόγο, πήγαινε στις πλατείες και μούντζωνε μαζί με Θεοδωράκη, Βαρουφάκη, Καζάκη και «πυροβολημένους» ή «ψεκασμένους» έλληνες, αλλά ταυτόχρονα απαιτούσε από τα πιο μαχητικά κομμάτια του κινήματος να μην υπερασπιστούν τα μέσα της σύγκρουσής του… Είναι ο ίδιος λόγος για τον οποίο βρίζει και σιχτιρίζει σήμερα την συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ – όχι για τις ακροδεξιές ή μουσολινικές πρακτικές της, για την γενικευμένη επίθεσή της σε ό,τι δεν μπόρεσαν να ισοπεδώσουν οι προηγούμενες, ούτε (φυσικά) για το τελειωτικό ξεφτίλισμα που συντελείται στην έννοια της «αριστεράς». Είτε βρίσκονταν, λοιπόν, είτε όχι, στο πάνω κομμάτι της «πλατείας» (Συντάγματος) τις μέρες του ’11, είτε συνθηκολόγησαν είτε όχι, με τις ρατσιστικές και εθνικιστικές πρακτικές που γεννιούνταν (κι έπρεπε να αντιμετωπιστούν) μέσα στις μάχες και κάτω από την ακραία κατασταλτική βαρβαρότητα, αναδρομικά καταχωρούν τα μυαλά και τις ψυχές τους στο εθνικιστικό μέρος αυτού του πατριωτικού χυλού. Για τον ίδιο λόγο, άλλοι/ες, ανεξαρτήτως πολιτικής χρωματικής απόχρωσης, δε σταμάτησαν ποτέ να εκφράζουν τον ανθρωποτύπο της «ομάδας αλήθειας» της ΝΔ, μεταφέροντάς τον αυτούσιο και χωρίς αλλαγές στις συλλογικές διαδικασίες στις οποίες μετείχαν.
Αυτή η πραγματικότητα είναι ένα πραγματικό συλλογικό τραύμα για το ίδιο το εργατικό κίνημα. Μεταφέρθηκε από τις ταξικές μάχες της διετίας 2010-2014 στις πρώτες μέρες της «αριστερο(ακρο)δεξιάς» συγκυβέρνησης «εθνικής σωτηρίας», στους υλικούς όρους της «μετατροπής του ΟΧΙ σε ΝΑΙ», στη σημερινή κατάσταση. Είναι το συλλογικό τραύμα μιας αδύνατης ταξικής συμμαχίας, αδύνατης τουλάχιστον με τους όρους που επιχειρήθηκε. Αυτό το συλλογικό τραύμα πρέπει να αναλυθεί, να εξηγηθεί και να ξεπεραστεί μέσα στην κίνηση της ίδιας της τάξης.
Ακόμα περισσότερο, όμως, πρέπει να δούμε πως, ό,τι απομένει από τις (υποτίθεται) «περίτεχνες» διατυπώσεις περί της (όποιας) κατάληψης, της «τιμιότητάς» της, της «καθαρότητάς» της, των «κινήτρων» της και των μελών της, είναι η σιωπηλή παραδοχήότι οι πρόσφυγες, οι άστεγοι, οι αποκλεισμένοι είναι ένα πρόβλημα, που πρέπει να διευθετηθεί εκεί ή όπως θα υποδείξουν, προκειμένου να μην τους/τις ενοχλεί, να μη βάζει διλήμματα και -κυρίως- να μην απειλεί τους όρους ύπαρξής τους, μέσα σε έναν απέραντο φετιχισμό του εμπορεύματος ή -έστω- την ψευδαίσθησή του.
Είναι κυρίως, αυτό το σημείο στο οποίο φωτίζονται καλύτερα οι στάσεις που εμφανίζονται στην ελληνική κοινωνία (αυτή που προτείνεται για νόμπελ…) ως προς τους πρόσφυγες, και οι συγκλίσεις τους, πέρα από τις προθέσεις αυτών που τις εκφράζουν. Είναι αυτές οι στάσεις που δείχνουν και τα όρια του εργατικού κινήματος, όπως αναφέρθηκαν παραπάνω (ιδίως, στην αδυναμία του ντόπιου να συμπεριλάβει/ενσωματώσει στους αγώνες του και το «ξένο»).
Η πρώτη θα μπορούσε να εκφραστεί ως «συμπερίληψη»: είναι το αίτημα για ένταξη των προσφύγων στον καταμερισμό εργασίας και για παροχή «εγγράφων». Είναι ένα αίτημα που προτάσσει τις «δυνατότητες αφομίωσης». Θα μπορούσε να ονομαστεί«ανθρωπισμός».
Η δεύτερη χαρακτηρίζεται από το αίτημα για «αποκλεισμό». Επαναπροωθήσεις, απελάσεις, έλεγχοι, καταστολή, πολιτική απαίτηση «καθαρότητας». Είναι ο «αντιανθρωπισμός».
Η τρίτη θα μπορούσε να ονομαστεί συμπεριλητπικός αποκλεισμός. Είναι το αίτημα για μια ανθρωπιστική πολιτική ένταξης, όπουαναγνωρίζεται η αδύνατη φιλελεύθερη αφομοίωση, εκεί που κατανοούνται ως αναγκαία μέτρα οι μεταβατικοί «χώροι εξαίρεσης», τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι μαζικές πολιτικές ελέγχου και οι ειδικές ζώνες εκμετάλλευσης, ως ένας συμβιβασμός ανάμεσα στο «δέον» και στο «ρεαλιστικό». Είναι η ρεαλιστική στιγμή που συναρθρώνονται ο ρατσισμός και ο ανθρωπισμός σε μια ενιαία στάση. Είναι η παροχή πρώτης ανάγκης, που θα είναι πάντα «πρώτη ανάγκη» γιατί το σώμα που αντιμετωπίζει και προστατεύει δεν είναι υποκείμενο, ούτε αντικείμενο: είναι γυμνή ζωή που έχει βιοτικές ανάγκες. Αυτές θα καλύπτονται όσο επιτρέπει το «υστέρημά μας». Θα μπορούσε να ονομαστεί (λίγο αυθαίρετα, αλλά όχι και τόσο) «ζωοφιλία».
Δεν υπάρχει γενικά και αόριστα «αλληλεγγύη». Έχει πρόσημο και τείνει σε τύπους στάσεων, όπως αυτές που αναφέρθηκαν. Είναι πολύ εύκολο πχ, η ιεράρχηση της «ατομικής ιδιοκτησίας» πάνω από τις «ανθρώπινες ανάγκες», η αναγνώριση της ιδιοκτησίας ως «περίφραξης» του «δικού μου» προς «αξιοποίηση», να ωθήσει κάποιον από τον ανθρωπισμό στη ζωοφιλία, ειδικά όσο πιέζουν οι συνθήκες κατάρρευσης και αυξάνεται ο «αντιανθρωπισμός».
Κυρίως, όμως, υπάρχει και μια τέταρτη στάση αλληλεγγύης. Είναι αυτή που εμφανίζεται με το Συντονισμό για το Προσφυγικό, σε στιγμές των υπόλοιπων πρωτοβουλιών, τους αλληλέγγυους στη Λέσβο, τη Χίο κλπ, στο λιμάνι του Πειραιά, στις καταλήψεις κτιρίων, στην κατάληψη του city plaza και στις συμβολικές στιγμές που δι-ανοίγει, στα διλήμματα που (είτε άθελα είτε ηθελημένα) θέτει. Αυτή αναδεικνύει το γεγονός ότι υπάρχει μέτρο που κρίνει τις ουδέτερες στάσεις. Που δείχνει ότι υπάρχει κι άλλος δρόμος. Ότι, το «να ζήσουν όλοι» δεν ταυτίζεται με «τα λεφτά μου» και την «περιουσία μου». Είναι αυτή η στάση, πουπρέπει να γενικευτεί και να υπερβεί τα ως τώρα χαρακτηριστικά της, γιατί μόνο έτσι μπορεί να σπάσει ο διαχωρισμός και οι εμφύλιοι στο σώμα της τάξης μας. Και τότε θα μπορεί να διαχωριστεί σαφώς η «ήρα από το στάρι», τότε θα πρέπει να ζητηθεί επιτακτικά από όσους προτιμούν την ασφαλή ουδετερότητα του καναπέ τους να αποφασίσουν αν είναι με τους εκμεταλλευτές ή με τους εκμεταλλευόμενους.
Από αυτή την άποψη, οφείλουμε να το πούμε σε όλους τους απολογητές μιας εύθραυστης και κυρίως βάρβαρης «νομιμότητας»: ΚΑΙ την «ψυχή» σας ΚΑΙ τα λεφτά (σας) ΚΑΙ την κατανάλωσή σας δεν μπορείτε να τα σώσετε μαζί… Μην κουνάτε το δάχτυλο σε όσους κάνουν κοινότητες αγώνα με τους πρόσφυγες για το που και πώς επιλέγουν να τις φτιάξουν.
Μπορεί και να σηκώνει πολύ κριτική είτε για τη συγκεκριμένη είτε για άλλες καταλήψεις και δράσεις για το πώς και ποια κτίρια πρέπει να επιλέγονται, για το αν έχει -και ποιο- νόημα μια κατάληψη καθώς και τι σκοπούς επιτελεί. Για το ποια αναγκαία πολιτική ενότητα και πώς εξυπηρετεί την ταξική ενότητα που απαιτείται για να ανοίξει νέους δρόμους στη συνολική πάλη. Για το ποια είναι αυτή και πώς δένεται με την ειδική. Ακόμα και για «τεχνικά ζητήματα». Πιθανώς (αν όχι σίγουρα), είναι θεμιτή μια κριτική, που ασχολείται με τον υπάρχοντα διαχωρισμό που δεν αντιμετωπίζεται, μεταξύ τμημάτων των αποκλεισμένων (αστέγων, μεταναστών κλπ) που «επιλέγονται» ως «δέκτες» της αλληλεγγύης – ιδίως όταν οι κινήσεις αυτές είναι κυρίως συμβολικές (αν και με πολύ πραγματικό αποτέλεσμα) μπροστά στο γενικευμένο πρόβλημα. Είναι σίγουρο ότι θα πρέπει να συζητηθεί το όριο που τίθεται και κάνει δύσκολη σήμερα μια συνολική αντικαπιταλιστική πολιτική, που θα συγκρούεται με κράτος-κυβέρνηση-κεφάλαιο, θα διεξάγει τον κοινωνικό πόλεμο στην ίδια τη χώρα απ’ όπου εξορμά το ντόπιο και διεθνές κεφάλαιο για να καταστρέψει λαούς χτυπώντας τη «ρίζα του προβλήματος». Και άλλα πολλά…
Αυτή την κριτική, όμως, σε συλλογικότητες για τα λάθη ή τις παραλήψεις τους, για τα κριτήρια ή τα κίνητρά τους, μπορεί να την κάνει ΜΟΝΟ το ίδιο το κίνημα, όταν μιλάει από τη σκοπιά των κοινωνικών αναγκών και επιθυμιών, και όχι οι ιδιοκτήτες, που μιλούν από τη σκοπιά της αξιοποίησης, του κέρδους και των αμοιβαίων διακανονισμών.
Η οπτική που επιλέγει κανείς/καμίας τον/την καθορίζει. Κι επίσης, καθορίζει την χυδαιότητα των λαθροχειριών (του). Αυτές τις κριτικές (που ακριβώς λόγω ταξικών επιλογών, εμφανίζονται -αντί για αριστερές- ως εκδοχές βαθύτατα ακροδεξιού λόγου), δεν γίνεται να τις εκστομίζετε παρά μόνο στα αστικά δικαστήρια, ως νομικά επιχειρήματα που θα προστατεύσουν την ιδιοκτησία σας (κι όχι φυσικά τις ανάγκες σας, που κανείς στο κίνημα δε σας αρνήθηκε – ούτε καν την ατομική σας ιδιοκτησία δεν αρνήθηκε, εδώ που τα λέμε, κι αυτό κάνει ακόμα πιο χυδαία τη στάση σας). Δεν γίνεται να τις εκστομίζετε σε «συνελεύσεις» και δομές του κινήματος. Κι αυτό γιατί τα επιχειρήματα του κράτους και του εμπορεύματος μια χαρά αναπαράγονται από τις ειδήσεις των 8, από τις φυλλάδες και τα καθεστωτικά ΜΜΕ (που κατηγορείτε ή στηρίζετε με μικροαστική υστερία, ανάλογα με το αν σας «πουλάνε προστασία» ή όχι) Γι’ αυτό εξάλλου, στήνετε «συνελεύσεις» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, γι’ αυτό απειλείτε μέσα από αυτά και συκοφαντείτε μόνο στο πληκτρολόγιό σας. Όχι φυσικά γιατί φοβάστε (κανείς δε θα σας κάνει τίποτα και το ξέρετε), αλλά κυρίως γιατί ντρέπεστε να είστε μια πραγματική καθημερινή εκδοχή του Πορτοσάλτε, του Πρετεντέρη και της Τρέμη.
Σταματήστε, επίσης, να τσιτάρετε Λένιν, Ένγκελς, Μαρξ, Μπακούνιν, το κομμουνιστικό μανιφέστο και τα προσχέδιά του… Όσο περισσότερο το κάνετε τόσο πιο αστείοι/ες φαίνεστε. Αν θέλετε να επέμβετε επί ενός κοινωνικού ζητήματος (όπως συμπυκνώνεται και συμβολίζεται στην κατάληψη του city plaza) να το κάνετε με τα μέσα που έχετε αποδεχθεί κι έχετε μάθει. Η παρούσα «νομιμότητα» έχει πολύ συγκεκριμένα: ΜΑΤ, Δ, δικαστήρια, κυβερνητικές εντολές, καθεστωτικά ΜΜΕ, εισαγγελείς, προπαγάνδα. Αν ντρέπεστε (λόγω του «αριστερού» παρελθόντος-ή- «παρόντος» σας) να πείτε ότι είστε με αυτά, είναι δικό σας πρόβλημα. Το κίνημα, με τα όποια λάθη του, έχει άλλες διαδικασίες, άλλη γλώσσα – και κυρίως: άλλους όρους ζωής να υπερασπιστεί και να παλέψει.
Αν θέλετε, λοιπόν, να φύγουν οι αλληλέγγυοι από το ξενοδοχείο, για να τα βρει η ιδιοκτήτρια με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, το ελληνικό κράτος, την ΕΕ και τα έκτακτα τύπου-«ΕΣΠΑ» κονδύλια, προκειμένου να «πουλάτε» (με την υπεραξία από το αίμα και των ιδρώτα προλεταρίων) «ανθρωπισμό», «(κρατικά επιδοτούμενη) αλληλεγγύη», «ζωοφιλία» στους μετανάστες και να «διευθετείτε» με «αμοιβαία επωφελή» τρόπο τις «δουλειές» και τα «ανοίγματά» σας (κι αν δεν έχετε τέτοια, τότε είστε απλά «ιδεολογικοί μπράβοι» και «φτωχοί συγγενείς» της ιδιοκτησίας), τότε μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα παραπάνω μέσα που σας διαθέτει το κράτος το οποίο προσκυνάτε.
Για τα υπόλοιπα, ΟΛΑ κυκλοφορούν στο ίντερνετ, όλα υπάρχουν στη δημοσιότητα («τυπική» ή «άτυπη», μικρή ή μεγάλη): ποιος και ποια είπε τι. Ποιες ήταν και είναι οι προθέσεις του καθενός. Τι έγραψε ο καθένας ή η καθεμία, και τι «κανόνιζε η ιδιοκτήτρια ή τι της «χάλασε τη σούπα» κλπ. Για ακόμα περισσότερα, υπάρχει η δικογραφία.
Πάντως, ό,τι και να λέτε, όσο και να λυσσάτε, όσο και να (επιθυμείτε με έναν τόσο αστείο τρόπο) «νομοθετείτε», ο κομμουνισμός είναι το κίνημα που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι μέρος της καλύτερης παράδοσης των καταπιεσμένων, είτε στην Ευρώπη, είτε στη Συρία και τη Μ. Ανατολή, είτε στην Αφρική και το Μαγκρέμπ, είτε στην Αμερική και στην Ασία.
Εμείς είμαστε με τον κόσμο που θέλει να την ανατρέψει για να μπορούν να ζήσουν αξιοπρεπώς ΟΛΟΙ οι άνθρωποι, χωρίς την εκμετάλλευση ΚΑΝΕΝΟΣ από ΚΑΝΕΝΑ. Για όσους είστε με αυτόν τον κόσμο και την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων, ή τα μερεμέτια της, να απευθυνθείτε στα μαντρόσκυλα που εκτελούν και υπερασπίζονται τις δουλειές τη τάξης σας (όχι απαραίτητα αυτής που ανήκετε αλλά αυτής που σίγουρα γλύφετε).